14/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ο θεός των μικρών πραγμάτων»

      Pin It

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου

 

Πριν από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά το βραβευμένο με Βooker μυθιστόρημα της Αρουντάτι Ρόι με τον τίτλο «Ο θεός των μικρών πραγμάτων». Περιέγραφε περίπου την ιστορία δύο δίδυμων αδελφών με τη μητέρα τους που επέστρεψαν στο πατρικό τους σπίτι για να ζήσουν μια ήρεμη επιφανειακά ζωή. Για να είμαι ειλικρινής, δεν το θυμάμαι πια. Τότε το είχα διαβάσει και νομίζω ότι με είχε εντυπωσιάσει το γεγονός ότι ενώ δεν ανήκει στα μυθιστορήματα των έντονων εναλλαγών και ανατροπών, εντούτοις κάπως εισέρχεται στη σκέψη σου και σε επηρεάζει με έναν αργό και σχεδόν δραματικό τρόπο.

 

Από πού προκύπτει η ανάγκη, λοιπόν, να γράψω για κάτι το οποίο δεν θυμάμαι; Από την άλλη όμως, ενώ δεν το θυμάμαι ως προς τις λεπτομέρειες της αφήγησής του, το θυμάμαι με έναν τρόπο υπαρξιακό. Κάπως έχει ανοίξει έναν τρόπο μέσα μου να σκέφτομαι αλλιώς τη λογοτεχνία. Οχι σαν μια αφορμή να πεις συγκεκριμένα πράγματα, να αφηγηθείς δυνατές ιστορίες, αλλά ως αιτία να υπάρχεις και να νιώθεις με όλες τις αισθήσεις σου, πέρα από την όραση και ίσως την ακοή.

 

Το ξανασκέφτηκα αυτό το βιβλίο πρόσφατα. Κοίταζα την κόρη μου και όλα τα παιδιά του κόσμου και σκεφτόμουν πόσα πράγματα δεν θα θυμούνται από τα πρώτα τρία χρόνια της ζωής τους. Πόσα συμβαίνουν, δραματικά, καταλυτικά, ήσυχα, επαναλαμβανόμενα, όλος ο κόσμος επί χάρτου και επί τάπητος… Και αυτά δεν θα θυμούνται τίποτα. Ή σχεδόν τίποτα. Και τότε θυμήθηκα ξανά το ότι δεν θυμόμουν αυτό το βιβλίο. Ενώ μου άρεσε.

 

Και ύστερα πάλι, όλοι αυτοί, λίγοι ή πολλοί έρωτες που έχουν κάτσει στην ψυχή μας και έχουν πάρει και έχουν δώσει κόσμους και ψίχουλα, πλούτη και λεηλατημένα βασίλεια. Ανθρωποι σημαντικοί, με τους οποίους φάγαμε, ήπιαμε, κοιμηθήκαμε, ανταλλάξαμε όρκους σιωπής και όρκους αγάπης και πλέον, έτσι τα έφερε η ζωή, δεν θυμόμαστε τίποτα. Και θυμήθηκα ξανά ότι δεν θυμόμουν αυτό το βιβλίο. Ενώ μου άρεσε.

 

Και περνούν οι μέρες, οι νύχτες, οι μήνες, τα χρόνια. Η ζωή μας ολάκερη περνάει σαν μια σελίδα ενός βιβλίου. Περνάει από πάνω μας σαν το νερό στο τζάμι. Και κάπου μπορεί να σκαλώνει την ώρα που τη ζούμε, αλλά μετά, σε επόμενο χρόνο, κοιτώντας πίσω, λέμε πάει, κι αυτό πέρασε. Και δεν θυμόμαστε πώς πέρασε. Δεν θυμόμαστε τα γεγονότα, τις λέξεις που ανταλλάξαμε.

