08/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Τύχες του Μπόρχες στην Ελλάδα

Στον Γεώργιο Ι. Γέρακα και πάλι.
      Pin It

Χόρχε Λουίς Μπόρχες
«Απαντα τα πεζά Ι & ΙΙ»
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης (σελ. 596 & 488), εκδόσεις Πατάκης, 2013
«Απαντα τα ποιήματα»
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης (σελ. 304), Πατάκης, 2013
ΝΕΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ
ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΜΠΟΡΧΕΣ
Κυκλοφορεί 15 Δεκεμβρίου

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Στον Γεώργιο Ι. Γέρακα και πάλι

 

Η ελληνική πρόσληψη του Μπόρχες αποτελεί ένα μικρό μόνο επεισόδιο στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας. Ξετυλίγοντας κανείς το κουβάρι, πρέπει να γυρίσει χρόνια πίσω, όταν ο μύθος του Αργεντινού συγγραφέα ξέφευγε από τα στενά όρια της Αργεντινής και διακλαδιζόταν στον λαβύρινθο της λογοτεχνίας και της κουλτούρας όλου του κόσμου: από τον Ρομπ-Γκριγιέ, τον Ναμπόκοφ και τον Εκο, στον Ζεράρ Ζενέτ, τον Ρόμπερτ Γιάους και τον Μισέλ Φουκό, και από τη «Στρατηγική της αράχνης» του Μπερτολούτσι ή το «Αλφαβίλ» του Γκοντάρ, στον Μικ Τζάγκερ της «Παράστασης» του Νίκολας Ρεγκ ή στον «Πλανήτη Μπόρχες» του Μίλο Μανάρα…

 

Οι Γάλλοι ήταν οι πρώτοι μη ισπανόφωνοι ταξιδιώτες, οι οποίοι «χαρτογράφησαν την terra incognita που κοινώς αποκαλείται Μπόρχες», σημειώνει ο Εμίρ Ροντρίγκες Μονεγκάλ, γυρίζοντας πίσω στο 1925, όταν ο Βαλερί Λαρμπό σχολιάζει την πρώτη συλλογή δοκιμίων, ή το 1939, όταν ο Νέστορ Ιμπάρα γνωρίζει τον Μπόρχες και αρχίζει να μεταφράζει συστηματικώς κείμενά του. Ποιήματα και διηγήματά του κατακλύζουν τα γαλλικά περιοδικά, με τη συχνότητά τους να εκτοξεύεται μεταπολεμικά, και να κορυφώνεται το 1951, όταν o Γκαλιμάρ συμπεριλαμβάνει τον Μπόρχες στο εκδοτικό του πρόγραμμα. Το 1943 εμφανίζονται για πρώτη φορά ποιήματα του Μπόρχες στην αγγλική γλώσσα, και το 1948 δημοσιεύεται διήγημά του στο περιοδικό «Ellery Queen’s Mystery Magazine», με αποτέλεσμα ο Μπόρχες να θεωρείται για καιρό ως συγγραφέας «crime fiction»! Η πρώτη αγγλόφωνη ανθολογία εκδίδεται το 1962, η πρώτη επιλογή αφηγημάτων στα γερμανικά το 1959, ενώ στην Ιταλία επίσημη χρονιά εισαγωγής θεωρείται το 1955. Αν και εξωτικές αναφορές φτάνουν νωρίς στην Ιταλία από τον διπλωμάτη Πάολο Βίτα Φίντσι (1899-1986), ο οποίος γνώρισε τον συγγραφέα στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1930, οι πρώτες κριτικές κάνουν λόγο αποκλειστικά για τον «τραγουδιστή του Μπουένος Αϊρες», εικόνα που θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην Ιταλία μέχρι και τη δεκαετία του 1950, όταν η έκδοση της «Βιβλιοθήκης της Βαβέλ» (Einaudi) θα αλλάξει δραστικά την υποδοχή του.

