Pin It

Του Θανάση Αλεξίου*

 

Ισως το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σημερινής κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης είναι η κρίση εκπροσώπησης, δηλαδή η αδυναμία των κατεστημένων πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) να εκπροσωπούν πλέον κοινωνικές τάξεις και στρώματα που μέχρι πρότινος εκπροσωπούσαν. Αυτά έχουν αποσύρει, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών λιτότητας, την εμπιστοσύνη τους από τα πρώτα και δεν τα ακολουθούν στις κυβερνητικές τους επιλογές. Συνέπεια της οικονομικής κρίσης και της μεγάλης ανεργίας είναι η ιδεολογική κρίση, καθώς έχουν καταρρεύσει ή απαξιωθεί οι κυρίαρχοι μηχανισμοί κοινωνικής ενσωμάτωσης και κοινωνικής ανέλιξης («κυβερνητικός» συνδικαλισμός, προνοιακές υποδομές, εκπαιδευτικό σύστημα). Μια πρώτη συνέπεια αυτής της ρήξης εκπροσώπησης είναι ότι ακυρώνεται εν μέρει και η σχέση ανάμεσα στις αστικές μερίδες (τραπεζίτες, εφοπλιστές, βιομήχανοι, κατασκευαστές, ΜΜΕ) με τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα αλλά και το κράτος, σχέση που πρέπει εκ νέου να προσδιοριστεί ή να υποκατασταθεί. Αυτό μπορεί ενδεχομένως να συμβεί και με «αδιαμεσολάβητες» (πληβειοκρατικές) μορφές κινητοποίησης και εκπροσώπησης. Αυτές ενυπάρχουν συχνά στις κορπορατικές-«συνδικαλιστικές» μορφές εκπροσώπησης, τις οποίες ιδεολογικά (μαζί με την «αποθέωση της βίας») πάντα υποστήριζαν τα φασιστικά κόμματα αλλά και οι αναρχοσυνδικαλιστές του Ζορζ Σορέλ που ενέπνευσαν τον Μουσολίνι. Κατά κάποιον τρόπο προϊόν αυτού του επαναπροσδιορισμού είναι η ένταση και η κλιμάκωση της δράσης της Χρυσής Αυγής για τον έλεγχο της ναυπηγοεπισκευαστικής ζώνης που στρέφεται πρωτίστως κατά του συνδικαλισμένου τμήματος της εργατικής τάξης και αντικειμενικά ωφελεί τους εργολάβους, μεταπράτες και τμήμα των εφοπλιστών. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ερμηνευτούν και τα «ανοίγματα» μέρους των κυρίαρχων ΜΜΕ προς τη Χρυσή Αυγή.

 

Από την άλλη, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως εκπροσωπεί τα μεσαία στρώματα (εκπαιδευτικοί, στελέχη της δημόσιας διοίκησης, ελεύθεροι επαγγελματίες, μισθωτοί) της ελληνικής κοινωνίας, αδυνατεί ωστόσο, παρά τις εκλογικές του επιτυχίες, να διεισδύσει στα εργατικά και λαϊκά στρώματα και να αποκτήσει συμπαγή κοινωνική βάση, πράγμα που αποτελεί, εκτός των άλλων, και την αναγκαία προϋπόθεση, ώστε η οποιαδήποτε «σκληρή» διαπραγμάτευση με τους δανειστές της χώρας να μην οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο. Συνεπώς η κρίση εκπροσώπησης σε συνάρτηση με την προϊούσα αποσάθρωση των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων της μεταπολίτευσης αφήνουν χωρίς εκπροσώπηση μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (μικροαστικά και πληβειακά στρώματα, άνεργοι, «εργατοϋπάλληλοι»), πράγμα που καθιστά οποιονδήποτε απευθύνεται στο θυμικό αυτών των τμημάτων, όπως η Χρυσή Αυγή, αυθεντικό εκπρόσωπό τους. Από εδώ και ο «αντισυστημικός», «αντιπλουτοκρατικός» χαρακτήρας της Χρυσής Αυγής, η οποία ανάγοντας τον κινηματικό ακτιβισμό σε διαρκή στιγμή της πολιτικής της δράσης και τη βία σε πολιτική πρακτική δύναται να κινητοποιεί πρωτίστως μέσω «παραστρατιωτικών» πυρήνων, μέρος αυτών των στρωμάτων αλλά και του λούμπεν προλεταριάτου. Για την Ιστορία, στον Μεσοπόλεμο μόλις τα φασιστικά κόμματα κατέλαβαν την εξουσία έσπευσαν να απαλλαγούν, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη «νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» στη Γερμανία, από τις ταξικές τους αναφορές (εξόντωση της πληβειακής-εργατικής πτέρυγας του NSDAP).

