01/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μαμά, τι είναι Ρινόκερως;

      Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

Τι περίεργο. Ανέκαθεν πίστευα ότι είμαι εκ γενετής μαύρο πρόβατο. Αλλωστε, είχα υποστεί ουκ ολίγους «ρατσισμούς» (όχι και τόσο ευκολοπρόφερτη λέξη παλιά) στο πετσί μου. Ισως γιατί δεν διέθετα τόσο εξελιγμένα αντανακλαστικά στη χυδαιότητα, που ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει. Πρόκληση, για τους άλλους, τότε, ήταν να μην ακολουθείς το ρεύμα, την πεζή λογική, να μην ονειρεύεσαι δυνατά πως κάποτε θα γίνεις νεοέλλην γιατρός, δικηγόρος κι αργότερα «πολιτικός μηχανικός» ή κάτι ακόμη πιο φιλόδοξο. Αρα η περιφρόνηση ήταν δεδομένη. Μόνο που ΤΟΤΕ δεν μου περνούσε απ' τον νου πως κάπου υπέβοσκε ο ρατσισμός, ίσως γιατί τους ρατσιστές τους είχαμε καλουπώσει στο μοντέλο του ναζισμού, του φασισμού και άλλων… «ισμών»… ΤΩΡΑ, πενήντα τόσα χρόνια μετά, ο ρατσισμός είναι μια διεγερτική καραμέλα με επίγευση πολύπλοκου ανθρωπισμού (άλλος παρεξηγημένος… «ισμός») εφόσον δεν ανταποκρίνεται στα κομψά και βολικά μοντέλα που λάνσαραν κάποιοι θεωρητικοί του… εσπρέσο ή άλλων ροφημάτων. Ρατσισμός με τα τρέχοντα ήθη σημαίνει πρώτα απ' όλα να υποψιάζεσαι τον ίδιο σου τον εαυτό καθημερινά, μετρώντας το φινιρισμένο λεξιλόγιό σου και μελετώντας το εγχειρίδιο του «μοντέρνου αντιρατσιστή». Να μην αγανακτείς με την παραβατική συμπεριφορά κανενός, να σέβεσαι ανυπερθέτως τα «προσωπικά δεδομένα», να χειρίζεσαι αριθμούς μετασχηματισμένους σε επίθετα μαθηματικής ασάφειας, όπως «τριανταδυάχρονος», «εικοσπεντάχρονη» κ.λπ., να απαγορεύεις τη χρήση εθνολογικών και γεωγραφικών στιγμάτων, όπως ας πούμε «Μονεγάσκος» –λέω τώρα– ΕΚΤΟΣ κι αν πρόκειται για καραμπινάτο Ελληνα, οπότε δεν υφίσταται κανένα πρόβλημα. Στον συγκεκριμένο άνθρωπο που στύβεται μπροστά στα γκισέ των ληστρικών κρατικών ταμείων, που φοβάται τη σκιά του (έστω κι αν υπερβάλλει ακούγοντας τόση μυθολογία φρικιαστικής βίας), που βλαστημά την ώρα και τη στιγμή της συγκεκριμένης του καταγωγής (ΚΑΙ χωρίς να έχει διαβάσει απαραίτητα το βιβλίο του Νίκου Δήμου) ο ρατσισμός δεν βρίσκει αντίκρισμα. Δεν έχει περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες. Αρα το λόμπι μιας αυτοδιορισμένης κάστας υπερευαίσθητων του λεξιλογίου γενικώς στρέφει το ενδιαφέρον του σε επιλεκτικές μειονότητες. Ασχετα αν με την υπερπροστατευτική του ομπρέλα συχνά καταφέρνει να ακυρώσει το δίκιο, που υποτίθεται πως υπερασπίζεται. Κι εκεί ακριβώς επεμβαίνουν ΟΛΑ τα φτερά στρουθοκαμήλων που χρησιμοποίησε μέχρι τώρα το μπαλέτο του παρισινού «Λίντο». Και γίνεται του… «Φολί Μπερζέρ» και του «Μουλέν Ρουζ».

