29/09/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η τραγωδία της νήσου Ντούτσα

      Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

…Πληθαίνουν οι ενδιαφερόμενοι να αγοράσουν τις ελληνικές νήσους ή και βραχονησίδες ή κι ό,τι άλλο έχει γύρω γύρω θάλασσα. Ευτυχώς, γιατί μόνο έτσι η Ελλάς θα βελτιώσει το ηθικό της που βάλτωσε, παρά τις καλές προσπάθειες τόσων πεφωτισμένων. Οι Ρώσοι βρίσκονται στην κορυφή αυτών που μας ελεούν, παίζει σαφώς ρόλο και η Ορθοδοξία και ότι κάποτε είχαμε βασίλισσα την Ολγα τη Ρομανώφ κι άλλα πολλά που ανάγονται στα αλήστου μνήμης σοβιετικά χρονικά. Τέλος πάντων. Το ΤΩΡΑ έχει σημασία και οι λατρεμένοι ρωσομεγιστάνες είναι πανέτοιμοι να καταθέσουν χρήμα και ανυπέρβλητη φυσικά αισθητική στας νήσους μας για να τις αναδείξουν. Λαμπρό παράδειγμα ο μεγιστάνας που αγόρασε τον Σκορπιό του μακαρίτη και εκτός που τον ξαναζωντάνεψε, πρόσθεσε και μια ντουζίνα Καρυάτιδες για να αποδείξει την αρχαιολατρία του κι ότι σέβεται τη φινέτσα του κ. Πούτιν.

 

Η Ντούτσα Καπαλίεβα, κόρη Μπόριδος Καπαλίεφ, έγινε αιτία να αγοραστεί (ποιητική αδεία) βραχόνησος για να παραδειγματιστούν και άλλοι μεγαλοσχήμονες, αλλά πρωτίστως για να βοηθηθεί ο πάσχων ελληνικός λαός…

 

Τα δραματικά γεγονότα περιγράφει η ποιήτρια κυρία Σιλάνα Σαλιάγκου, με αφορμή την Εβδομάδα Ποίησης που διανύουμε… επιτυχώς:

 

Η Ντούτσα Καπαλίεβα / τριζάπλουτη εκ Ρωσίας / κόρη γονέως που πούλαγε / χαλκό άνευ σημασίας / διαμάντια, αέρια και λοιπά, / πανάκριβα στον κόσμο, / θυμήθηκε τους Ελληνας, / τη ρίγανη, τον δυόσμο / ΚΑΙ ΕΙΠΕ «Μπαμπά ας στρέψουμε / τους οφθαλμούς στο Αιγαίον / και ας αγοράσουμε νησί / πευκόφυτον και ωραίον. / Ας κάνουμε παράδεισον / κάποια βραχονησίδα / στη χώρα αυτή που ευδοκιμεί / ακόμη και η… κασίδα!»

 

Κι ο Καπαλίεφ ο πατήρ / συγκινηθείς βαθύτατα / πάει κι αγοράζει ένα νησί / με κάτι ολίγα χρήματα. / Καθ' ότι η Ελλάς φιλότιμη / κι άρτι μπατιρημένη / τουρίστας και αγοραστάς / με πάθος περιμένει, / για να ανακάμψει ως λαός / και ως χώρα κι ως Ευρώπη / λέγουσα πως την κατοικούν / κανονικοί ανθρώποι / κι όχι μόνο υποζύγια / φριχτά φορολογούμενα / που τρώνε κρέας την Πασχαλιά / και λίγο τα Χριστούγεννα.

 

Η ΝΗΣΟΣ ήτο εύφορος / με πεύκα και ελαίας / μα ο Καπαλίεφ της έσπειρε / φοίνικας, μπανανέας / και άλλα τροπικά φυτά, καουτσούκ, ζαχαροκάλαμο / γιατί ως νεόπλουτος ΣΑΦΩΣ / καβάλησε τον κάλαμο. / Η ΚΟΡΗ είπε «λέοντας και τίγρεις να εισάγουμε / και παραδείσια πουλιά / με κότας να συνδράμουμε». / Κι έτσι η νήσος η άγνωστος / ονομασθείσα ΝΤΟΥΤΣΑ / εξάπλωσεν την φήμην της / ΠΑΝΤΟΥ. Μέχρι τη Λούτσα / ΚΙ ΑΦΟΥ ως… ομοιοκατάληκτος / ήταν ευρείας χρήσεως / οι πάντες Ντούτσα θέλανε / μέχρι παρεξηγήσεως.

 

ΣΕ ΛΙΓΟ ανακοινώθηκε / πως όσοι επιθυμούνε / μπορούν λαβόντες χρήματα / να παν να φαγωθούνε / από τα λιοντάρια που ΕΛΛΗΝΑΣ / βεβαίως θα προτιμήσουν / κι ότι αντί του γεύματος / τα σπίτια θα πλουτίσουν / και αι οικογένειαι αυτών / θα ευτυχούν για πάντα / τα χρέη τους θα πληρωθούν / θα βάλουν και στην μπάντα. / Στους πρώτους που φαγώθηκαν / θύματα ανεργίας / και χρήματα προσφέρθηκαν / και γλίτωσαν κηδείας.

 

Το έμαθε κι ο Περικλής / με τρία παιδιά ορεξάτα / που τρώγαν τον περίδρομο / του 'φαγαν και τα νιάτα. / Ζούσε και στο ενοίκιο / στην τράπεζα είχε δάνειο / και είπε «ΘΑ ΠΑΩ ΝΑ ΦΑΓΩΘΩ / κι ας έχω τέλος σπάνιο / αφού οι λέοντες στην Ελλάς / σπανίζουν ως θηρία / και μόνο ως ζώδιο υπάρχουνε / μες στην αστρολογία. / Εχετε γεια, ψηλά βουνά, / σύζυγε, συγγενείς / σπεύδω εις Ντούτσαν ως τροφή / έναντι αμοιβής»…

 

ΚΑΙ ΟΝΤΩΣ έδωσαν λεφτά / οι Ρώσοι μεγιστάνες / κι ο Περικλής ξυρίστηκε / λούστηκε και με παιάνες / ταξίδευσε για το νησί / της τροπικής βλαστήσεως / αναπολών τη νεότητα / και της παλαιάς του στύσεως. / ΟΜΩΣ ΟΙ ΛΕΟΝΤΕΣ που έτρωγαν / κυρίως αφράτο κρέας / σαν είδανε τον Περικλή / γυμνό μετά σκελέας / να 'ναι πετσί και κόκαλο / λόγω αδυναμίας / αρνήθηκαν να τον γευτούν / πάθαν ανορεξίας. / Παρ' όλο που ο Περικλής / τους φώναξε «ΕΛΑΤΕ / ΕΧΩ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΚΟΚΑΛΑ / ΜΗ ΜΕ ΥΠΟΤΙΜΑΤΕ…».

 

Οι λέοντες μουγκρίζοντες / κονσέρβες προτιμήσανε / κι οι Ρώσοι τον επέστρεψαν / εν οίκω και τον βρίσανε. / Κι όσο γι' αυτά που πλήρωσαν / με τόκους τα ζητήσανε / κι έτσι ξανά τον Περικλή / εντός του χρέους χτίσανε, / να ΚΑΤΑΡΙΕΤΑΙ τη στιγμή / που απ' την αδυναμία / τον απορρίψαν ώς κι αυτά / τα ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ…».

 

…Γαμώ την ατυχία του…

 

Scroll to top