 

Αυτές οι μορφές δράσης «νομιμοποιήθηκαν» ώς έναν βαθμό τα προηγούμενα χρόνια από «αυθόρμητες» και «κινηματικές» δράσεις («κίνημα των αγανακτισμένων», «κίνημα των πλατειών»). Αυτές οι κινηματικές δράσεις εναντιώνονταν τόσο στην αρχή της αντιπροσώπευσης του κοινοβουλευτισμού όσο και στην πολιτική δράση γενικά, επειδή κατανοούν την εξουσία ουσιοκρατικά (όχι ως μέσον αλλά ως αυτοσκοπό) και προφανώς ανεξάρτητη από οικονομικά συμφέροντα. Με σαφήνεια αυτή η θέση αποτυπώνεται στο δόγμα των εθνικοσοσιαλιστών για «την αποκατάσταση της πρωταρχικότητας της πολιτικής» έναντι της οικονομίας (Τ. Μέιζον). Στη συλλογιστική αυτή η εναντίωση στις «διεφθαρμένες ελιτ» («κλεπτοκράτες», «πουλημένοι», «προσκυνημένοι») προετοιμάζει το έδαφος για την αντικατάστασή τους, σύμφωνα με την αντιδημοκρατική «θεωρία των ελίτ» (Παρέτο, Μόσκα, Μίχελς) από την αριστοκρατία του έθνους και της φυλής, ώστε να αποκατασταθεί η φυσική ιεραρχία. Στη θεωρία αυτή ο λαός και κατ’ επέκταση τα λαϊκά και εργατικά στρώματα υποβιβάζονται σε άβουλη και παθητική μάζα (Λεμπόν). Η νέα κοινωνική διαστρωμάτωση της «Λαϊκής Κοινότητας» δεν θα αποτυπώνει πλέον την ταξική πραγματικότητα της αστικής κοινωνίας με τις κοινωνικές και οικονομικές αντιθέσεις αλλά τη φυσική ιεραρχία που βασίζεται στη φυλή και στη δύναμη (κοινωνικός δαρβινισμός).

 

Επομένως η σχέση οικονομικής κρίσης, κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης και Χρυσής Αυγής είναι περισσότερο σύνθετη και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ποινικά, πόσο μάλλον όταν μεγάλο μέρος των μελών των διωκτικών αρχών εμφανίζεται να υποστηρίζει πολιτικά τη Χρυσή Αυγή (βλ. Μαυρής, «Εφ.Συν.» 1/7/2013). Ενδεχομένως μάλιστα αυτή η επιλογή να περιπλέξει περισσότερο τα πράγματα, καθώς με τον χρόνο και εφόσον το φαινόμενο δεν αντιμετωπιστεί κοινωνικά, δηλαδή στις αιτίες του, θα επιφέρει μια μετατόπιση του βάρους από τον αντιπροσωπευτικό-κοινοβουλευτικό πόλο εξουσίας προς τον τυπικό πόλο εξουσίας (αστυνομία, δικαστήρια), πράγμα που θα οξύνει την πολιτική κρίση -έστω και αν η υφή και η μορφολογία της ταξικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα σήμερα δύσκολα μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη του Μεσοπολέμου στη Γερμανία ή την Ιταλία (οξεία σύγκρουση του οργανωμένου εργατικού κινήματος με το μονοπωλιακό κεφάλαιο, «αντίθεση» του δευτέρου με τους μεγάλους γαιοκτήμονες)-, καθιστώντας τις «ειδικές» λύσεις του πολιτικού προβλήματος, που θα προσομοιάζουν στο «κράτος έκτακτης ανάγκης», στην «κοινοβουλευτική δικτατορία» ένα από τα ενδεχόμενα. Αλλά, ακόμη και εάν αυτή η εξέλιξη παραμένει μόνο ένα μακρινό ενδεχόμενο, η ασφυκτική πίεση-απειλή (οργανωτική, πολιτική, ιδεολογική) που δέχεται το εργατικό κίνημα, αλλά και ολόκληρη η κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια (δημόσιος χώρος, σχολεία, γειτονιές, δρόμοι) από την ύπαρξη και τη δράση της Χρυσής Αυγής ισοδυναμεί με ανοιχτή τρομοκρατία και με αυτή την έννοια έχει βάση η θέση που βλέπει τη Χρυσή Αυγή ως «το μακρύ χέρι του συστήματος». Και αυτό γιατί οι πολιτικές της μαζικής ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας, δηλαδή η αργία και η υποτίμηση της εργασίας και η αύξηση της απλήρωτης, ενάντια στις οποίες το εργατικό κίνημα αγωνίζεται, ωφελεί άμεσα συγκεκριμένες μερίδες της αστικής τάξης, οι οποίες βλέποντας την κοινωνία «σε κομμάτια» κάθε άλλο παρά ενδιαφέρονται, όπως συνέβαινε σε συνθήκες κράτους πρόνοιας, για την αναπαραγωγή της κοινωνίας ως ολότητας.

 

………………………………………………………………………………..

 

* Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου

 

Scroll to top