30/08/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Κοινωνική ακινησία

      Pin It

Του Πέτρου Θ. Πιζάνια*

 

Στους διαδρόμους και στα καφέ, στα γραφεία και στις κοινωνικές συνευρέσεις, ψιθυριστά στα ΜΜΕ, με έξαλλο τρόπο ή με χαμηλόφωνη απορία, το ερώτημα που τίθεται από πολλούς είναι το εξής: γιατί δεν κινητοποιούνται οι Ελληνες; Οι κυβερνήσεις της κρίσης, ο παλαιός καθεστωτικός κομματισμός δηλαδή, περιέκοψε δραστικά μισθούς και συντάξεις, έστειλε στα ουράνια την ανεργία, κατέστειλε δικαιώματα και διέλυσε κατακτήσεις, κατέλυσε την πολιτική κυριαρχία της χώρας, λέει το ένα ψέμα πίσω από το άλλο, τη μία κοροϊδία μετά την άλλη, έχουν αποδειχθεί περίτρανα ανίκανοι και φαύλοι.. Παρ’ όλα αυτά οι Ελληνες πολίτες αδρανούν. Ξεπουλάνε με τους τόνους τα προσωπικά τους τιμαλφή και κάποια ακίνητα, εξαντλούν τις καταθέσεις τους, τις ψυχές τους, καταπατάνε την αξιοπρέπεια, ωστόσο αδρανούν. Γιατί;

 

Για να είμαι ακριβής θα πρέπει να εξαιρέσω εκείνο το περίπου 20–25% των Ελλήνων, το οποίο επωφελείται από την κρίση, συνεπώς η αδράνεια των υπολοίπων είναι θείο δώρο στα μέτρα τους. Η ίδια αδράνεια είναι τρις ευλογία, που μετέφεραν ιδιοχείρως τα χερουβείμ και εναπόθεσαν στα χέρια των ιθαγενών κυβερνώντων του παλαιού καθεστωτικού κομματισμού. Είναι δώρο της θείας χάριτος και για τη νέα Δεξιά της Μέρκελ, που τώρα, κατά την προεκλογική εκστρατεία της, δεν συζητάει για λουκάνικα, αλλά ακόπως με τους ομοίους της συκοφαντούν τους Ελληνες. Η αδράνεια των Ελλήνων κάνει τους ιθαγενείς κυβερνητικούς και Ευρωπαίους ιθύνοντες να κολακεύουν την υπευθυνότητά μας. Αδρανούμε από υπευθυνότητα;

 

Νομίζω ότι οι Ελληνες που θα ήθελαν να αντιδράσουν είναι εκείνοι οι οποίοι ήδη το έκαναν τα δύο πρώτα χρόνια της κρίσης, και προφανώς αρκετοί ακόμη. Στις πλατείες και στους δρόμους, θυμωμένοι και φοβισμένοι, αντέδρασαν, αλλά ανεπιτυχώς. Η αναποτελεσματικότητα προήλθε από τον αυθόρμητο χαρακτήρα των αντιδράσεων. Ηταν όμως και αποτέλεσμα του πολύ εχθρικού περιβάλλοντος. Μέχρι πριν ένα χρόνο δεν υπήρχε ούτε μία αντιπολιτευόμενη εφημερίδα, όλα τα κεντρικά κανάλια και τα αντίστοιχα ραδιόφωνα ήταν είτε εχθρικά στις κινητοποιήσεις είτε τις χειραγωγούσαν συχνά με επιτυχία. Οταν οι διαδηλωτές ξεπερνούσαν τις τριάντα-σαράντα χιλιάδες, αρμόδιοι επιτετραμμένοι έκαιγαν και έσπαγαν, όπως στο «Αττικόν», ατιμώρητοι. Τα κυβερνητικά καθεστωτικά κόμματα ήταν ασφαλώς αντίθετα (αν και με όρους γελοίους, οι περισσότεροι βουλευτές τους είχαν πανικοβληθεί). Το ΚΚΕ παρίστανε ότι διαδήλωνε, κάνοντας γύρους στην πλατεία Ομονοίας, ενώ το ΠΑΜΕ αγρίευε αδράχνοντας τα χοντρά ρόπαλα με τις επαναστατικές σημαίες και έκανε βολτίτσες στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ απειλούσαν με άγριες απεργίες, αλλά κατέληγαν σαν βρεγμένες γατούλες. Η ΔΗΜΑΡ έπαιρνε τις ψήφους μετριοπαθών αριστερών για να τους προσφέρει απλόχερα την επομένη των εκλογών στον καθεστωτικό κομματισμό, μάλιστα στη χειρότερη εκδοχή του. Απέμενε ο ΣΥΡΙΖΑ, και γι’ αυτό τον λόγο απογειώθηκε εκλογικά.

