03/10/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΦΩΤΕΙΝΟΥ, Η ΧΡΟΝΙΚΟΓΡΑΦΟΣ ΜΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΓΕΙΤΟΝΙΑΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΕ

«Οι παλιοί Καισαριανιώτες είμαστε «ιδρυματισμένοι» με τη βούλησή μας»

      Pin It

Γράφει βιβλία σκληρά, οργισμένα. Γεμάτα αναμνήσεις και ιστορίες, συναισθήματα και ελπίδες, όπως το πρόσφατο «Φουά…φουά… κακό λύκο». Κάνει όνειρα και ακουμπάει τις τελευταίες της ελπίδες στον ΣΥΡΙΖΑ. Και βαθιά μέσα της παραμένει το κοριτσάκι που έτρεχε πίσω από το γαϊτανάκι στα δρομάκια με τα χαμόσπιτα

 

Της Εφης Μαρίνου

 

Η Δέσποινα Φωτεινού έχει τον δικό της τρόπο να γράφει. Γραφή βιωματική γι’ αυτό και συχνά σκληρή, βίαιη, τραχιά, οργισμένη, με τα χαρακτηριστικά του προφορικού λόγου. Σε όλα της τα βιβλία επίκεντρο είναι η γειτονιά της, η Καισαριανή της φτώχειας, των αγώνων, των θυσιών για μια καλύτερη κοινωνία. Και θέμα τους, ιστορίες δικές της και άλλων, πρόσφατες και παλιές.

 

Τώρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κοροντζή το νέο της βιβλίο με τίτλο «Φουά…φουά… κακό λύκο». Προηγήθηκαν άλλα πέντε: «Τετράγωνο 32» (Οδυσσέας), «Σήμερα είναι Κυριακή. Χαμογέλα» (Θ. Ντέτσικας), «Το ζεϊμπέκικο της άνοιξης» (Digital Copy Center 2000), «Ενας εφιάλτης. Το πονηρό νύχι» και «Ορυχείο σωμάτων» (Δωρικός).

 

Γράφει σε κομμάτια από χαρτάκια από το πακέτο των τσιγάρων ή πάνω σε χαρτοπετσέτες στο ουζερί «Οσονούπω» στην πλατεία της Καισαριανής. Τα συγκεντρώνει όλα σε μια σακούλα και κάποτε τα ξεδιαλέγει. Σκόρπιες σκέψεις, αναμνήσεις, επιθυμίες, συναισθήματα, μυρωδιές, ελπίδες.

 

«Οταν αδειάσει η σακούλα έχω τελειώσει. Αρχίζω να γράφω. Κάποια πράγματα αφαιρώ και άλλα προσθέτω. Δίνω το χειρόγραφο σε μια κοπέλα που γνωρίζει τα γράμματά μου να το δακτυλογραφήσει και μετά το στέλνω στον εκδότη. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιδέα που πυροδοτεί μια έμπνευση. Το τελευταίο μου βιβλίο ξεκινάει με το ατύχημα του γιου μου το 1993 με μηχανή, που τον άφησε χωρίς πόδια, και φτάνει μέχρι σήμερα».

 

Παιδικά χρόνια, πολιτικοί αγώνες, το αιώνια ζήτημα της Αριστεράς, γάμοι, έρωτες, γονείς, γείτονες, απώλειες, παιδιά. Μα πάνω απ’ όλα η Καισαριανή.

 

«Δεν θα πήγαινα να ζήσω σε άλλο μέρος. Θα μου ήταν αδύνατον. Εγώ αυτά που βλέπεις τώρα, τις πολυκατοικίες, τα μαγαζιά, τα εμπορικά κέντρα, δεν τα «βλέπω». Μπροστά από τα μάτια μου, κάθε μέρα, περνά το τότε.

 

»Οι γείτονες, χαρακτηριστικοί τύποι, γεγονότα. Ετσι ζω. Αυτός ο δρόμος που οδηγεί στο σπίτι που γεννήθηκα, ήταν γεμάτος χαμόσπιτα. Τώρα έχουν μείνει πέντε-έξι. Ανάμεσά τους και το δικό μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να το γκρεμίσω. Με σκοτώνει και σαν σκέψη. Λέω στα παιδιά μου, μετά τον θάνατό μου κάντε ό,τι θέλετε. Οι παλιοί φίλοι πέθαναν ή έχουν φύγει από εδώ. Κάποιους όμως από τα χρόνια του ΚΚΕ Εσωτερικού και των Λαμπράκηδων τους βλέπω καμιά φορά. Κι έχουμε να πούμε πολλά. Δεν εννοώ πολιτικά, αλλά ως άνθρωποι που ύστερα από τόσα χρόνια και κοινές εμπειρίες έχουν αποκτήσει κώδικα επικοινωνίας, ακόμα και με μια γκριμάτσα ή τη σιωπή».

