- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Το Νόμπελ στο μποζόνιο του… Θεού

13/10/13 ΕΠΙΣΤΗΜΗ,ΣΕΛΙΔΕΣ

φρανσουα ανγκλερ πιτερ χιγκς [1]Σε μια εποχή όπου απαξιώνονται σχεδόν τα πάντα, τα βραβεία Νόμπελ εξακολουθούν να θεωρούνται παγκοσμίως η μέγιστη αναγνώριση της επιστημονικής αυθεντίας και ένας αρκετά ασφαλής δείκτης για τις πιο σημαντικές ανακαλύψεις στον χώρο των επιστημών. Οπως κάθε χρόνο, αυτήν την εβδομάδα ανακοινώθηκαν τα ονόματα των επιστημόνων που κέρδισαν τα βραβεία Νόμπελ για τη Φυσιολογία-Ιατρική τη Δεύτερα, για τη Φυσική την Τρίτη, και για τη Χημεία την Τετάρτη.
Μήνες πριν από την οριστική και επίσημη ανακοίνωση της απονομής των βραβείων οι προβλέψεις και τα στοιχήματα δίνουν και παίρνουν για το ποιοι τελικά θα νικήσουν σε αυτόν τον ιδιότυπο ετήσιο επιστημονικό «πόλεμο» ανάμεσα στις πιο σημαντικές, καινοφανείς και επαρκώς επιβεβαιωμένες έρευνες.

 

Στο σημερινό άρθρο θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τους λόγους που οδήγησαν τη Σουηδική Ακαδημία να απονείμει το φετινό εκατοστό ενενηκοστό δεύτερο Νόμπελ Φυσικής στους Πίτερ Χιγκς και Φρανσουά Ανγκλέρ για την πολυετή θεωρητική έρευνά τους γύρω από το αινιγματικό υποατομικό σωματίδιο που «χαρίζει» μάζα σε όλα τα άλλα σωματίδια της ύλης. Οσο για τα Νόμπελ στην Ιατρική και τη Χημεία, γι’ αυτά θα μιλήσουμε εκτενώς στο επόμενο άρθρο μας.

 

Γιατί χρειάστηκε μισός αιώνας για να επιβεβαιωθούν οι ρηξικέλευθες ιδέες του Πίτερ Χιγκς;

 

Η πολυαναμενόμενη επιβράβευση των Π. Χιγκς και Φ. Ανγκλέρ για το ιδιοφυές και πρωτοποριακό τους έργο στη θεωρητική φυσική δεν εξαλείφει το δυσεπίλυτο ερώτημα: Πόσο δίκαιη μπορεί να θεωρείται σήμερα η προσωποπαγής απονομή του βραβείου Νόμπελ; Δεδομένου ότι στην πραγματοποίηση των περισσότερων ερευνών στη φυσική συμβάλλουν ταυτόχρονα και συνεργάζονται πολυάριθμες ερευνητικές ομάδες από διάφορα μέρη του κόσμου

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Το φετινό Νόμπελ Φυσικής το μοιράστηκαν δύο επιφανείς θεωρητικοί φυσικοί, ο Βρετανός Πίτερ Χιγκς και ο Βέλγος Φρανσουά Ανγκλέρ, «για τη θεωρητική ανακάλυψη του μηχανισμού που συμβάλλει στην κατανόηση της προέλευσης της μάζας των υποατομικών σωματιδίων, η οποία, μέσω της ανακάλυψης του θεμελιώδους σωματιδίου, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από τα πειράματα “ATLAS” και “CMS” στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων (LHC)», όπως αναφέρει η επίσημη ανακοίνωση στη Στοκχόλμη.

 

Αυτή η σαφής, αλλά υπερβολικά σύντομη αναφορά στο έργο των χιλιάδων ερευνητών, οι οποίοι επί πολλά χρόνια εργάστηκαν για την πραγματοποίηση των πειραμάτων «ATLAS» και «CMS», θα πρέπει να υπήρξε η κυριότερη αφορμή για τις σοβαρές διαφωνίες που διατυπώθηκαν από κάποια μέλη της αρμόδιας επιτροπής για την απονομή του φετινού βραβείου. Και η επιλογή της να βραβεύσει τελικά μόνο τους δύο θεωρητικούς φυσικούς, υποβαθμίζοντας έτσι στην πράξη το εργαστηριακό κομμάτι της επιστημονικής έρευνας, θεωρείται από πολλούς καταφανώς άδικη.

