Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

Η Θεσσαλονίκη εκτός από πόλη θα μπορούσε να είναι ΚΑΙ ντιβάνι. Ντιβάνι ψυχαναλυτή, ΑΦΟΥ κάθε χρόνο τέτοια εποχή οι πολιτικοί απλώνουν ΕΚΕΙ τη ρητορική κυρίως πραμάτειά τους κι όποιον πάρει ο χάρος. Ψυχαναλυτής στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσε να είναι ο μυροβλύτης Αγιος Δημήτριος που έτσι κι αλλιώς προστατεύει την ιστορική αυτή πολιτεία από σχεδόν ΟΛΑ τα κακά που κατά καιρούς εμβολίζουν τη «νυφούλα του Θερμαϊκού» όπως την αποκαλούσαμε οι πιο παλιοί. Ετσι λοιπόν η πόλη αυτή, η κατά Γιώργο Ιωάννου «πρωτεύουσα των προσφύγων», η πολυπολιτισμική και «ερωτική» κατά μια έννοια, κάθε Σεπτέμβρη ανέχεται τους επιφανείς θυμούς όλων των πολιτικών ρευμάτων. Επειτα περνά ο ιαματικός άνεμος Βαρδάρης και δεν απομένει τίποτα. Μονάχα η ίδια η πόλη με την οξύμωρη ευσέβειά της και τους καθημερινούς ρυθμούς, τις συμπαθείς εμμονές της, τους εν ζωή αγίους της, τους παθιασμένους με την μπαρόκ σημειολογία της και τους γραφικούς «κακούς» της για να το γλεντούν οι παρέες στα καφενεία. Η πολιτική πλημμυρίδα-λογόρροια ήδη έχει υποχωρήσει με το που σβήνουν τα φώτα της Εκθεσης. Το φθινόπωρο δίνει προτεραιότητα σε καλλιτεχνικά γεγονότα, κυρίως φεστιβάλ που κατά καιρούς περνούν κρίσεις, απαξιώνονται από τα αθηναϊκά κέντρα πολιτισμού, ενώ η «φτωχομάνα» ενεργοποιεί το ποδοσφαιρικό θυμικό της και η ζωή συνεχίζεται, σχεδόν κανονικά. Στο μεταξύ οι πολιτικές εξαγγελίες ταξιδεύουν στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, αφού ξύσουν τη ράχη της πρωτεύουσας. Λόγια είναι που ξεχνιούνται, αλλά και νόμοι να ήταν ποιος τους υπολογίζει, αφού μάστορες και μαστοράδες έχουν ανοίξει πονηρά παραθυράκια για την ηθική εμπέδωση του «ναι μεν… ΑΛΛΑ»…

 

Κοιτάζω κι εγώ τον ουρανό, μετρώ το φως της μέρας που λιγοστεύει τα απογεύματα και σκέφτομαι τη βορειοελλαδική μου περιπέτεια σε άλλες, πιο στέρεες ηλικίες, όπως η παιδική, που ένιωθα άτρωτος και ήθελα να σπουδάσω «Θεός». Η Θεσσαλονίκη του Σεπτέμβρη για μας τους βόρειους υπερβόρειους επαρχιώτες έστελνε μηνύματα ευχάριστης ανησυχίας. Κι έτσι ένα πρωί μπαίναμε στο καρβουνιάρικο υπέροχο τρένο, σ' ένα κουπέ δεύτερης θέσης με καφέ πιτσιλωτά καθίσματα που μύριζε αποτσίγαρο και κονσέρβα σαρδέλα, και ντογρού για τη Σαλονίκη. Ο νους μου ήταν στην Αθήνα, αλλά συμβιβαζόμουν γκρινιάζοντας. Δέκα και πλέον ώρες διαρκούσε το ταξίδι. Εγώ κολλημένος στο παράθυρο μετρούσα τις γαλαρίες και ανυπομονούσα να δω τη λίμνη Δοϊράνη που ακριβώς στο άλλο της άκρο ήταν το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Φανταζόμουν σιδερένια, γεμάτα σκουριά, πανύψηλα τείχη με μοναξιασμένους σκληρούς φρουρούς που ανά τέταρτο αναφωνούσαν το όνομα του ηγέτη τους: «Τίτο… Τίτο» (αργότερα πίστευα πως ο Τίτο Πουέντε ήταν ξάδερφος του Γιουγκοσλάβου προέδρου που ξέδωσε με λατινική μουσική).

