01/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

«Η ζωή μου έγινε κέντρο διερχομένων. Χαραμίστηκα»

Μάκης Τσίτας «Μάρτυς μου ο Θεός» Μυθιστόρημα. Κίχλη 2013, 272 σελ.
      Pin It

ΜΑΚΗΣ ΤΣΙΤΑΣ
«Μάρτυς μου ο Θεός»
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κίχλη, 2013, 272 σελ.

 

 

 

 

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Ενας πενηντάρης υπάλληλος γραφικών τεχνών, λιθογράφος, που ακούει στο όνομα Χρυσοβαλάντης, βρίσκεται χωρίς δουλειά μόλις η εταιρεία στην οποία εργαζόταν χρεοκοπεί. Στενεμένος οικονομικά, πιεζόμενος ψυχολογικά, με κλονισμένη υγεία, έχοντας να φροντίσει τους ηλικιωμένους γονείς του και δύο αδελφές, παρακολουθούμενος από ψυχίατρο, όπως μας πληροφορεί, διαθέτοντας και πνευματικό, στον οποίον εξομολογείται τις μικρές ή μεγάλες του αμαρτίες, μονολογεί για τη ζωή του και περί παντός. Καταφεύγει σε μια παραληρηματική πολυλογία, απ’ αυτές που χαρακτηρίζουν κυρίως γυναίκες, για να πει τον πόνο του και να εκτονώσει τα πάθη του. Ως χρόνος ορίζονται οι τελευταίες δεκαετίες του 20ού και η αρχή του 21ου αιώνα, εκεί γύρω στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η εποχή που από την ευμάρεια οδηγηθήκαμε σιγά σιγά στην κρίση.

 

Ο Χρυσοβαλάντης, άνεργος, απελπισμένος, χοντρός, ανύμφευτος, αισθηματίας, ανέραστος στην ουσία, ρομαντικός, δραστήριος, πονεμένος, φοβισμένος, ολιγαρκής και αξιοπρεπέστατος (επιλέγω κάποια από τα πολυάριθμα επίθετα που ο ίδιος χρησιμοποιεί για το άτομό του), άθυρμα στην κυνικότητα και την αρπακτική διάθεση των άλλων, αφηγείται τη ζωή του με χρονικά πήγαινε-έλα, με συγχρονίες και αναδρομές. Φαντασιώνεται μια ζωή που νομίζει ότι έζησε ή που θα μπορούσε να έχει ζήσει, με ζωτικά ψεύδη και απύθμενα παραμυθιάσματα. Ονειρεύεται μιαν άλλη που δεν λέει να φανεί. Η αφήγηση σπασμένη σε μικρά ή μεγαλύτερα κομμάτια, χωρίς ειρμό και σύνδεση μεταξύ τους (αλλά με λανθάνουσα εσωτερική πλοκή), γεμάτη τσιτάτα λαϊκής σοφίας αλλά και αφέλειας, δουλεύει με τα στερεότυπα «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», τα οποία φαίνεται να προβάλλει και να υπηρετεί, στην πραγματικότητα όμως τα υπονομεύει με τη χρήση της ειρωνείας. Πρόκειται για ένα ακριβέστατο ψυχογράφημα του Νεοέλληνα, με ό,τι αποτελεί τη βάση της φιλοσοφίας του, το οποίο ο Τσίτας συνθέτει μέσα από ποικίλες εκφάνσεις της γύρω μας πραγματικότητας, αποφορτίζοντας με χιούμορ τις ζοφερές συνθήκες.

 

Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτοσυστήνεται ο αφηγητής αλλά και παρουσιάζει τα πρόσωπα της ζωής του: τη μάνα του, τον πατέρα, τις αδελφές, τις πλατωνικές του φιλενάδες, τις πόρνες με τις οποίες συνευρέθηκε, τα αφεντικά, τους συναδέλφους στη δουλειά, τους πνευματικούς του πατέρες. Η παρουσίαση γίνεται με δόσεις, πάντα με κάποια αφορμή, ξεκινά με τις καλύτερες των προθέσεων και ανατρέπεται άρδην στη συνέχεια. Οι ανατροπές είναι και το κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου που μαζί με τον αποσπασματικό χαρακτήρα, τις ανακυκλούμενες εμμονές, τις επαναλήψεις, τα γλωσσικά παιχνίδια και τις σπαρταριστές παρομοιώσεις του, γίνεται ένα ευφρόσυνο ανάγνωσμα που παραπέμπει σε μια περίεργη συνύπαρξη Ροΐδη, Τσιφόρου και Μποστ. Εκεί που μιλάει για τα χάλια, την ανεργία και την αφραγκία του, θυμάται τις πουτάνες που πέρασε, την Ευμορφία που τον πρόδωσε, τη Ρωρώ που τον κορόιδευε ή τα ενοίκια στην Αγγλία και τη Γαλλία που είναι πιο ακριβά! Αλλού κάνει ανίερους παραλληλισμούς και αντιστοιχίες∙ βλέπει, για παράδειγμα, το Αγιον Ορος σαν πνευματικό Χόλιγουντ και βρίσκει τη φωνή του Αθωνίτη καλόγερου μελωδικότερη από εκείνη του Ελβις Πρίσλεϊ. Εκτός των άλλων δραστηριοτήτων του, ο Χρυσοβαλάντης γράφει και ποιήματα. Σκαρώνει δυο τρεις ή και περισσότερους στίχους, ανόητου κατά κανόνα περιεχομένου, και μετά αποφαίνεται: «Αραγε έχει όρια η τέχνη, και δη η τολμηρή; Θέτω το ερώτημα».

 

Συνεχείς και ποικίλες συγκριτικές αναφορές σε Παρίσι και Λονδίνο, σε Αγγλους, Γάλλους και Σουηδούς, Αμερικάνους και Ιάπωνες, για να τονίσει το κόμπλεξ κατωτερότητας ως Ελληνας∙ αλλά και στους ποικιλώνυμους μετανάστες (Αλβανούς, Πακιστανούς, Ρουμάνους, Ουκρανούς, Ρώσους), για να υπογραμμίσει το αντίθετο: το κόμπλεξ ανωτερότητας των Ελλήνων αλλά και τον ομολογημένο ή ανομολόγητο ρατσισμό τους.

 

Ο ψυχικά ταραγμένος Χρυσοβαλάντης υπήρξε ένα παιδί κακοποιημένο, από γονείς, από δασκάλους, από τα άλλα παιδιά, ακόμη και από ιερωμένους. Ως ενήλικος παρουσιάζεται πρόθυμος, έντιμος, σεβαστικός, τρυφερός, ικανός, εύκολο θύμα της καπατσοσύνης αφεντικών και συναδέλφων. Ενας αξιαγάπητος τρελός που μας κάνει να γελάμε αλλά και να σκεφτόμαστε. Ενας ήρωας (ή αντιήρωας;) που δεν ξεχνιέται.

 

Στα θετικά του βιβλίου εγγράφονται η εξαιρετικά νευρώδης και ευρηματική γλώσσα του: δουλεμένα ελληνικά, με σπαρταριστές συνθέσεις λέξεων (ψυχοκαταφυγή, ετεροσκοπιμότητα, σεξοφαντασία, τσογλανοπουτανιζέ, πονηροπρόστυχη)∙ χαρακτηριστικά παρωνύμια των ανθρώπων που περιβάλλουν τον αφηγητή (o Εξαποδώ, η Πατσαβουρόπιτα, η Μαλακοευμορφία, ο Θου Κύριε)∙ συνδυασμός γλωσσικών ιδιωμάτων και ανακάτεμα καθημερινής γλώσσας, καθαρεύουσας και εκκλησιαστικής ορολογίας. Οπως έγραψε ο Αλέξης Ζήρας, για το πρώτο βιβλίο του Τσίτα, η γλώσσα του «προσδιορίζει έναν καινούργιο τρόπο ηθογραφικής αποτύπωσης της ζωής στις πόλεις». Ενα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι βαρύγδουπες αξιολογικές κρίσεις, οι αναλύσεις χαρακτήρων, οι βιοφιλοσοφικές και ψυχολογικές ερμηνείες που δίνει ο Χρυσοβαλάντης, με ύφος αυθεντίας ειδικού, από τις οποίες δεν λείπει η αφέλεια, η υπερβολή και η αυτοϋπονόμευση.

 

Ο Μάκης Τσίτας, γνωστός από τα παιδικά του βιβλία (δεκατρία τον αριθμό), από τη συλλογή διηγημάτων «Πάτυ, εκ του Πετρούλα», από θεατρικά έργα και κυρίως από το εξαιρετικό ηλεκτρονικό περιοδικό του diastixo, υπηρετεί χρόνια την εκδοτική τέχνη, εν ευρεία εννοία, με υψηλό αίσθημα ευθύνης. Με το μυθιστόρημά του «Μάρτυς μου ο Θεός» εισέρχεται εντυπωσιακά στη μεγάλη φόρμα.

 

Scroll to top