- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Για να κάνεις θαύμα πρέπει να πιστεύεις στα θαύματα»

28/09/13 ART,ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ,ΘΕΜΑΤΑ

Αλκη Ζέη
«Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο»
Μεταίχμιο, 2013, σελ. 386

 

Της Μαρίας Στασινοπούλου

 

Μία αειθαλής Κυρία των γραμμάτων, με αξιοθαύμαστη μνήμη, αφηγείται την πρώτη εικοσαετία από την πλούσια σε εμπειρίες ζωή της, με την αμεσότητα του βιωμένου και, όπου χρειάζεται, με την ικανότητα αποστασιοποίησης του ασκημένου τεχνίτη∙ με την ίδια όμως πάντα νεανική και σκανταλιάρικη διάθεση που τη χαρακτηρίζει. Εμβόλιμα, με ευδιάκριτη πλαγιογράμματη γραφή, ενσωματώνει στην αφήγηση σκέψεις, σχόλια, πληροφορίες και εκ των υστέρων εκτιμήσεις. Σε ένα τέτοιο εμβόλιμο διαβάζουμε γι’ αυτήν τη συνύπαρξη πρωτερόχρονου και υστερόχρονου: «Τώρα, το πώς βρέθηκα στην Τασκένδη; Το λέω στην «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Και για να ησυχάσουν οι πάντες, ο Αχιλλέας δεν ήτανε ποτέ ο άντρας μου ούτε ο αρραβωνιαστικός μου. Το μυθιστόρημα το θέλησε έτσι. Τώρα όμως δεν γράφω μυθιστόρημα. Γράφω για τη ζωή μου όσα θυμάμαι, γιατί δεν έχουν περάσει μόνο δεκατέσσερα χρόνια, μα πολλά, πάρα πολλά».Με την απογειωτική γοητεία του παραμυθιού και τη φρεσκάδα του προφορικού λόγου, η Αλκη Ζέη διηγείται πράγματα αληθινά, για τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και τα υπόλοιπα στην Αθήνα∙ για τα πρώτα πεζά της, το κουκλοθέατρο της Περράκη και τον Κλούβιο∙ για τη «Νεανική Φωνή» και τον Κωστή Σκαλιόρα∙ για τους φίλους και τους συνοδοιπόρους∙ για την Κατοχή και την Αντίσταση∙ για την Απελευθέρωση και τον επάρατο Εμφύλιο. Ενδιαφέρουσες φωτογραφίες εμπλουτίζουν την έκδοση.

 

