Pin It

Toυ Αθανάσιου Μαρβάκη

 

Ο εθνικισμός ως κεντρικός πυλώνας της Νέας Ακροδεξιάς αποτελεί ένα ισχυρό όπλο και στην Ελλάδα. Θα κάνω μια μικρή νύξη στον εθνικισμό «απ’ τα κάτω» προσδοκώντας να αποφύγω την προσφιλή ψυχολογικοποίηση, την αναγωγή κοινωνικών σε ψυχολογικά φαινόμενα, σε «ιδιαιτερότητες», δηλαδή, της ψυχοσύνθεσης των υποκειμένων (βλ. «Εφ.Συν.», 17/10/2013).

 

Οι έντονες, συναισθηματικά φορτισμένες εκδηλώσεις εθνικισμού από τα κάτω, είτε οργανωμένες, είτε αυθόρμητες στις καθημερινές συναλλαγές, θυμίζουν κάτι που μπορεί ίσως να συλληφθεί ως «πολιτικός θρήνος» για ένα αντικείμενο που αν και δεν υπήρχε ουσιαστικά (καθ’ ότι αποτελούσε απλώς ιδεολογικό πρόταγµα), τώρα παρ’ όλα αυτά έφυγε. Πρόκειται για την επώδυνη αίσθηση ότι έχασα κάτι, το οποίο ωστόσο δεν είχα ποτέ. Ο θρήνος δεν αφορά ούτε κάτι τυχαίο ούτε κάτι απατηλό, αλλά μάλλον μια «υπόσχεση», π.χ. για πραγματοποίηση κάποιου ατομικού σχεδίου (να κάνω οικογένεια, να αναγνωριστώ ως κανονικός…). Μέσα στις ριζικές κοινωνικές αλλαγές η υπόσχεση αυτή φαίνεται να χάνεται, φαίνεται ότι (έστω ως δυνατότητα) πέθανε.

 

Στον πολιτικό θρήνο απ’ τα κάτω έρχεται να προσθέσει ένταση και συναισθηματική φόρτιση αυτό που στην επιστημονική βιβλιογραφία αναφέρεται ως «φόβος απώλειας» των κοινωνικών κεκτημένων. Επιπλέον δυναμική αποκτά αυτή η ένταση από τον θυμό για την αλαζονεία αυτών που νομίζουν ή όντως έχουν καταφέρει να «δέσουν τον γάιδαρό τους» στην πλατεία του χωριού και δεν καταλαβαίνουν τους υπόλοιπους που δεν «ξεκολλούν» από το παρελθόν. Η χλεύη των «πετυχημένων» για τους «καθ-υστερημένους» είναι αυτονόητο ότι δεν εκλαμβάνεται καθόλου ως αγάπη, ενδιαφέρον ή αλληλεγγύη.

 

Στην ένταση συμβάλλει και μια επιπλέον αντίφαση που έχει δημιουργηθεί μόλις τις τελευταίες λίγες δεκαετίες: η σχεδόν απόλυτη μετατροπή των Ελλήνων πολιτών σε εξατομικευμένα καταναλωτικά όντα (μια αναμφισβήτητη επιτυχία της μεγάλης Αλλαγής κατά τα τελευταία 30 χρόνια διακυβέρνησης της Ελλάδας) συγκρούεται με το γεγονός ότι στους δικούς μας πολιτισμικούς παραλλήλους ο θρήνος είναι συλλογική υπόθεση: πρακτικά, νοητικά και συναισθηματικά. Το εξατομικευμένο καταναλωτικό ον συνειδητοποιεί σε ακόμη ένα σημείο της ζωής του/της ότι είναι απομονωμένο, κάτι που ίσως να μη δημιουργεί «πρόβλημα» στην ανάλαφρη υπόσταση του καταναλωτή ως καταναλωτή, δημιουργεί ωστόσο «βάρος» σε κάποιον που θρηνεί και παραδοσιακά στηρίζεται σε συλλογικότητες.

