Pin It

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

Αλλη φορά περίμενα σαν τρελός να μπει ο Οκτώβρης για να χωθώ στους κινηματογράφους, έστω κι αν μοσχοβολούσαν κλεισούρα. Πάει καιρός, ίσως φταίνε και τα dvd που η ανυπομονησία μου ατόνησε αισθητά, άλλαξαν στην πόλη και πάρα πάρα πολλά πράγματα. Κάποτε το «Παλλάς» εκτός από «μιούζικαλ» (με τους ίδιους και τους ίδιους) πρόβαλλε ΚΑΙ ταινίες. Το λιοντάρι της «Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ» με καλωσόριζε μ' ένα φιλικό μουγκρητό και η ζωή έδειχνε ωραία.

 

Αλλά και οι προβολές ξεκινούν πια αργά. Ανέκαθεν προτιμούσα τις απογευματινές και προαπογευματινές προβολές. Πιο παλιά, ως ασυγκράτητος πήγαινα στον «Ορφέα» της Σταδίου (ναι, εκεί που είναι σήμερα η «Στοά του βιβλίου») στις δέκα το πρωί, για να συνεχίσω λίγο αργότερα με κάποια άλλη ταινία. Γιατί σ' εκείνο το απροσδιόριστα ευτυχές ΤΟΤΕ, υπήρχαν ΚΑΙ πρωινές προβολές, με φανατικό κοινό. Αυτά τώρα πέρασαν, έσβησαν μάλλον οριστικά, ο κόσμος τρέχει καλωδιωμένος να χωθεί στο σπίτι του ανασφαλής, οι νέοι, που δεν υποψιάζονται ότι ζουν ζωή γερόντων, τρέχουν να πιάσουν θέση στα καφέ-μπαρ στιγματισμένοι με αρτ-νουβό συνήθως τατουάζ (άντε να δω τι θα τα κάνουν τον χειμώνα). Τέλος πάντων ο πλανήτης Αθήνα έκανε τούμπα προς κάτι που αδυνατώ να προσδιορίσω. Μόνο τα θέατρα συνωστίζουν τις παραστάσεις τους, μπήκαν σφήνα και τα «Δευτερότριτα», με την ελπίδα να διασκεδάσουν την παλιοκατάσταση. Κάποιοι θα πάνε στο θέατρο, κάποιοι θα το προγραμματίσουν, αλλά στο τέλος θα βαρεθούν και θα προτιμήσουν το μέτριο φαγάδικο ή κάτι άλλο προσιτά οικονομικό για σαρκοφάγους. Οι εξαιρέσεις των σινεφίλ δεν υπολογίζονται όσο παρήγορες κι αν είναι. Κι έτσι μπήκαμε στη χειμερινή σεζόν με κοντομάνικα, με γνήσιο τηλεοπτικό ήθος, με τα πολυδιαφημισμένα επιτεύγματα της τεχνολογίας της απομόνωσης και φυσικά με το καυτό ερώτημα των… άκρων, της ακράτειας, της ακρότητας και της ακρίδας, που όπου πέσει καταστρέφει τα πάντα, φιλότιμα και συστηματικά.

 

