Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

…Τριάντα μαθητές ανά τάξη… αντί είκοσι εφτά που είναι το σωστό όριο! Στα δημόσια βέβαια σχολεία, που συχνά το «μηδέν εις το πηλίκον» σχολιάζεται ποικιλοτρόπως κατά πόσο είναι τόσο ΜΗΔΕΝ. Τέλος πάντων, μες στην απόλυτη σύγχυση των ημερών, κάπου διάβαζα για την παραβίαση του ορίου των είκοσι εφτά μαθητών σε κάθε τάξη… για να είναι τάξη. Και αναλογίστηκα μια παλιά, προ μισού και πλέον αιώνα τάξη, όταν μαθητής της πρώτης Γυμνασίου, φορώντας ένα περίεργο πηλήκιο με την εμβληματική κουκουβάγια της σοφίας στο καλοκουρεμένο κεφάλι μου, αποτελούσα μέλος μιας τάξης με εβδομήντα μόνο μαθητές!

 

Στην πρώτη τάξη, στο σχολείο της επαρχίας όπου ζούσα, υπήρχαν κι άλλα τμήματα, όμως εγώ θα πρέπει να βρισκόμουν στο μεγαλύτερο και ζωηρότερο.

 

Θυμάμαι την ελάχιστη χαρά και την απέραντη φρίκη που ένιωσα μπαίνοντας σε κείνη την απαίσια αίθουσα, που έφερε το ακόμη απαισιότερο όνομα «παράρτημα». Τέτοιο καιρό, με περισσότερο φθινοπωρινό στίγμα λόγω βόρειου προσανατολισμού, στριμώχτηκα με τρεις ή και τέσσερις συμμαθητές στο καταξεφλουδισμένο από την πολυχρησία θρανίο. Μερικά παιδιά γνωριζόμασταν απ' το «πρότυπο» δημοτικό που πηγαίναμε και που βρισκόταν στην ίδια μεγάλη πλατεία. Σ' αυτόν τον περιφραγμένο χώρο βρισκόταν η μητροπολιτική εκκλησία, η μητρόπολη με τον δεσπότη, το Δημοτικό, το βασικό κτίριο του Γυμνασίου και το… παράρτημα. Σαν μαθητές του δημοτικού, θαυμάζαμε τις κοπέλες και τους έφηβους μαθητές του γυμνασίου, ΑΛΛΑ δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε το τι συνέβαινε εντός κάποιων αχανών αιθουσών, όπως αυτή που με έριξαν για να μορφωθώ. ΤΟΤΕ αγνοούσα τη λέξη «μόρφωμα» που τόσο συχνά ακούγεται σήμερα, όμως μάλλον είμαι σίγουρος πως η τάξη που περιγράφω είχε όλα τα προσόντα ενός αξιοπερίεργου μορφώματος. Βέβαια, με τη διαρκή επανάληψη της λέξης «μόρφωμα» ήδη οι κασιδιαραίοι και οι ουρανίτσες θα αισθάνονται τέρατα μορφώσεως. Και με το δίκιο τους…

 

Ηταν λοιπόν φθινόπωρο του 1959 που πήρα την άγρια κρυάδα σε κείνο το «παράρτημα». Η εφηβεία δεν μου είχε ακόμη χτυπήσει το τζάμι (συνήθως το τζάμι της τουαλέτας χτυπά πρώτα) αλλά καταλάβαινα πολύ καλά τα ορμονικά επιθετικά δράματα που παίζονταν (το ρήμα στην κυριολεξία του) στα πίσω θρανία της αίθουσας-χάος. Γιατί; Γιατί εκεί ζούσε το γκρουπ των στάσιμων μαθητών, δηλαδή όσων έχαναν χρονιές και τους είχε πετύχει όχι μόνο η εφηβεία αλλά προφανώς και το γήρας. Μαντράχαλοι με όλο τους το μεγαλείο, αξύριστοι, καπνίζοντες, γκομενίζοντες με οτιδήποτε θηλυκό, ακόμη και με κάμπια, και, το βασικότερο, άκρως μελετηροί σε παραλλαγές της Παλαιάς Διαθήκης, του στιλ «Αυναάν εγέννησε αυναάν» κ.λπ. Ολα αυτά τα ωραία εντός της αίθουσας, με καθηγητές να ωρύονται, να χειροδικούν, με καθηγήτριες να ουρλιάζουν πως ΚΑΝΕΝΑΣ δεν θα πάρει βαθμό πάνω από τη βάση και δύσμοιρους γυμναστές καθηγητές να αγωνίζονται να μας πείσουν πόσο χρήσιμη, εφόσον γίνεται σωστά, είναι η… σουηδική γυμναστική!