 

Στον απόηχο της πρώιμης ιταλικής πρόσληψης εντάσσεται και η πρώτη γνωστή επαφή του Μπόρχες με την ελληνική γλώσσα. Ο Αρης Δικταίος μεταφράζει, από ιταλική πηγή, νεανικό ποίημα του «Giorgio Louigi Borges» στο περιοδικό «Ο Κύκλος» (τ. 7, 1947) του Απόστολου Μελαχρινού. Ακολουθεί μια έκλειψη. Θα πρέπει να περιμένουμε τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το Διεθνές Βραβείο των Εκδοτών (Formentor), που ο Μπόρχες μοιράστηκε ex-aequo με τον Μπέκετ, απογειώνει τη φήμη του. Τρία χρόνια μετά, ο αφιερωματικός τόμος του «L’ Herne» (Μάρτιος 1964), στον οποίο συνεργάστηκαν περισσότεροι από εξήντα συγγραφείς και κριτικοί από όλον τον κόσμο, εδραιώνει τη διεθνή απήχηση.

 

Είναι την ίδια εποχή που αναφορές στον Μπόρχες παρεισφρέουν στις σεφερικές δοκιμές (1964, 1967), ο Νάνος Βαλαωρίτης μεταφράζει αφήγημά του στο περιοδικό «Πάλι» (1964), και οι συστηματικές μεταφράσεις, στη «Νέα Εστία», διηγημάτων και δοκιμίων από τον Γ. Δ. Χουρμουζιάδη εγκαινιάζουν μια ολοένα αυξανόμενη μεταφραστική δραστηριότητα, που κορυφώνεται τη διετία 1974-75, όταν εκδίδονται, σχεδόν ταυτόχρονα, οι «Λαβύρινθοι» (Πλειάς), η «Αναφορά του Μπρόντι» (Εξάντας) και οι «Ιστορίες» (Ερμής).

 

Η δεκαετία 1964-1974 αποτέλεσε μια κρίσιμη, διερευνητική περίοδο στην πρόλληψη του Μπόρχες. Στο τέλος της επόμενης, ο Αργεντινός έχει ήδη καθιερωθεί στην Ελλάδα και επίσημα: τον Μάρτιο του 1984 το Πανεπιστήμιο Κρήτης τον αναγορεύει επίτιμο διδάκτορα. Χάρη κυρίως στις προσπάθειες μιας κλειστής «αίρεσης», μυημένων αναγνωστών και ευέλπιδων συγγραφέων, που συνεχώς διευρύνεται επικινδύνως, κείμενά του πλέον φιλοξενούνται όχι μόνο σε περιοδικά λόγου και τέχνης αλλά και στις φιλολογικές στήλες εφημερίδων. Ανάμεσα στα πολλά αφιερωματικά τεύχη ξεχωρίζει το αφιέρωμα του «Χάρτη» (1983) με 130 σελίδες αφιερωμένες αποκλειστικά στον Μπόρχες. Το βάρος της μετακένωσης στην Ελλάδα αναλαμβάνουν οι εκδόσεις «Υψιλον» με την –συλλεκτικής και βιβλιοφιλικής πλέον αξίας– πρώτη απόπειρα συγκρότησης μιας Βιβλιοθήκης Μπόρχες (1980-1991). Την ελληνική βασική μπορχική βιβλιογραφία συμπληρώνουν ένας τόμος με συνεντεύξεις του Μπόρχες (Ηριδανός, 1985) και η κλασική βιογραφία του Τζέιμς Γούνταλ (Νεφέλη, 2003).

 