 

Οπως διέρρευσε τις αμέσως επόμενες μέρες, σε αυτήν τη διαφωνία θα πρέπει να οφείλεται και η πρωτοφανής καθυστέρηση, έστω και κατά μία ώρα, της ανακοίνωσης στη Στοκχόλμη των Νόμπελ Φυσικής για το 2013. Κάτι που δεν είχε συμβεί καμία άλλη χρονιά!

 

Η ζούγκλα των σωματιδίων

 

Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να αποτελεί μια σημαντική απόφαση που επιβραβεύει τις πρωτοποριακές θεωρητικές έρευνες που πραγματοποίησαν ξεχωριστά (ήδη από το 1964!) ο Σκοτσέζος Πίτερ Χιγκς (P. Higgs) και οι Βέλγοι Φρανσουά Ανγκλέρ (François Englert) και Ρόμπερτ Μπράουτ (Robert Brout). Ο τελευταίος δεν έμαθε ποτέ για την πειραματική επιβεβαίωση και την επιβράβευση των πολυετών θεωρητικών του αναζητήσεων γιατί πέθανε το 2011.

 

Οταν, κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, οι φυσικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν τους πρώτους ισχυρούς επιταχυντές, διαπίστωσαν ότι οι πυρήνες όλων των ατόμων προκύπτουν από την ένωση διαφορετικών υποατομικών σωματιδίων (πρωτόνια, νετρόνια), τα οποία με τη σειρά τους συγκροτούνται από ακόμη πιο στοιχειώδη σωματίδια, τα περίφημα «κουάρκ». Ανακάλυψαν μάλιστα έναν τόσο μεγάλο αριθμό από νέα «στοιχειώδη σωματίδια», ώστε άρχισαν να αμφιβάλλουν για το κατά πόσο θα έπρεπε όλα αυτά τα σωματίδια να θεωρούνται πραγματικά «στοιχειώδη».

 

Μόλις συνήλθαν από αυτό το πρώτο σοκ οι θεωρητικοί φυσικοί προσπάθησαν να βάλουν κάποια τάξη σε αυτήν τη ζούγκλα από «στοιχειώδη» υποατομικά σωματίδια. Και ώς ένα βαθμό τα κατάφεραν χάρη στο καθιερωμένο μοντέλο της σωματιδιακής φυσικής.

 

Σύμφωνα με το Καθιερωμένο Πρότυπο ή Μοντέλο, μια πραγματικά μεγαλειώδη θεωρητική σύνθεση των κατακτήσεων της μικροφυσικής του εικοστού αιώνα, όλα τα γνωστά μέχρι σήμερα στοιχειώδη σωματίδια ταξινομούνται σε δύο πολύ γενικές κατηγορίες: τα «φερμιόνια» και τα «μποζόνια». Τα φερμιόνια είναι τα σωματίδια με ημιακέραιο σπιν που θεωρούνται οι φορείς της ύλης και σ’ αυτά εντάσσονται οι δύο μεγάλες οικογένειες των σωματιδίων: τα κουάρκ και τα λεπτόνια. Ενώ τα μποζόνια, που έχουν ακέραιο σπιν, θεωρούνται οι φορείς των μικροφυσικών δυνάμεων και αλληλεπιδράσεων (ηλεκτρομαγνητική, βαρυτική, ασθενής και ισχυρή πυρηνική δύναμη).

 

Ωστόσο, από την πρώτη στιγμή που διατυπώθηκε, κατά τη δεκαετία του 1970, το «Καθιερωμένο Μοντέλο» σκόνταψε σε δύο πολύ σοβαρά προβλήματα:

 

α) δεν περιλαμβάνει τη βαρύτητα και τις πανταχού παρούσες βαρυτικές αλληλεπιδράσεις, και

 

β) δεν καταφέρνει να εξηγήσει γιατί όλα τα υλικά σώματα έχουν μια ορισμένη μάζα.

