22/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ουτοπία του Ρόμπερτ Οουεν

Πριν από διακόσια χρόνια, το 1813, εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία ένα βιβλίο με τίτλο «Μια νέα θεώρηση της κοινωνίας». Συγγραφέας του ήταν ο Ρόμπερτ Οουεν (1771-1858), ένας χαρισματικός οραματιστής του οποίου οι ιδέες ενέπνευσαν την πρώτη μορφή βρετανικού σοσιαλισμού. Στη συμβολή του Ρόμπερτ Οουεν αναφέρεται ο Ιταλός ιστορικός Λούτσιο Βιλάρι.
      Pin It

63a

 

 

 

 

 

 

 

 

 

63bΠριν από διακόσια χρόνια, το 1813, εκδόθηκε στη Μεγάλη Βρετανία ένα βιβλίο με τίτλο «Μια νέα θεώρηση της κοινωνίας». Συγγραφέας του ήταν ο Ρόμπερτ Οουεν (1771-1858), ένας χαρισματικός οραματιστής του οποίου οι ιδέες ενέπνευσαν την πρώτη μορφή βρετανικού σοσιαλισμού. Στη συμβολή του Ρόμπερτ Οουεν αναφέρεται ο Ιταλός ιστορικός Λούτσιο Βιλάρι στο κείμενο που ακολουθεί.

 

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Το 1816, στην ακμή της αγγλικής βιομηχανικής επανάστασης, ο Ούγκο Φόσκολο πήγε στο Λονδίνο. Ερχόταν από μια ταραχώδη και φτωχική παραμονή στην Ελβετία και δεν ήθελε να επιστρέψει στο υπό αυστριακή κατοχή Μιλάνο. Στο Λονδίνο έγινε δεκτός με θέρμη και με τιμές από πολιτικούς και πνευματικούς ανθρώπους που γνώριζαν το έργο του. Αλλά εκεί τον περίμεναν και άλλες υποχρεώσεις: η λογοτεχνική και κριτική έρευνα, μια δημοσιογραφική δραστηριότητα σε αγγλικές περιοδικές επιθεωρήσεις και οι ανησυχίες του παρατηρητή της βρετανικής κοινωνικής πραγματικότητας. Γεμάτος περιέργεια για τις μηχανές και για τις συντελούμενες βιομηχανικές προόδους, επισκέφτηκε το 1822 το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ και συγκλονίστηκε. Ο ποιητής της ομορφιάς βρέθηκε μπροστά στο φοβερό θέαμα της εκβιομηχάνισης και του καπιταλιστικού κέρδους. Εγραψε τότε σε μια φίλη: «Τα παιδιά σας ή αργότερα τα εγγόνια σας θα αντιληφθούν ότι η αληθινή επανάσταση θα γίνει εδώ σιωπηλά, από τη μια μεριά από την απελπιστική εξαθλίωση των πιο πολλών ανθρώπων και από την άλλη από την οικονομική ισχύ των νεόπλουτων πληβείων». Και τελικά, συμπέραινε, θα εγκαθιδρυθεί «η πιο τρομερή από τις τυραννίες, εκείνη των ολιγαρχών ιδιοκτητών των εργοστασίων, που δεν έχουν καμιάν άλλη ιδέα, κανένα συναίσθημα, εκτός από την επιθυμία να πλουτίσουν».

 