Το αυξανόμενο αναγνωστικό ενδιαφέρον έκανε προοδευτικά επιτακτική την ανάγκη μιας συγκεντρωτικής έκδοσης, ανάλογη με τη δίτομη γαλλική (La Pléiade, 1993-1999) ή τρίτομη αγγλική έκδοση (Viking-Penguin, 1998-1999). Κενό που έσπευσε να καλύψει η έκδοση των Ελληνικών Γραμμάτων (2005-2007), πριν η κρίση εξαφανίσει τον εκδοτικό οίκο από την αγορά, αλλά και τους τόμους από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ωστόσο, ο κύκλος που άνοιξε δειλά το 1947 κλείνει σήμερα πανηγυρικώ τω τρόπω. Μπροστά μας έχουμε μια μεγάλη ποιητική ανθολογία Μπόρχες, άπαντα τα πεζά του, και αναμένουμε τον τόμο των δοκιμίων. Η εικόνα του ποιητή, αφηγητή και δοκιμιογράφου Μπόρχες –αν οι ειδολογικές διαφορές έχουν κάποια σημασία στο έργο του– ολοκληρώνεται. Ας ελπίσουμε ότι η εκδοτική αυτή πρωτοβουλία θα συνεχιστεί. Μένουν ακόμα προς έκδοση αρκετά, κυρίως συνεργατικά κείμενα του Μπόρχες, τα πρώτα κριτικά του, αλλά και σημαντικές μελέτες που θα βοηθούσαν την ανάγνωση του έργου του.

 

Ωστόσο, όπως φαίνεται, ο Μπόρχες στην Ελλάδα ήρθε για να μείνει. Από την ποίηση του Ν. Βαγενά ή του Γ. Χουλιάρα στον νεότερο Γιάννη Στίγκα, για παράδειγμα, ή από τις πρώιμες αναφορές (Ε. Λαδιά, Α. Δεληγιώργη, Γ. Ρούσσος, Η. Λογοθέτης κ.ά.) στην «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» (1998) του Γιάννη Πάνου και τον «Συνονόματο» (2007) του Βικέντιου Καρμπονάρου, και από τις λάγειες ασκήσεις, στα ψευδοκριτικά δοκίμια του Α. Χιόνη ή τις ψευδοβιογραφίες του Μ. Καραγιάννη και τον διαδικτυακό Μενάρ (ως συγγραφέα των «Principia» του Νεύτωνα) του Βασίλειου Δρόλια, το αδιάκοπο «μουρμουρητό» του Αργεντινού αντηχεί στο εξάγωνο της Βιβλιοθήκης της Βαβέλ, όπου καταχωρούνται τα ελληνικά πραγματικά ή επινοημένα βιβλία.

 

Κάποιες απόπειρες μεταφοράς του Μπόρχες στην ελληνική πεζογραφία σε πιο πρώιμα κείμενα δεν νομίζω ότι αποτελούν πραγματικές μπορχικές μιμήσεις, αν με μίμηση ενός συγγραφέα εννοούμε τη μίμηση του ύφους του. Αντίθετα, τον Αύγουστο του 1973, το πρώτο κείμενο από το τρίπτυχο της «Συντεχνίας» (Κέδρος, 1976) του Νάσου Βαγενά σηματοδοτεί την επίσημη εισαγωγή του Μπόρχες στην ελληνική δημιουργική λογοτεχνία, και μάλιστα με το πιο εντυπωσιακό είδος της πεζογραφίας του, το ψευδοδοκίμιο. Ο Πάτροκλος Γιατράς γίνεται ο γενάρχης μιας μακράς γενεαλογίας μυθοπλασιακών συγγραφέων με απώτερη καταγωγή τον αρχετυπικό μεταφραστή-αντιγραφέα του Μπόρχες, Πιερ Μενάρ· από τον Γεράσιμο Σπανοδημητρακόπουλο, στον Κρίστιαν Γκρέινβιλ, και από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Ακεβέδο Καβάρχες ή τον αυθάδη μεταφραστή Κλέαρχο Γαζή, στον συγγραφέα και μάγο Κωνσταντίνο Σαλωνίδη ή στον ευπατρίδη νεοελληνιστή σερ Ρίτσαρντ Μπλάκμορ και τον ερευνητή του αλβανικού υπερρεαλισμού Sotir Milto Gurra, η ελληνική πινακοθήκη των απογόνων του Μενάρ φαντάζει αχανής. Ειρήσθω εν παρόδω, τα επινοημένα, αλλά γι’ αυτό όχι λιγότερο πραγματικά, βιβλία τους αποτελούν θέμα εν προόδω μελέτης του γράφοντος.