 

Η αγάπη για την Καισαριανή «καταντά σχεδόν μονομανία», λέει. «Πού αλλού να πάω όταν εδώ έζησα από 12 χρονώ παιδί, τότε που οργανώθηκα στη νεολαία της ΕΔΑ; Μικρή πήγαινα, θυμάμαι, στην Αίγινα διακοπές και προσπαθούσα να βρω ένα σημείο για κολύμπι, όπου θα μπορούσα να αντικρίζω τον Υμηττό. Ναι, νιώθουμε λίγο σαν φυλακισμένοι με τη βούλησή μας. Ενα είδος «ιδρυματισμού». Κάποιοι αγχώνονται όταν απομακρύνονται έστω και λίγο. Μερικές φορές τσατίζομαι και βρίζω την Καισαριανή. Οταν, ας πούμε, αργεί το λεωφορείο. Αλλά μην ακούσω άλλον να την επικρίνει. Μπορεί και να μαλώσω. Νιώθω σαν να μου βρίζουν την οικογένεια, τους τάφους των προγόνων μου».

 

Σήμερα γράφει, διαβάζει πολύ, μαγειρεύει για όλους και μοιράζει ταπεράκια κατ’ οίκον στα παιδιά της και ελπίζει στην αλλαγή που θα φέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν εθελοτυφλώ», λέει. «Η παλιά εποχή πέρασε παίρνοντας μαζί της εκείνη την ηρωική Καισαριανή των πολιτικών ζυμώσεων, των αγώνων και των ηρώων. Ανήκω στον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να είμαι κομματικό μέλος. Εκεί ακουμπάω την τελευταία ελπίδα μου. Γνωρίζω καλά πόσο διαφθείρει η εξουσία, η όποια εξουσία. Δεν είναι εύκολο ν’ αλλάξει ένα σύστημα εδραιωμένο μ’ αυτόν τον τρόπο επί τόσες δεκαετίες. Κι εμείς οι ίδιοι που κρίνουμε και ψηφίζουμε, μήπως δεν είμαστε διεφθαρμένοι λίγο έως πολύ; Αλλά άσε με να ζήσω το όνειρο. Πριν πεθάνω ας έχω -έστω την ψευδαίσθηση αν θέλεις- ότι κάτι καταφέραμε, κάτι πετύχαμε. Οι αριστεροί μια ζωή τρώγαμε σφαλιάρες. Είναι ζήτημα πολιτικής όσο και προσωπικής στάσης ζωής. Μετράει ακόμα η εντιμότητα που φέρουν οι άνθρωποι. Αυτοί που νοιάζονται περισσότερο για την κοινωνία, παρά για την καλοπέρασή τους».

 

Επιλέγει με πείσμα να ονειρεύεται. «Μη μου στερήσεις το όνειρο. Χωρίς αυτό δεν υπάρχω. Ονειρεύομαι ότι είμαι ακόμα ερωτευμένη, ότι είμαι νέα. Είδα τα μαλλιά μου σε μια βιτρίνα τις προάλλες και τρόμαξα. Είχα ξεχάσει ότι σταμάτησα να τα βάφω. Δεν θέλω να βλέπω τη φθορά του χρόνου. Δες την πλατεία της Καισαριανής. Δεν έρχονται πια Καισαριανιώτες. Εδώ ήταν λεωφόρος, εκεί η πιάτσα των ταξί, ένα ψαράδικο απέναντι, δίπλα, παλαιότερα, το αστυνομικό τμήμα κι ένα καφενείο στη γωνία, όπου πηγαίναμε η νεολαία και πίναμε μια λεμονάδα. Στη μεταπολίτευση μαζευόμαστε στην πλατεία πενήντα-εξήντα άτομα μέχρι το πρωί. Εμενα απέναντι, πεταγόμουν, κοίμιζα το μωρό μου και επέστρεφα».

 

Ο φασισμός της Χρυσής Αυγής την κάνει να σκέφτεται πέρα από την προφανή καταδίκη. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον φασισμό που κρύβουμε μέσα μας. Ακόμα κι αυτόν της μητέρας που στο όνομα της μητρικής εξουσίας χτυπά τα παιδιά της. Φυσικά προτεραιότητά μας είναι να αντιμετωπίσουμε αυτόν που ζούμε τώρα. Που έχει ονοματεπώνυμο, είναι δολοφόνος και εγκατεστημένος στα βουλευτικά έδρανα».

 

Η μεγαλύτερή της απώλεια είναι τα πόδια που στερήθηκε ο γιος της πριν από χρόνια. «Το παιδί μου συνήθισε, ζει μόνο του, έχει μοντάρει τη ζωή του θαυμάσια. Εγώ είμαι εκείνη που ακόμα βασανίζεται». Και η ωραιότερη εικόνα που της έρχεται στο μυαλό, μια παιδική ανάμνηση. «Το γαϊτανάκι που περνούσε από την Καισαριανή και μας ξετρέλαινε. Ο άνθρωπος μέσα στο πάνινο γαϊδουράκι, πολύχρωμο, με νταούλια. Τότε που δεν με ένοιαζε τι θα φάω, τι θα μαγειρέψω. Αλλοι τα κανόνιζαν αυτά. Εγώ απλώς έτρεχα ξοπίσω από το γαϊτανάκι μαζί με τα άλλα πιτσιρίκια, έφτανα μέχρι τις μακρινές γειτονιές. Τότε που όλα ήταν αλλιώς».

 

[email protected]

 

Scroll to top