 

Πόσο διαρκούν οι αυθόρμητες αντιδράσεις, και έως πιο επίπεδο μπορούν να φτάσουν; Διαρκούν ελάχιστα, και παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο -πάντοτε στην Ιστορία έτσι γινόταν. Στην Ισπανία, οι κινητοποιήσεις παγιώθηκαν επειδή τα συνδικάτα αναδιοργανώθηκαν και ανέλαβαν να υποστηρίξουν όλες τις αυθόρμητες αντιδράσεις στην λιτότητα, όποιες και να ήταν. Στην Τυνησία οι πρώτες αυθόρμητες αντιδράσεις σταθεροποιήθηκαν γιατί την κατάλληλη στιγμή η αντίστοιχη Συνομοσπονδία Εργασίας ανέλαβε τις αρχικές εξεγέρσεις. Ανάλογα φαινόμενα και στην Πορτογαλία. Στη χώρα μας, τι συμβαίνει;

 

Αν κανείς προσέξει τον λόγο, το ύφος και το παρουσιαστικό των συνδικαλιστικών διοικήσεων των δύο συνομοσπονδιών∙ αν παρατηρήσει προσεκτικά τις σπασμωδικές δηλώσεις και αντιδράσεις των ομοσπονδιών των εκπαιδευτικών∙ αν αφουγκραστεί τη σιωπή της ομοσπονδίας των πανεπιστημιακών αλλά και της αντίστοιχης των ερευνητών∙ αν σκαλίσει στο περιθώριο των κοινωνικών θεσμών για να βρει, ίσως, κάτι σαν συνδικάτο του ιδιωτικού τομέα, λίγους αγροτικούς συνεταιρισμούς που επιβίωσαν της κομματικής φαυλότητας, αν… Τότε θα καταλάβει πως οι εργαζόμενοι Ελληνες άφησαν τα τελευταία σαράντα χρόνια να καταστραφούν όλες οι μορφές αυτόνομης κοινωνικής και συνδικαλιστικής οργάνωσης, εκείνες που συγκροτήθηκαν από το 1974 χωρίς κανένα απολύτως προηγούμενο (δεδομένου ότι είχε προηγηθεί η χούντα και το καθεστώς θεσμοθετημένου εμφυλίου με τους διορισμένους συνδικαλιστές). Κατά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, οι Ελληνες εργαζόμενοι συγκρότησαν και ταυτοχρόνως θυσίασαν τις κοινωνικές και συνδικαλιστές οργανώσεις τους στον βωμό του κομματισμού έναντι ευημερίας. Ευημερία απαραίτητη, αν αναλογιστούμε το τραγικά χαμηλό επίπεδο της χώρας που είχε εγκαταλειφθεί από την τριακονταετή δεξιά διακυβέρνηση με όρους εμφυλίου. Δεν ήταν όμως απαραίτητη και η εγκατάλειψη της κοινωνικής δημιουργίας, ενός λαού που κατά τις δεκαετίες 1940, ’50 και ’60, αν και ηττημένος σε μεγάλο βαθμό, αντιδρούσε κοινωνικά και πολιτικά με δυναμισμό, ευφυΐα και δημιουργικότητα.

 

Σήμερα, μαζί με τις οργανώσεις, έχει χαθεί και η γνώση των μορφών και τρόπων οργάνωσης των μαζικών ειρηνικών, αλλά δυναμικών, κοινωνικών αντιδράσεων. Οι συνομοσπονδίες δεν βρίσκονται καθόλου μακριά από ό,τι ορίζεται ως ξεπούλημα, οι ομοσπονδίες και οι κλάδοι καρκινοβατούν και αυτοί μεταξύ κομματικής εξάρτησης και άγνοιας. Οι Ελληνες λοιπόν που θέλουν, ακριβέστερα έχουν ανάγκη να αντιδράσουν, είναι μόνοι τους, με οικογένειες ή παρέες και αυτά δεν γεννάνε στο κοινωνικό επίπεδο τίποτε άξιο λόγου, τίποτε που να μπορεί να αναπαραχθεί ώστε να διαρκέσει.

 

Απομένει η γνώση της αλληλεγγύης, την οποία αρκετοί Ελληνες ανακαλύπτουν με εντυπωσιακή ταχύτητα και τόλμη, και ακόμη η γνώση της ψήφου. Την ψήφο τη χρησιμοποίησαν ήδη ορθά, αναδεικνύοντας τον ΣΥΡΙΖΑ και, όπως όλα δείχνουν, θα επαναληφθεί. Αλλά αν η αντίδραση περιοριστεί στο εκλογικό επίπεδο, και παρότι σημαντικό, δεν θα αρκεί. Θα είναι σαν το καταπατημένο τμήμα της κοινωνίας να επαναλαμβάνει με άλλους όρους το ίδιο παλαιό λάθος.

 

 

 

* Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Scroll to top