Βέβαια κυκλοφορούν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα απ' αυτά που αναφέρω, όμως δεν μπορώ να παραβλέψω το δραματικό γεγονός πως ένα από τα πλέον αξιόλογα και θαυμαστά τετράγωνα του αθηναϊκού κέντρου απαξιώθηκε εντελώς. Και μιλώ για τη μεταξύ Κλαυθμώνος και Χρήστου Λαδά απόσταση, επί της οδού Σταδίου, εκεί που αν ήμουν ο Γκάτσος θα έλεγα ότι άνθιζε «φλισκούνι κι άγρια μέντα». Επειδή όμως ΔΕΝ είμαι, θεωρώ τραγικά τα κουφάρια κινηματογράφων σαν το «Αττικόν» και τον «Απόλλωνα», θύματα του παραλογισμού της εποχής. Για τους νεκρούς της Marfin ας τα πουν άλλοι, πιο ειδικοί στη δικολαβία και στον στρουθοκαμηλισμό. ΟΜΩΣ τι κρίμα, οι κινηματογράφοι αυτοί, αληθινή παρηγοριά άλλων ημερών, να μην έχουν βρει ακόμη τον μάγο επιχειρηματία (και ευεργέτη να τον πούμε δεν θα πέσουμε έξω) που θα τους ξαναζωντανέψει. Δυστυχώς οι «έχοντες» φαίνεται ότι προτιμούν να επενδύουν στην ατμόσφαιρα και στις αναθυμιάσεις των ποδοσφαιρικών αποδυτηρίων κι ό,τι αυτό σημαίνει, κι όχι στη γοητεία και τον πολιτισμό του σελιλόιντ.

 

Μου αρέσει που τα τουριστικά λεωφορεία βολτάρουν μπροστά από το θλιβερό τετράγωνο των ερειπίων, των δολοφονημένων, των ατιμώρητων και απορώ τι ακριβώς διηγούνται οι ξεναγοί στους φιλομαθείς πελάτες τους… Πάλι καλά που υπάρχει σώος ο «Ιανός» -πλήρωσε κι αυτός μπόλικες σπασμένες βιτρίνες- να ρίχνει λίγο φως στα πεζοδρόμια και στα πέριξ τα «στολισμένα» με αγωνιστικές εξυπνάδες τύπου «Θάνατος στον πολιτισμό» κ.λπ.

 

Ο «Ιανός» του Νίκου Καρατζά στέκει ανάμεσα στα κουφάρια του «Ακρον», του εμβληματικού καταστήματος ειδών σπιτιού το πάλαι, συγγενεύει με το καρβουνιασμένο βιβλιοπωλείο-μνημείο «Κάουφμαν» και λίγα μέτρα πιο πέρα σκοτεινό, βρομερό ως δημόσιο πλέον ουρητήριο, στέκει το ξενοδοχείο «Εσπέρια», κανονικό πια νεκροταφείο αναμνήσεων… Μπροστά στο «Εσπέρια» τον Ιούλιο του 1965 σκοτώθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Ομως η μπρούντζινη πλακέτα που είχε στηθεί για να θυμίζει την αποφράδα εκείνη μέρα… θεωρήθηκε πολύτιμη για «συλλέκτες» ημιπολύτιμων μετάλλων (ΕΔΩ η σιωπή είναι χρυσός…) και έκανε φτερά.

 

Στο ξενοδοχείο «Εσπέρια» έμενε, όταν επισκεφτόταν την Αθήνα, και ο σκηνοθέτης Ελία Καζάν.

 

Το «Ακρον», όπως και τα υπόλοιπα πτώματα των κτιρίων, δεν θυμίζει τίποτα απ' την παλιά του αίγλη. Στην είσοδό του κατά καιρούς ζητιανεύει μία ξανθιά με απλανές επαγγελματικό βλέμμα, ενώ τα βράδια κοιμούνται άστεγοι, αδιάφοροι για τα φαντάσματα ακριβής πορσελάνης που πιθανότατα κυκλοφορούν εκεί μετά τα μεσάνυχτα.

 

Ευτυχώς στη μικρή πλατεία του Αϊ-Γιώργη Καρύτση και στους δρόμους τριγύρω υπάρχει νυχτερινή ζωή με μπιστρό και μπιραρίες.

 

Οσο για τη θεωρία των «Ακρων, Ιλιον, Κρυστάλ» μόνο εύθραυστες συνειδήσεις μπορούν να δώσουν κάποιες απαντήσεις, αν και πολύ αμφιβάλλω ότι μπορούν πια να καλύψουν πλήρως τα κομματικά λύματα που προτάσσονται ως επίκαιρο αναλώσιμο ήθος.

 

Scroll to top