 

Αναπαράγοντας τη δημιουργία

 

Αυτό ακριβώς το δεύτερο πρόβλημα, δηλαδή το αν υπάρχουν ή όχι κάποια σωματίδια που ευθύνονται για τη μάζα όλων των υλικών σωματιδίων, δοκίμασαν να επιλύσουν οι ερευνητές καταφεύγοντας στις ακραίες φυσικές συνθήκες που δημιουργούν οι νέοι πανίσχυροι επιταχυντές, όπως ο Tevatron στις ΗΠΑ και ο πιο σύγχρονος, πολύ ισχυρότερος, ευρωπαϊκός Αδρονικός επιταχυντής.

 

Ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων (LHC) είναι μια υπόγεια κυκλική σήραγγα στα γαλλοελβετικά σύνορα. Για την κατασκευή της έχουν δαπανηθεί μέχρι σήμερα πάνω από 8 δισ. ευρώ. Γύρω από αυτήν την υπόγεια σήραγγα, που έχει μήκος 27 χιλιομέτρων, έχουν τοποθετηθεί 1.292 τεράστιοι υπεραγώγιμοι μαγνήτες, ικανοί να δημιουργούν ένα ισχυρότατο μαγνητικό πεδίο (δεκάδες χιλιάδες φορές μεγαλύτερο από αυτό της Γης).

 

Δέσμες υποατομικών σωματιδίων διατρέχουν καθημερινά τον πιο μεγάλο επιταχυντή του κόσμου, ενώ οι ερευνητές δημιουργούν συγκρούσεις ανάμεσα σε αντίρροπες δέσμες πρωτονίων. Και αυτό το πετυχαίνουν χάρη στους γιγάντιους μαγνήτες: εξαναγκάζουν τα πρωτόνια να τρέχουν κατά δέσμες, ακολουθώντας μια ορισμένη πορεία, χωρίς να συγκρούονται στα τοιχώματα της σήραγγας.

 

Ετσι, μέσα στον επιταχυντή LHC οι δύο αντίρροπες δέσμες πρωτονίων ταξιδεύουν με ιλιγγιώδεις ταχύτητες (πολύ κοντά σε αυτήν του φωτός!) και συγκρούονται μεταξύ τους σε τέσσερα προκαθορισμένα σημεία του δακτυλίου του επιταχυντή.

 

Σε αυτά τα τέσσερα προκαθορισμένα σημεία έχουν τοποθετηθεί περίπλοκες υπολογιστικές μηχανές, συνδεδεμένες με εξαιρετικά ευαίσθητες ανιχνευτικές συσκευές, ικανές να καταγράφουν λεπτομερώς τα περισσότερα μικροφυσικά συμβάντα που θα λαμβάνουν χώρα έπειτα από κάθε μετωπική σύγκρουση των αντίρροπων δεσμίδων πρωτονίων. Χάρη στους ισχυρούς και υπερευαίσθητους ανιχνευτές, αλλά και στα πρωτοποριακά υπολογιστικά συστήματα που κατασκευάστηκαν επί τούτου, οι φυσικοί κατέστησαν ορατά πολλά αόρατα μέχρι χθες στοιχειώδη σωματίδια, η ύπαρξη των οποίων, ενώ προβλέπεται από τη θεωρία, δεν είχε ποτέ επιβεβαιωθεί (ή διαψευσθεί) πειραματικά.

 

Η υλοποίηση του ονείρου

 

Εξάλλου, αποτελεί κοινό μυστικό ότι εξ αρχής ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους κατασκευάστηκε ο πολυδάπανος Μεγάλος Αδρονικός Επιταχυντής (LHC) ήταν για να επιβεβαιωθεί ή, τουλάχιστον, να διαψευσθεί οριστικά η δυνατότητα ύπαρξης του αινιγματικού σωματιδίου του Χιγκς, το οποίο όπως υποψιάζονταν -επί τριάντα χρόνια!- θα πρέπει να ευθύνεται για τη μάζα των υλικών σωμάτων.

 

Συνεπώς, η εικασία που έπρεπε να διερευνηθεί στις δύο από τις τέσσερις ειδικές ανιχνευτικές μονάδες του LHC (και συγκεκριμένα από τις μονάδες ATLAS και CMS) ήταν αν, στις ακραίες συνθήκες που δημιουργεί ο επιταχυντής, κάποια υποατομικά σωματίδια αποκτούν όντως μάζα χάρη στην ασθενή αλληλεπίδρασή τους με το πεδίο Χιγκς που δημιουργείται από την παρουσία μποζονίων Χιγκς.

