Pin It

Του Παντελή Κυπριανού*

 

Ο όρος totalitario stato πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1923 στην Ιταλία. Λίγο αργότερα οι ναζί έκαναν λόγο για totaler Staat. Με τον όρο εννοούσαν την ανάληψη από το κράτος κάθε είδους δραστηριότητας, κοινωνικής θρησκευτικής, πολιτισμικής, οικονομικής.

 

Από τον Μεσοπόλεμο και κυρίως μεταπολεμικά ο όρος ολοκληρωτισμός χρησιμοποιήθηκε διττά: πολιτικά, κυρίως από συντηρητικές δυνάμεις, ως μια μορφή δικτατορίας με χαρακτηριστικά την ύπαρξη ενός κόμματος και τον ολοκληρωτικό έλεγχο όλων από αυτό. Στο πνεύμα αυτό ο Χίτλερ και ο Στάλιν θεωρήθηκαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

 

Ο όρος ολοκληρωτισμός αποτέλεσε το ίδιο διάστημα αντικείμενο θεωρητικής πραγμάτευσης, αρχής γενομένης από τον Τρότσκι. Χωρίς να αγνοούν τις επιστημολογικές και ιδεολογικές καταβολές, οι αναλυτές που χρησιμοποίησαν τον όρο συμπεριέλαβαν τόσο τα φασιστικά καθεστώτα όσο και τα σοβιετικού τύπου. Υιοθετώντας μια οργουελιανή προοπτική, η Χάνα Αρεντ όρισε ως βασικό διακριτικό του ολοκληρωτισμού τη διείσδυση της κεντρικής εξουσίας σε κάθε πτυχή της ατομικής ύπαρξης και δημιουργίας. Από την πλευρά του ο Κλοντ Λεφόρ, κοντά στο πνεύμα του Τρότσκι, εννοιολόγησε τον ολοκληρωτισμό ως την κατάλυση του πολιτικού μέσω της καθυπόταξης και της ακύρωσης όλων των πτυχών της ύπαρξης (οικονομία, πολιτισμός, κοινωνία, δίκαιο, επιστήμη), σε μία αρχή, την πολιτική, στη λογική «όλα είναι πολιτική».

 

Παράγωγο της πρώτης θεώρησης είναι και η θέση περί άκρων. Πρόκειται για αναδιατύπωση της κλασικής τριπολικής τοπολογικής διάκρισης Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά και της αναγωγής της στη διπολική άκρα-κέντρο. Η τριπολική θεώρηση διαπερνά εδώ και δεκαετίες τον πολιτικό λόγο. Αντίθετα, η διπολική σπανίζει, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας όπου στη δεκαετία του 1950 τέθηκαν εκτός νόμου πρώτα οι φασιστικές ομάδες και μετά το Κομμουνιστικό Κόμμα.

 

Σήμερα, ορισμένοι, ένα τμήμα της Νέας Δημοκρατίας, ξαναζεσταίνουν το σχήμα των άκρων. Τακτική διπλά βολική, καθώς όλοι οι ανταγωνιστές αναπαρίστανται ως άκρα, ενώ οι ίδιοι εμφανίζονται ως κέντρο. Ετσι και οι ανταγωνιστές εμφανίζονται ως επίγονοι του Χίτλερ και του Στάλιν αλλά και οι ίδιοι αποκρύβουν πλήρως την ταυτότητά τους μέσω ενός αρνητικού αυτοπροσδιορισμού, αυτόν του κέντρου. Με άλλα λόγια, εμφανίζονται κεντρώοι, αλλιώς μετριοπαθείς.

 

Οι θεωρητικοί του ολοκληρωτισμού στη φιλελεύθερη εκδοχή όπως αυτή της Αρεντ ή την πιο ριζοσπαστική, αυτή του Λεφόρ, εμφορούνταν από μία θεμελιώδη μέριμνα, τη διερεύνηση της έννοιας Δημοκρατία με στόχο την εδραίωση του δημοκρατικού καθεστώτος. Η συζήτηση των «θεωρητικών» των άκρων σήμερα στην Ελλάδα έρχεται να συσκοτίσει τον όρο μέσω της εκ προοιμίου ακύρωσης του ανταγωνιστή και του αυτοπροσδιορισμού τους μέσω μιας περιγραφικής έννοιας, του Κέντρου, η οποία στο φαντασιακό των ψηφοφόρων στην Ελλάδα και αλλού παραπέμπει στην έννοια μετριοπαθής. Ετσι, εμφανίζονται ως μετριοπαθείς και παρουσιάζουν τους ανταγωνιστές ως μη μετριοπαθείς/ακραίους.

 

Σε άλλη συγκυρία το εγχείρημα πιθανότατα θα απαξίωνε τους εμπνευστές του. Σήμερα έχει κάποια απήχηση λόγω της παρουσίας της Χρυσής Αυγής και βεβαίως της ανασφάλειας που γεννά η κρίση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα χτυπήματα στην πολιτική είναι αναμενόμενα, είναι μέρος αναπόσπαστο του κομματικού ανταγωνισμού. Τίποτε πιο εύλογο και αυτονόητο. Αυτό δεν εξαλείφει, ωστόσο, το πρόβλημα το οποίο έγκειται σε δύο σημεία: η Δημοκρατία είναι ζήτημα αντιλήψεων και ζήτημα πρακτικών.

 

Σε ό,τι αφορά τις πρακτικές, η Δημοκρατία προϋποθέτει την αναγνώριση του άλλου και τον σεβασμό του. Ο πολιτικός ανταγωνισμός δεν αποκλείει τα χτυπήματα και τη λογική της δύναμης, κάθε άλλο, υπόκειται όμως σε αμοιβαίους περιορισμούς και διέπεται από ανανεούμενους κανόνες με γνώμονα τον αμοιβαίο σεβασμό και το επιχείρημα. Δημοκρατία δεν νοείται χωρίς αυτό το ελάχιστο.

 

Οσο για τις αντιλήψεις, η προαναφερθείσα αντίληψη περί άκρων αφήνει τελείως το ζήτημα του περιεχόμενου της Δημοκρατίας. Κι αυτό βέβαια είναι κατανοητό αν αναλογιστούμε τη συντελεσθείσα μεταλλαγή των δύο συγκυβερνώντων κομμάτων στην Ελλάδα και αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων και αξιών εδώ, αλλά και αλλού, έγινε κανόνας. Ακόμη όμως και έτσι η Δημοκρατία δεν έχει κανένα μέλλον στη χώρα αυτή, και σε καμία άλλη, αν δεν συζητούμε δημόσια και διαρκώς το περιεχόμενό της.

 

* Καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών

 

Scroll to top