 

Στη Θεσσαλονίκη φτάναμε ποτισμένοι στο κάρβουνο, αλλά ποιος το υπολόγιζε. Προείχε η Εκθεση με τα ωραία περίπτερα, τα φώτα, τα μεγάφωνα που μετέδιδαν μουσική και το ερεθιστικά καινοτόμο περίπτερο της ΔΕΗ, που μόλις είχε σκάσει μύτη και είχε τα ΠΑΝΤΑ ηλεκτρικά. Μάταια έψαχνα και ρωτούσα αν υπήρχε ΚΑΙ ηλεκτρική καρέκλα που γνώριζα από τα «νουάρ» αμερικανικά φιλμ. (Λόγω πατέρα ηλεκτρολόγου έβλεπα και τις γκανγκστερικές ταινίες.) Ηταν όμως συναρπαστικοί οι περίπατοί μας ανάμεσα στα σοβιετικά τρακτέρ και τις άλλες κοκκινοπράσινες μηχανές που αποτελούσαν την επιτομή της κομμουνιστικής προόδου. Θα μου πεις: «Σας ενδιέφεραν;». ΚΑΘΟΛΟΥ! Ομως έπρεπε να τα θαυμάσουμε και το κάναμε με αυταπάρνηση ώσπου βράδιαζε. Τότε, πτώματα στην κούραση, καθόμασταν στην υπαίθρια μπιραρία να φάμε ψωμάκια με λουκάνικο και μουστάρδα (διπλάσια ποσότητα από το λουκάνικο) και να πιούμε την έξτρα μαύρη μπίρα που έβγαζε ο ΦΙΞ για την περίοδο της Εκθεσης. Πάνω στη χώνεψη άρχιζαν τα ακροβατικά με Ρώσους, Τσεχοσλοβάκους και Κινέζους.

 

Συνήθως έτρεχαν με μοτοσικλέτες πάνω σε συρμάτινο σκοινί στα τριάντα μέτρα ύψος. Με όλη μου την καρδιά ευχόμουν να πέσουν και να τσακιστούν, αλλά ουδέποτε ατύχησαν. Ετσι, χωρίς επεισοδιακά εφέ, κυλούσαν οι μέρες στην εκθεσιακή Θεσσαλονίκη που άρχιζε να κρυώνει. Το φθινόπωρο ΤΟΤΕ ερχόταν στην ώρα του και πάντα μας πετύχαινε η πρώτη αδιαθεσία. Κυρίως εμένα που τα οικογενειακά γκάλοπ με ήθελαν… φιλάσθενο. Ανέβαζα δέκατα, έβηχα κι άσπριζε η γλώσσα μου, οπότε τα μαζεύαμε και φεύγαμε λίγο άδοξα, αφού δεν προλαβαίναμε να δούμε την πολωνικής κατασκευής μηχανή κοπής σαλαμιού! Στις βαλίτσες μας βρίσκονταν άπειρα γυαλιστερά διαφημιστικά χαρτιά σαν μάρτυρες της παρουσίας μας στο κοσμοϊστορικό σαλονικιώτικο γεγονός.

 

Τα φεστιβάλ με τις παρενέργειές τους προέκυψαν μετά το ’60. Τότε ξεκίνησε μια περιπέτεια πλούσια σε καβγάδες και σε φατρίες υποστηρικτές των διαφόρων κινηματογραφικών τάσεων. Περίπου την ίδια εποχή που άρχιζε και η λειτουργία του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με ηγέτη τον Σωκράτη Καραντινό και πρωταγωνιστές τη Θάλεια Καλιγά, την Αλέκα Παΐζη, τον Ηλία Σταματίου, τον Πέτσο, τον Μωραϊτόπουλο, τον Δαμασιώτη και άλλους που ελπίζω ότι τους θυμούνται οι θεατρόφιλοι. Το φεστιβάλ τραγουδιού και οι πολιτικές εξαγγελίες με «βαρύτητα» (όσο ένα φύλλο σφολιάτας) ήρθαν αργότερα…

 

Σήμερα οι προτεραιότητες άλλαξαν, όπως και το ύψος των παντελονιών των ανδρών. Το κοντοπαντέλονο, βοηθούντος και του καιρού, νομιμοποιήθηκε γενικώς. Η τρόικα μας το άφησε για την ώρα απείραχτο ώσπου να μάθουμε πως άρχισε να υποψιάζεται και τη μεσογειακή τριχοφυΐα… ΟΜΩΣ κόλλησα σ' αυτό που μου φάνηκε πως άκουσα στο «ντιβάνι» της Θεσσαλονίκης: «ΑΛΛΕΣ επιβαρύνσεις ΔΕΝ θα υπάρξουν»!!! Μπράβο, λεβεντιές μου, μπράβο και στην ψυχανάλυση.

 

Scroll to top