 

Εργο κάθε άλλο παρά εύκολο, δεδομένης της εγγενούς αστάθειας και του ελάχιστου χρόνου ζωής του κάθε σωματιδίου Χιγκς που ενδέχεται να εμφανιστεί!

 

Οι πρώτες ασαφείς ενδείξεις για την παρουσία κάποιου σωματιδίου τύπου Χιγκς έκαναν την εμφάνισή τους ήδη στα τέλη του 2011. Χρειάστηκαν όμως άλλοι έξι μήνες σκληρής δουλειάς για να πεισθούν οι ερευνητές του LHC, και κυρίως η διεθνής επιστημονική κοινότητα, ότι πρόκειται όντως για σωματίδια τύπου Χιγκς και όχι για τυχαίες διακυμάνσεις.

 

Θα ήταν αφελές να πιστέψει κάποιος ότι οι ερευνητές στον Μεγάλο Αδρονικό Επιταχυντή (ή οπουδήποτε αλλού) θα μπορούσαν να «δουν» άμεσα κάποιο σωματίδιο Χιγκς. Διότι, όπως είπαμε, τα σωματίδια αυτά είναι απίστευτα ασταθή, πρόσκαιρα και φευγαλέα, και συνεπώς μπορούν να ανιχνευθούν μόνο από τα προϊόντα της διάσπασής τους, π.χ. σε δύο φωτόνια ή, εναλλακτικά, σε τέσσερα λεπτόνια.

 

Αυτό ακριβώς επιβεβαίωσαν πριν από ένα χρόνο οι εντυπωσιακά ακριβείς έρευνες στις ανιχνευτικές μονάδες ATLAS και CMS του Αδρονικού επιταχυντή.

 

Μετά την πανηγυρική ανακοίνωση, στις 4 Ιουλίου 2012, σχεδόν οι πάντες ήταν βέβαιοι ότι το επόμενο Νόμπελ ανήκε δικαιωματικά στο μποζόνιο Χιγκς.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Το πορτρέτο μιας σεμνής επιστημονικής ιδιοφυΐας

 

πιτερ χιγκς [2]Ο Πίτερ Χιγκς είναι αναμφίβολα ο μεγάλος πρωταγωνιστής των φετινών Νόμπελ Φυσικής, αφού πρώτος αυτός διείδε και, κυρίως, ανέλυσε με εντυπωσιακή διαύγεια την αναγκαιότητα ύπαρξης αλλά και τη θεμελιώδη λειτουργία του άπιαστου, μέχρι πέρυσι, ομώνυμου υποατομικού σωματιδίου, που δικαίως αποκαλείται «μποζόνιο Χιγκς», και εντελώς εσφαλμένα «σωματίδιο του Θεού».

 

Ενας ιδιαίτερα προικισμένος και αντισυμβατικός θεωρητικός φυσικός που, ενώ επί δεκαετίες είδε τις ιδέες του να αμφισβητούνται ή ακόμη και να χλευάζονται, αυτός συνέχισε να εργάζεται δημιουργικά στην ευτυχή γαλήνη του γραφείου του στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου στη Σκοτία.

 

Μεταφράζουμε μεγάλο μέρος μιας από τις σπάνιες συνεντεύξεις που έδωσε στην ελβετική εφημερίδα «Le Temps» και στην ιταλική «La Stampa» πριν από μήνες, επειδή φωτίζει επαρκώς τον τρόπο σκέψης και τη γοητευτική προσωπικότητα του μεγάλου επιστήμονα.

 

• Καθηγητά, σήμερα σας θεωρούν το πρότυπο του σύγχρονου φυσικού. Πώς όμως ξεκίνησε το πάθος σας για την επιστήμη;

 

«Πιστεύω ότι από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως κάποτε θα γίνω θεωρητικός φυσικός. Ηδη από το Λύκειο ενδιαφερόμουν πολύ για τη βασική φυσική και τα μαθηματικά. Κατόπιν, κάποια μέρα ανακάλυψα ότι στο σχολείο μου είχε φοιτήσει, 25 χρόνια πριν από εμένα, ο Πολ Ντιράκ, ένας από τους πατέρες της κβαντομηχανικής. Με περιέργεια άρχισα να διαβάζω το έργο του. Και κατέληξα να γραφτώ στο Φυσικό».