 

Επιπρόσθετα, η μετατροπή σε (απο)μονωμένο καταναλωτικό ον δεν ήρθε μόνη της ως φαινόμενο. Δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την ενεργό λήθη, την ενεργό εξάλειψη από την (ατομική και συλλογική) μνήμη όλων εκείνων των εμπειριών/βιωμάτων και γνώσεων που συνιστούν τις συλλογικές οντότητες. Η ενεργός λήθη εδώ είναι πολύ έντονη, δεδομένου τού ότι παραγκωνίστηκαν ακόμη και οι κοινωνικές πρακτικές αλληλεγγύης, οι δυνητικές εναλλακτικές μορφές δράσης που είχαν χαραχθεί εμπράκτως στη μνήμη όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και στις οποίες μπορούσαν να αναφερθούν τα υποκείμενα.

 

Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση απομόνωσης/μοναξιάς μοιάζει για το υποκείμενο-καταναλωτή να είναι πιο εύκολο να απαντά στην (πραγματική ή επαπειλούμενη) ανασφάλειά του με τον περιορισμό της αλληλεγγύης στη «φυλή μας», στο «έθνος μας», στην «ελληνικότητα μας» κλπ.. Στον βαθμό βέβαια που μπορεί να φαντάζεται ότι θα συμπεριληφθεί και το ίδιο στη «φυλή μας», στο «έθνος μας». Μια τέτοια, έστω φαντασιακή, «συστράτευση» με εκείνους που θα είναι «μέσα» μοιάζει πολύ πιο εύκολη και ανώδυνη από το να συλλάβει τους πρόδηλους περιορισμούς αυτής της λογικής και τις συνέπειες που θα προκύψουν από μια τέτοια νοητική/πνευματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας. Φαντάζει δηλαδή πιο εύκολο να πιστέψει κανείς σε μια χίμαιρα (της «φυλής μας», του «έθνους μας») παρά το ότι τα πολλά κανάλια της τηλεόρασης που προβάλλουν ταυτόχρονα αυτή την εκπομπή «χάνουν το σήμα» αυτής της χίμαιρας, η οποία διαλύεται από τη σκληρή κοινωνική πραγματικότητα και «προκαλεί» άλλωστε και τον πολιτικό θρήνο. Οι χίμαιρες φαντάζουν πιο προσιτές για να συμπληρώσει κανείς το καθημερινό του παζλ με τα υπαρξιακά θραύσματα παρά το αίτημα της γενίκευσης της αλληλεγγύης προς όλους τους ανθρώπους.

 

Γι’ αυτό ακριβώς το «παιχνίδι» με τις ανάγκες, υποσχέσεις, φαντασιώσεις, ελπίδες, τους φόβους, δηλαδή με τις υποκειμενικές εκφάνσεις του κοινωνικού ζητήματος, χρειάζεται μια Αριστερά η οποία ούτε θα φαντασιώνε ούτε θα διατρανώνει τις ίδιες χίμαιρες, μόνο και μόνο για μη χάσει την επαφή με τους κοινωνικά «από κάτω» ως εκλογική πελατεία. Μια Αριστερά, που δεν θα έχει ανταλλάξει την ταξική πάλη με κάτι πιο ανάλαφρο, φιλελεύθερο και ευκολόπεπτο, όπως π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ατομική πρόοδο των στελεχών (και μελών) της.

 

Σε αυτό ακριβώς το «υπαρξιακό παιχνίδι» χρειάζεται μια Ζωντανή Αριστερά που θα παίρνει σοβαρά την ιστορική της ευθύνη: να αποτρέψει τη βαρβαρότητα του φασισμού και να διευρύνει την αλληλεγγύη πέρα από τους εκάστοτε «δικούς μας».

 

*Αναπλ. Καθ. Κλινικής Κοινωνικής Ψυχολογίας στο ΠΤΔΕ του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης

 

[email protected]

 

Scroll to top