 

Τα δάκρυα που κύλησαν. Και δεν θυμόμαστε τον θυμό μας. Και δεν θυμόμαστε τα γύρω γύρω από τα σημαντικά γεγονότα, που μπορεί να ήταν πιο σημαντικά, μόνο μερικά τελείως σημαντικά, κάτι γεννήσεις, χωρισμούς, θανάτους και κάτι ωραίες γιορτές, με μεγάλα ξεφαντώματα, και όλα αυτά κάπως αλλαγμένα από τη νέα θέαση που επιβάλλει η διακόσμηση του τωρινού εαυτού μας.

 

Αλλάζουν τα επιπλάκια ανάλογα με τον φωτισμό που επιτάσσουν το γήρας, η ωριμότητα και η αντοχή μας απέναντι στο φως. Το άπλετο, το άπληστο. Και εμείς δεν αντέχουμε, η μνήμη μας είναι στενό διαμέρισμα με πολλή σαβούρα, σαν της πεθεράς που δεν πέταγε τίποτα, και αφήνουμε απέξω από την πόρτα αυτά που ήθελαν να μας αλλάξουν, να μας κάνουν λίγο περισσότερο ανθρώπους. Και τα αφήσαμε, και ξεχαστήκαμε.

 

Και πέρασαν τα χρόνια και το μόνο που έμεινε ώς το τέλος ήταν η φυσική μας τάση, στραβή, ορθή, μικρή ή μεγάλη, με αυτή πορευόμαστε. Και λέμε, έτσι είναι η ζωή. Και περνάει γρήγορα, σαν πατινάζ στον πάγο. Και ξεχάσαμε. Ιδίως εκείνες τις μικρές ρωγμές στον πάγο ξεχάσαμε. Γιατί έβγαλαν λίγο αίμα. Και τότε θυμήθηκα ότι δεν θυμάμαι τίποτα από αυτό το βιβλίο. Ενώ μου άρεσε.

 

Και ύστερα αναρωτήθηκα τι σημαίνει Θεός. Και ο Θεός είναι μόνον για μεγάλα πράγματα. Δεν μπορεί να είναι για μικρά. Και ποια είναι τα μικρά; Μήπως εμείς νομίζουμε ότι είμαστε τα μεγάλα, και μόνο μικρά, τοσοδούλικα πλάσματα είμαστε; Αρα μήπως σε εμάς απευθύνεται αυτός ο Θεός που προστατεύει και δεν προστατεύει; Και πόσο αντέχουμε σε αυτήν τη σκέψη; Οτι είμαστε μικροί, μόνοι και απροστάτευτοι; Πόσο αντέχουμε να μην έχουμε Θεό; Πόσο αντέχουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι ξεχνάμε και κυρίως μας ξεχνάνε;

 

Οτι είμαστε εμείς αυτή η βροχή που κυλά στο τζάμι χωρίς να αφήνει ούτε ένα σημάδι, ούτε μια ρωγμή; Και πώς να βρούμε νόημα όταν όλα θα έχουν σβηστεί; Ισως γι' αυτό ξαναθυμήθηκα ένα βιβλίο που θυμάμαι ότι διάβασα αλλά δεν το θυμάμαι πια.

 

Γιατί ακόμα και εάν όλα σβήστηκαν στο μυαλό μου, η αίσθηση ότι πέρασα μέσα από τις σελίδες του μερικές μέρες από τη ζωή μου, το ότι ανακαλώ τις μυρωδιές, τις σκηνές, το ότι πλούτισα με λέξεις και σκέψεις με κάνει να αισθάνομαι σήμερα ένας μικρός θεός.

 

Οχι μεγάλος ούτε παντοδύναμος. Ενας θεός μόνο για μένα. Για τη ζωή που μου έδωσαν και έζησα και για τη ζωή που θα συνεχίσει να υπάρχει και μετά από εμένα. Και ας μη θυμάμαι τίποτα πια. Οχι σαν έλλειμμα. Αλλά ως δώρο.

 

[email protected]

 

Scroll to top