 

• Την εποχή που ολοκληρώνατε τις πανεπιστημιακές σας σπουδές, ο Πολ Ντιράκ δίδασκε στο Κέμπριτζ. Σκεφτήκατε να πάτε εκεί για να εργαστείτε μαζί του;

 

«Ασφαλώς. Μόλις πήρα το πτυχίο μου είπα στον επιβλέποντα καθηγητή μου πως επιθυμούσα διακαώς να ασχοληθώ με τη φυσική των σωματιδίων και ότι ο μόνος που ήξερα να ασχολείται με αυτό το πεδίο ήταν ο Ντιράκ. Εκείνος μου απάντησε πως κανείς δεν εργαζόταν με τον Ντιράκ: ήταν μονήρης και δεν δεχόταν μεταπτυχιακούς φοιτητές».

 

• Και μετά τι συνέβη;

 

«Κατόπιν, όταν ο καθηγητής μου αποφάσισε να γίνει κάπως πιο διαφωτιστικός, μου εξήγησε ότι υπήρχε ένας άλλος φυσικός των στοιχειωδών σωματιδίων, ο οποίος δεχόταν πρόθυμα τους φοιτητές που είχε αρνηθεί ο Ντιράκ. Ηταν ο Νίκολας Κέμερ (N. Kemmer)».

 

• Μετά την ειδίκευσή σας εγκατασταθήκατε στο Εδιμβούργο, όπου εργαζόταν και ο Κέμερ. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα εκεί;

 

«Πολύ όμορφη! Ημουν και γραμματέας μιας επιτροπής επιστημόνων που μάχονταν για τον πυρηνικό αφοπλισμό. Εκεί γνώρισα πολλούς ανθρώπους που σκέφτονταν σαν εμένα. Μεταξύ αυτών και τη μελλοντική μου σύζυγο, που ήταν Αμερικανίδα».

 

 • Από επιστημονική άποψη ήσασταν ικανοποιημένος;

 

«Ναι. Ο Κέμερ δεν αναμειγνυόταν ιδιαίτερα στις έρευνές μου, ωστόσο του άρεσε στην ομάδα του να ασχολείται ο καθένας με διαφορετικά πράγματα, οπότε έκανε ο καθένας ό,τι τον ενδιέφερε περισσότερο. Είχα ανέκαθεν μια πολύ προσωπική προσέγγιση των πραγμάτων, που σπανίως ταυτιζόταν με την προσέγγιση της πλειονότητας. Μολονότι δεν κατάφερα να εργαστώ με τον Ντιράκ, ο τρόπος σκέψης του με είχε επηρεάσει βαθιά. Και ο Ντιράκ υποστήριζε ότι το μόνο που αξίζει είναι να επικεντρωθούμε στα θεμελιώδη φυσικά προβλήματα.

 

Ηδη από τότε οι περισσότεροι φυσικοί προτιμούσαν να εργάζονται πάνω σε ζητήματα που συνδέονταν με πρακτικές εφαρμογές και όχι με τα μεγάλα αφηρημένα θέματα της φυσικής. Εγώ, αντίθετα, ήθελα να κατανοήσω πώς λειτουργούν τα πράγματα σε ένα βαθύτερο επίπεδο».

 

• Πότε αρχίσατε να υποψιάζεστε την ύπαρξη του μποζονίου;

 