 

Πριν από μερικά Σάββατα απ' αυτή τη στήλη –για να ολοκληρώσω την αδυσώπητη εικόνα μου ως «ρατσιστή» και «αντιδραστικού»– περιέγραφα την κυκλική ζητιανοβόλτα μιας μητέρας Ρομά (ΠΡΟΣΕΞΤΕ από 'δώ και πέρα τα σχετικά άσματα τύπου «Τσιγγάνα κάτσε δίπλα μου και τα χαρτιά σου ρίχ' τα…». ΟΧΙ. Το ορθόν είναι πλέον «Ρομά καθίστε δίπλα μου και τα χαρτιά σου ρίχ' τα» κ.λπ.). Στο κείμενό μου η μητέρα, τώρα που το σκέφτομαι και που άκουσα τόσες επικρίσεις, πολύ σωστά, ήταν μια ευγενέστατη κυρία, σε ενδιαφέρουσα, εισαγόμενη Ρομά από τη χώρα που γέννησε τον Ιονέσκο και την υπέροχη Μάγια Μόργκεστεν. Η κυρία λοιπόν είχε κι ένα κοριτσάκι, γύρω στα έντεκα, το οποίο έκανε πρακτική εξάσκηση στον διαλογισμό και στην αναζήτηση ταυτότητας. Αν μάλιστα η ταυτότητα βρισκόταν και ΕΝΤΟΣ πορτοφολίου, τόσο το καλύτερο. Κι ώς εδώ θαυμάσια! ΟΣΟΙ δυστυχείς νεοέλληνες -ελάχιστοι δηλαδή- βρισκόμασταν στην πλατεία Κάνιγγος, θαυμάζαμε τους τρόπους, την ευγένεια και την ευγλωττία μητέρας και κορούλας. ΟΣΟΙ δεν ήθελαν να διδάξουν στο κοριτσάκι τη χρησιμότητα των νομισμάτων, τους έβριζαν με τον ομηρικό χαρακτηρισμό «Μαλάκα πολύτροπε…».

 

Το παιδί και η στοργική μητέρα, με τη νοσταλγία των Καρπαθίων και των Βοεβόδων στο μάτι, έφτυναν, πετούσαν χαρτιά κάτω ενώ ο κάδος-Καμίνη παραδίπλα έχασκε μες στην αυτάρεσκη δυσωδία του. Κι όμως, από ευγένεια και σκεπτόμενες ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνουν τον κάδο με επιπλέον χαρτιά, προτιμούσαν την αγνή ελληνική γη. Γιατί; Γιατί αν δεν τιμήσεις τη γη που πατάς, σε παίρνει και σε σηκώνει. Φυσικά όταν αγανακτούσαν ή κουράζονταν χρησιμοποιούσαν τα παγκάκια προτρέποντας τα λιγοστά «περήφανα γηρατειά» της εξωτικής χώρας Ελλάδας «να πάνε πιο πέρα». Σαν ήρθε η σειρά μου να απολογηθώ γιατί ΔΕΝ διατίθεμαι να κάνω μάθημα νομισματολογίας στην παιδίσκη, εισέπραξα σε σπαστά ομηρικά το ανάλογο νόμισμα υβριστικού εκτοπίσματος όπως κατάλαβα.

 

Σε λίγο πλάκωσε η ελληνική ζεστή αυγουστιάτικη νύχτα, πέρασε ένα μικροπούλμαν με άλλες μικροξαδέρφες της αξέχαστης Κομανέτσι στο πιο μπρουτάλ και η ενδιαφέρουσα μάνα με την ακόμη πιο ενδιαφέρουσα κόρη εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω ρετάλια ρατσισμού και απορίες τού στιλ «Οπου και να πάω πρέπει ΚΑΙ η Ελλάδα και τα Βαλκάνια και ποιος ξέρει τι άλλο να με πληγώνουν;».

 

ΟΜΩΣ και μόνο με την ιδέα ότι οι σκέψεις αυτές μπορεί να εμπεριείχαν εσάνς ρατσισμού έφερα στον νου το έργο του Ιονέσκο «Ρινόκερως»· έργο αλληγορικό και καθόλου παράλογο στο σήμερα. Δηλαδή το να είσαι κανονικό παχύδερμο με μυγιάγγιχτη μυτούλα είναι μάλλον το ζητούμενο. Κι ακόμη καλύτερα, για να 'ρθουμε στα ίσα μας: ΑΚΟΥ, ΒΛΕΠΕ, ΣΩΠΑ. Και μούγκριζε στο μπάνιο σου. Ακούς εκεί!

 

Scroll to top