 

Αθλιες μέρες, χωρίς την παραμικρή ελπίδα διαφυγής, με απαγορεύσεις φριχτές, όπως η παρακολούθηση ταινιών, το ωράριο κυκλοφορίας μας περιορισμένο και επιβεβλημένοι χαιρετισμοί προς τους διδάσκοντες, με το πηλήκιο να ανεβοκατεβαίνει, κι άλλες αηδίες που τότε τις εκλάμβανα σαν αναπόφευκτη δυστυχία. Εβδομήντα στην τάξη αυτή… είκοσι εφτά ή τριάντα σ' έναν αχταρμά γνώσης και προσπάθειας να κατανοήσουμε τη μορφωτική συμπαιγνία εις βάρος μας. Είχα ακουστά πως στην Αθήνα (πάντα ήμουν μανιακός αθηνολάτρης λόγω των θεάτρων κυρίως) βρισκόταν σχολεία και κολέγια που οι μαθητές παρακολουθούσαν θεατρικές παραστάσεις. Εκαναν αθλήματα σε ειδικές αίθουσες, μάθαιναν γλώσσες για να γίνουν διπλωμάτες (κατά βάθος νόμιζα ότι οι διπλωμάτες έχουν διπλά μάτια, δηλαδή τέσσερα αντί για δύο) κι άλλα πολλά και θαυμαστά. Οσο για την περιβόητη σχολική ελευθερία, στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα ετών και τριών μηνών μάλλον δεν μπορούσα να τη φανταστώ κάτι περισσότερο από το να βλέπω ασπρόμαυρες γκανγκστερικές ταινίες. Τι απέγιναν οι εβδομήντα μαθητές εκείνου του φθινοπώρου που υποτίθεται ότι αποτελούσαμε «τάξη»; Κάποιοι ίσως επέζησαν, κάποιοι ίσως συνέχισαν την παρερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης, επιτυχώς, κάποιοι άλλοι αφέθηκαν να χαθούν κρατώντας το μόνιμο στην τάξη άρωμα βρεγμένου σκύλου συν όλα τα άλλα για να έχουν ένα μέτρο οσφρητικής σύγκρισης στην παρά πέρα ζωή τους…

 

Κι όσο για τη χειροδικία των διδασκόντων (με τα εντελώς σπασμένα νεύρα και το παράπονο ότι τους άξιζε καλύτερη σαφώς μοίρα) ήρθε κι έδεσε χαρμόσυνα, αφού προτού μπει ο χειμώνας του 1959 προβλήθηκε (για μας απαγορευμένη πάντα) η ταινία «Το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο». Πρώτα αποστηθίσαμε απνευστί τα άσματα «Εχω ένα μυστικό» και «Νιάου νιάου βρε γατούλα» και όταν ήρθε το καλοκαίρι του 1960, σε θριαμβευτική επανάληψη, τρέξαμε να δούμε πόσο ευτυχισμένα, κακομαθημένα, πλούσια και χαριτωμένα κορίτσια φοιτούσαν στα αθηναϊκά κολέγια της φαντασίας μας… Τότε, λοιπόν, νιώσαμε πολλοί από μας μακρινοί συμμαθητές, όχι τόσο της Αλίκης, που έπαιζε τη Λίζα Παπασταύρου του Θεμιστοκλέους (βεβαίως, βεβαίως) όσο της αλησμόνητης Γιαδικιάρογλου. Καλή της ώρα. Προνομιούχος κι αυτή σε τάξη τριάντα το πολύ μαθητριών και μαθητών…

 

Scroll to top