«Το 1964 -τότε ήμουν 35 ετών- δημοσίευσα δύο άρθρα που μου χάρισαν κάποια φήμη. Το πρώτο ήταν μόνο μία σελίδα, στην οποία έκανα μια καθαρά μαθηματική ανάλυση. Επειδή εκείνη την εποχή όλοι έλεγαν ότι οι Ευρωπαίοι επιστήμονες όφειλαν να στηρίζουν τα ευρωπαϊκά επιστημονικά περιοδικά και να δημοσιεύουν αποκλειστικά σε αυτά, έστειλα αυτή την εργασία σε ένα περιοδικό της γηραιάς ηπείρου, στο “Physics Letters”. Το άρθρο έγινε αποδεκτό. Λίγο αργότερα έστειλα και δεύτερο, εξίσου σύντομο άρθρο, που συμπλήρωνε το πρώτο και στο οποίο εξηγούσα πώς οι μαθηματικές υποθέσεις που είχα προτείνει εφαρμόζονταν σε συγκεκριμένα προβλήματα. Αυτή τη φορά, το ίδιο περιοδικό αρνήθηκε να δημοσιεύσει το δεύτερο άρθρο, κάτι που με εκνεύρισε ιδιαίτερα!».

 

 • Πώς γίνεται ένα περιοδικό που έχει δεχτεί να δημοσιεύσει το πρώτο σας άρθρο, να απορρίπτει το δεύτερο;

 

«Πιστεύω επειδή, ως συνήθως, είχα συμπεριφερθεί με τρόπο αντισυμβατικό. Το άρθρο ήταν γραμμένο στη γλώσσα της κβαντομηχανικής, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν ξεπερασμένη. Τότε αποφάσισα να προσθέσω τις απαραίτητες λεπτομέρειες, για να εξηγήσω τι προτείνω, και έστειλα το άρθρο σε ένα ανταγωνιστικό αμερικανικό περιοδικό, όπου και έγινε αμέσως δεκτό».

 

• Ετσι, σταδιακά, αρχίσατε να γίνεστε διάσημος;

 

«Αρχισα να αποκτώ πραγματικά κάποια φήμη διεθνώς μόνο κατά το 1972, μετά από μια συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο. Με αυτή την ευκαιρία ένας διάσημος Κορεάτης φυσικός, ο Μπεν Λι (Ben Lee), έκανε τη σύνοψη όλων όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε. Είχα συναντήσει τον Λι πριν από καιρό και μου είχε θέσει πολλές ερωτήσεις. Ετσι, μεταξύ ενός πιάτου φαγητού και μιας μπίρας, έπρεπε να του εξηγήσω, σε πολύ γενικές γραμμές, πού είχαν φτάσει οι έρευνες σε αυτό τον τομέα. Ισως γι’ αυτό στη συνέντευξη Τύπου στο Σικάγο απέδωσε μόνο σ’ εμένα τα όσα είχαν επιτευχθεί στην αναζήτηση του μποζονίου. Και αρκετοί συνάδελφοι ενοχλήθηκαν… ».

 

• Ωστόσο, και εσείς ποτέ δεν αντιταχθήκατε στη χρήση του ονόματός σας για αυτό το μποζόνιο.

 

«Οχι, επειδή είναι απολύτως βέβαιο ότι εγώ ήμουν ο πρώτος που κίνησε το ενδιαφέρον όλων γι’ αυτό το σωματίδιο το 1964».

 

 • Τι κάνατε μέχρι την πρόσφατη ανακάλυψη του μποζονίου;

 

«Γέρασα! (βάζει τα γέλια). Στην πραγματικότητα μετά το 1970, εξαιτίας της αποτυχίας του γάμου μου, πέρασα πολλά χρόνια σε βαθιά προσωπική κρίση. Μόνο μετά το 1975 άρχισα να παθιάζομαι ξανά με το νέο ερευνητικό μου έργο για την υπερσυμμετρία. Σύντομα όμως κατάλαβα ότι στο πεδίο αυτό τις καλύτερες ιδέες τις πρότειναν άτομα που ήταν κατά τριάντα χρόνια νεότεροί μου και πως οι υποθέσεις μου ήταν λανθασμένες. Ετσι, εγκατέλειψα τη σωματιδιακή φυσική για να ασχοληθώ με κάποια μαθηματικά προβλήματα».

 

 • Σας είναι δύσκολο να συμβιώσετε με τη διεθνή διασημότητα του μποζονίου;

 

«Είναι κυρίως δύσκολο για το εγγονάκι μου. Την πρώτη ημέρα στο σχολείο, μπήκε στην τάξη και είδε κρεμασμένη στον τοίχο μια μεγάλη αφίσα με τη φάτσα μου».

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=131418