Είτε γράφει η ενδεκάχρονη Αλκη, Κούλι τη φωνάζουν οι δικοί της, με μαλακό μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, γράμματα για να τα στείλει στον αγαπημένο της Πυθαγόρα στη Σάμο η αναλφάβητη οικιακή τους βοηθός Θοδώρα (την εκδούλευση ζήλωσαν και καρπώθηκαν όλες οι υπηρέτριες της πολυκατοικίας, πρώτες θαυμάστριες του συγγραφικού της ταλέντου)∙ είτε συγγράφει η δόκιμη και πολλάκις βραβευμένη Αλκη Ζέη σε σύγχρονο κομπιούτερ (στη χρήση του οποίου επιδόθηκε από πολύ νωρίς), το αποτέλεσμα είναι το ίδιο απλό, μεστό, φυσικό, χωρίς κουραστικές ωραιοποιήσεις και περιττά στολίδια. Σε λίγες γραμμές μέσα διατρέχει τη δική της ζωή και την ιστορία της Ελλάδας, τη μία μέσα στην άλλη, τη μία δίπλα στην άλλη∙ η Ιστορία παράλληλα με τις ατομικές μικροϊστορίες. Συνοδοιπόρος ισόβιος η αδελφή της Λενούλα, στην οποία είναι αφιερωμένο και το βιβλίο. Τα πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος, ο παππούς, οι γονείς, ο θείος Πλάτων και η Διδώ Σωτηρίου, οι πανέμορφες αδελφές της μαμάς Ελλης. Διαρκείς, σύντομες και περιεκτικές αναφορές στη φιλία και τη σχέση της με τη Ζωρζ Σαρρή, από τα παιδικά τους χρόνια και μέχρι τον θάνατο εκείνης: «Η Ζωρζ πάει πια, δεν θα με περιμένει στη στάση του λεωφορείου». Σελίδες για τη Μελίνα, τον Κουν, την Αλέκα Παΐζη, την Ελένη Βακαλό, τον Μάνο Ζαχαρία∙ για τη γνωριμία, τον έρωτα και την κοινή ζωή τους με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου: «Στον Σεβαστίκογλου βλέπω και θαυμάζω κάθε στιγμή, όχι μόνο όσα έχει κάνει αλλά και όσα θα μπορούσε να κάνει. Η απάντηση γιατί δεν τα έκανε βρίσκεται στην Ιστορία της Ελλάδας», θυμάται τα λόγια του Αντουάν Βιτέζ∙ για τον Γκάτσο και τον Νίκο Καρύδη (νεανικούς έρωτες της Λενούλας)∙ για τον Ελύτη, τον Μάριο Πλωρίτη και τον Χατζιδάκι∙ για τον Μέντη Μποσταντζόγλου και τον Δημήτρη Δεσποτίδη∙ και ποιος δεν αναφέρεται από όλους τους σπουδαίους Ελληνες του εικοστού αιώνα. Αφήγηση υποταγμένη στα παιχνίδια της μνήμης, άλλοτε υπερβολή και άλλοτε έλλειψη, αλλού λεπτομέρειες εντυπωσιακές και αλλού κενά δυσεξήγητα ακόμη και για την ίδια τη συγγραφέα.Εγχειρίδιο κοινωνικής συμπεριφοράς και υγιών φιλικών και οικογενειακών σχέσεων θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε∙ βιβλίο για τη λογοτεχνική και εκδοτική ζωή των χρόνων της. Κανονικό προσκλητήριο λογοτεχνών που συχνάζουν στον νεοϊδρυμένο Ικαρο, από το 1943 και μετά. Και από την άλλη ο πόλεμος του ’40 και η Κατοχή, η πείνα και ο Εμφύλιος. Σκληρές σκηνές του περνούν καρέ καρέ από το μυαλό και από το μολύβι φάμπερ νούμερο δύο της Αλκης. Ευτυχισμένες ώρες της Απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, με υποδειγματική απλότητα και ακρίβεια: «12 Οκτωβρίου 1944, να μην την ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου αυτή τη μέρα».

 

Κύρια διακριτικά του βιβλίου η οικονομία και η ισορροπία στην κατανομή του υλικού. Επαναλαμβανόμενες φράσεις (γνωστή τακτική της Ζέη) κρατούν τη συνοχή. Αποφθέγματα που βγαίνουν ως απλές απολήξεις σκέψεων: «Στη ζωή μου έχει παίξει μεγάλο ρόλο η πρώτη στιγμή που γνωρίζω έναν άνθρωπο. Μόλις γνώρισα τον Γιώργο, ένιωσα εμπιστοσύνη. Η πρώτη επαφή μου με τον Κουν με γέμισε δέος». Με τρεις πινελιές, με δύο χαρακτηριστικά επίθετα, με μία παρομοίωση, έτοιμες οι προσωπογραφίες. Εκείνο όμως που κάνει το βιβλίο ευχάριστο και διασκεδαστικό, παρά τις στενόχωρες ιστορικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν τα χρόνια 1925-1945 (τόσο το χρονικό άνυσμα του βιβλίου), είναι το ιδιότυπο διαρκές και ευρηματικό χιούμορ της Αλκης∙ με μία έξυπνη, ανώδυνη ατάκα αποφορτίζει τη θλίψη ή την ένταση.

 

Βιβλίο για παιδιά ή για μεγάλους; Είναι το ερώτημα που συχνά υποβάλλεται σε κάθε καινούργιο βιβλίο της συγγραφέως. Ενα βιβλίο για όλους, θα έλεγα, χωρίς καμία επιφύλαξη∙ γιατί η Αλκη Ζέη γράφει βιβλία άρτια, με δομή και ολοκληρωμένους χαρακτήρες, με σωστά δομημένες ανθρώπινες σχέσεις και δραστικές συναισθηματικές καταστάσεις.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=122839