Ο Φόσκολο εξέφραζε μιαν ανησυχία παρόμοια με εκείνη που θα εκφράσει είκοσι χρόνια αργότερα ο Λεοπάρντι. Οι δύο ποιητές πίστευαν ίσως ότι ήταν οι μόνοι ή από τους πολύ λίγους ανθρώπους της κουλτούρας που παρέμεναν αμήχανοι και τρομαγμένοι μπροστά στις αντιφάσεις της βιομηχανικής προόδου. Αλλά δεν ήταν έτσι, επειδή ακριβώς εκείνα τα χρόνια, και ενώ κυριαρχούσε η ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς, ωρίμαζαν, ιδίως στην Αγγλία, στοχασμοί πολύ κριτικοί για τα όρια και τα μειονεκτήματα εκείνης της οικονομικής επανάστασης. Και δεν ήταν το παράπονο συντηρητικών αριστοκρατών ή γαιοκτημόνων που εκτοπίζονταν από την πρόοδο, αλλά ήταν στοχασμοί ευφυών επιχειρηματιών, που δεν ανήκαν στους «νεόπλουτους πληβείους», και μελετητών των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτοί θα ρίξουν τους πρώτους σπόρους ενός νέου κόσμου, διαφορετικού, προοδευμένου αλλά και πολιτισμένου. Ιδιαίτερα ένας από αυτούς, ο Ρόμπερτ Οουεν, που κατέληξε παράδοξα να καταγραφεί μεταξύ των «ουτοπιστών», ίσως επειδή στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» του Μαρξ και του Ενγκελς θα συνδεθεί με εκείνους τους στοχαστές (τον Φουριέ και τον Σεν Σιμόν) που «εμφανίζονται στην πρώτη περίοδο, τη μη αναπτυγμένη, της πάλης μεταξύ του προλεταριάτου και της αστικής τάξης». Στην πραγματικότητα, στην ακριβή περιγραφή και στην κριτική του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο Μαρξ και ο Ενγκελς έφτασαν ύστερα από αυτόν και, σε κάθε περίπτωση, χωρίς τον Οουεν δεν θα γεννιόταν ο σοσιαλισμός στην Αγγλία και δεν θα άρχιζαν η εξερεύνηση και η διάγνωση του βιομηχανικού τρόπου παραγωγής, των συνθηκών ζωής και υγείας των ανδρών, των γυναικών και των παιδιών που εργάζονταν στα εργοστάσια και στα ορυχεία, ούτε θα διαφαινόταν, στην πολιτική πολεμική εκείνων των χρόνων, η δυνατότητα η βιομηχανική κοινωνία να γίνει πιο βιώσιμη. Το ότι ο Οουεν είχε πιστέψει σε αυτή τη «δυνατότητα» δεν τον καθιστά εκπρόσωπο ενός ουτοπικού ονείρου, που παραγνώριζε τις πραγματικές σχέσεις παραγωγής του καιρού του.

 