 

Αν ωστόσο, όπως μας έμαθε ο Μπόρχες, «κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προγόνους του», μια τέτοια προοπτική, δεν πρέπει να αγνοήσει το ψευδοκριτικό σατιρικό αφήγημα του Ρόδη Ρούφου «Μια ελληνική δόξα» (κυκλοφόρησε πολυγραφημένο το 1966 και στη μεταθανάτια «Επιλογή» το 1973), καθώς και τη συνδημιουργία της φανταστικής Βολιγουάης από τον Ρούφο και τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο κατά τη δικτατορία: σε χρόνια λογοκρισίας η πεζογραφία του Μπόρχες θα γίνει μέσο και σύμβολο αντίστασης, όχι μόνο λογοτεχνικής.

 

Αλλά, ακριβώς αυτή, η μπορχική παραβολή («Πιερ Μενάρ, συγγραφεύς του “Δον Κιχώτη”», 1939), για τη σπατάλη μιας ολόκληρης ζωής στην προσπάθεια αναπαραγωγής ενός πιστού αντιγράφου –ανατρέποντας κάθε τυπική λογική, ταυτίζει, την «πρωτοτυπία» με την κατά λέξη «λογοκλοπία»–, κατέχει ακρογωνιαία θέση στο έργο του Αργεντινού και μας φέρνει αναπόφευκτα πίσω στο θέμα μας: τις οντολογικές προϋποθέσεις κάθε μετάφρασης και συνεπώς και την παρούσα μετάφραση.

 

Αν η μετάφραση είναι καταρχήν ανάγνωση, τότε η ρήση «όταν ο αναγνώστης δημιουργεί, ο συγγραφέας σωπαίνει», του Α. Κυριακίδη, αποκτά μεγάλη σημασία στην «ιστορία του πολιτισμού», που σε τελική ανάλυση «είναι μια ιστορία μεταφράσεων» κατά τον Δ. Καλοκύρη. Γνωρίζοντας καλά, και οι δύο, ότι η επανάληψη ενός ήδη υπάρχοντος βιβλίου σε μια ξένη γλώσσα αποτελεί το «μυστηριώδες» (δεν μπορεί, αλλά πρέπει να γίνει) «καθήκον» τους, αποφάσισαν να προσπεράσουν «τη ματαιοδοξία που στεφανώνει» τους μόχθους των ανθρώπων. Αφιέρωσαν τις άγρυπνες νύχτες, τουλάχιστον μιας εικοσαετίας, σε ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα περίπλοκο. Εγραψαν, αναθεώρησαν και έσχισαν χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες. Η μινιμαλιστική αισθητική και η κριτική οξύνοια του πρώτου, η συγκρητιστική δύναμη και η ποιητική ευαισθησία του δεύτερου, κατάφεραν να τονώσουν με ενέσεις ελληνικής «φρεσκάδας» έναν από τους πιο μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα, το έργο του οποίου, διατρέχοντας κινήματα και αισθητικές (οι μοντερνιστές δεν χαρακτήρισαν τον Πιερ Μενάρ «πρόδρομο» του Μεταμοντέρνου και οι μεταμοντερνιστές «dernier cri» του Μοντερνισμού;) και στοχεύοντας διαρκώς στην ίδια τη φύση της μυθοπλασίας, αποτελεί σύμβολο της «βεβαιότητας πως κάθε πραγματικότητα που διαρκεί στηρίζεται στη φαντασία» (Φουέντες).

 

Ξεφυλλίζοντας ξανά και ξανά τους τρεις τόμους του κλασικού, πλέον, Μπόρχες (οι δύο τόμοι με τα δοκίμια του Αργεντινού θα κυκλοφορήσουν αρχές του 2014 από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη), ο αναγνώστης θα χαθεί για ακόμη μια φορά σε καθρέπτες και κάτοπτρα, αντανακλάσεις και αντικατοπτρισμούς, μάσκες, προσωπεία, σκιές σκιών και συνεχείς μεταμορφώσεις. Καλό ξαναδιάβασμα, λοιπόν, έχοντας στον νου, όπως θα έλεγε ο Καλβίνο, ότι κάθε ανάγνωση ενός κλασικού βιβλίου είναι μια ανάγνωση ανακάλυψης όπως η πρώτη.

 

Scroll to top