Αν μάλιστα σκεφτούμε την «εφικτή» ουτοπία του Οουεν και του συγκαιρινού του Σεν Σιμόν, νιώθουμε θλίψη για τη διανοητική και πολιτική αντίφαση στην οποία βρίσκεται η σημερινή Ευρώπη. Σήμερα φαίνεται να έχει χαθεί για πάντα κάθε υπόθεση μεταρρύθμισης και αλλαγής που θα ρίχνει το βλέμμα της πέρα από το παρόν, που θα τολμάει να φανταστεί, όπως το έκανε ο Σεν Σιμόν το 1814, στο βιβλίο του «Η αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής κοινωνίας», έναν δημιουργικό σοσιαλισμό με μια «αυστηρή ισότητα ρυθμίσεων, συμφερόντων και θεσμών». Η σημερινή Ευρώπη είναι μια Ευρώπη χωρίς αναφορές, που διαπερνιέται και συνενώνεται από τον φόβο, από την άρνηση προς όλα όσα δεν είναι παρά μόνον ένας εξορθολογισμός της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Ωστόσο, κανένα μέλλον δεν φαίνεται να διαγράφεται μπροστά μας, αν δεν ξαναρχίσουμε να αναλύουμε κριτικά την πραγματικότητα, αν δεν ξαναπιάσουμε εκείνο το νήμα που κάποιοι είχαν αρχίσει να ξετυλίγουν ακριβώς στις αρχές του 19ου αιώνα. Πράγματι, πριν από διακόσια χρόνια, το 1813, ο Οουεν δημοσίευσε το δοκίμιο «Μια νέα θεώρηση της κοινωνίας», που προκάλεσε μεγάλη συζήτηση. Σηματοδοτούσε την έναρξη μιας περιόδου μεταρρυθμιστικών ιδεών, που, το 1815, θα γίνουν πιο φανερές στο δοκίμιο «Παρατηρήσεις για τις επιπτώσεις του βιομηχανικού συστήματος». Οι τίτλοι λένε πολλά, επειδή ο Οουεν γνώριζε πολύ καλά αυτά για τα οποία μιλούσε. Οταν ήταν είκοσι ετών, το 1791, είχε διευθύνει ένα από τα μεγαλύτερα νηματουργεία του Λανκασάιρ, όπου εργάζονταν πεντακόσιοι εργάτες, και λίγο μετά έγινε ιδιοκτήτης των πιο σύγχρονων νηματουργείων του Νέου Λάναρκ, στη Σκοτία. Η επιχείρησή του ήταν ανθηρή και επί είκοσι πέντε χρόνια ο Οουεν πειραματιζόταν οικοδομώντας ένα μοντέλο βιομηχανικής κοινωνίας, όπου ο ρόλος του καπιταλιστή επιχειρηματία δεν ήταν μόνο να δημιουργεί αντικείμενα, αλλά και να έχει ως συνεργάτες υποκείμενα (τους εργαζομένους και τις οικογένειές τους) υγιή, καλά αμειβόμενα, ευτυχή με την εργασία τους, που συμμετέχουν στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της κοινότητας. Με δυο λόγια, η βιομηχανία γινόταν αντιληπτή ως μια κοινωνική υπηρεσία και ως μέσο πολιτιστικής και ηθικής ανάπτυξης, χωρίς να υπάρχει ανάγκη για την «πάλη μεταξύ προλεταριάτου και αστικής τάξης», για την οποία θα μιλήσει το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο».

 

Το ότι το σχέδιο που υλοποίησε ήταν μοναδικό, πρωτόγνωρο, εντυπωσιακό, το αποδεικνύει το γεγονός ότι στο Νέο Λάναρκ συνέρρεαν επισκέπτες και παρατηρητές από όλο τον κόσμο για να δουν πώς έγινε δυνατό οι υψηλοί μισθοί, οι μειωμένες ώρες εργασίας, η προστασία των γυναικών και των ανηλίκων στην εργασία, οι καλές κατοικίες, τα εργοστάσια που περιβάλλονταν από δέντρα και πράσινο, η σχολική εκπαίδευση των παιδιών που εμπνεόταν από κοσμικές αξίες, από τον αθεϊσμό, τη γνώση και την αλληλεγγύη, να αποδίδουν τόσο μεγάλα κέρδη στον ιδιοκτήτη. Ο Οουεν μάλιστα είχε θέσει ένα όριο στο κέρδος του κεφαλαίου του και τα κέρδη που το υπερέβαιναν μεταφράζονταν σε κοινωνικές υπηρεσίες προς όφελος των εργαζομένων του εργοστασίου. Ακόμα και αν φαινόταν σαν μια ουτοπία, αυτή ήταν τέτοια που, αν εφαρμοζόταν στην κοινωνική ζωή, όπως έγραψε ο Μόρις Ντομπ, «θα είχε σαρώσει σύντομα τον καπιταλισμό και το ανταγωνιστικό σύστημα». Ο Οουεν δέχθηκε τη σκληρή επίθεση της Εκκλησίας και αποφάσισε να εγκατασταθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου, το 1825, ίδρυσε την κοινότητα «Νέα Αρμονία» και έπειτα συνδικάτα, συνεταιρισμούς, σχολεία, προωθώντας τις ιδέες του. Είχε μέχρι το τέλος την επιθυμία να λύσει το αίνιγμα μιας προόδου που είναι μεν αναγκαία, αλλά αποτελεί πηγή αδικιών, κρίσεων, μόλυνσης του περιβάλλοντος. Ενα αίνιγμα που, διακόσια χρόνια μετά, περιμένει ακόμα τη λύση του.

 

Scroll to top