Pin It

Πώς έγινε πραγματικότητα μέσα στην κρίση η «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά»

 

Με δύο μόνο ταινίες μικρού μήκους και τα σενάριά της για μεγάλες «κομμένα» από το Κέντρο, η νεαρή σκηνοθέτις πήρε το ρίσκο ολομόναχη. Και να σου την τώρα, να κάνει την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», η Ελίνα Ψύκου κατακτά μια πολυπόθητη θέση στο Forum του φετινού Φεστιβάλ Βερολίνου και μαζί κεντρίζει το ενδιαφέρον μας και τροφοδοτεί την αισιοδοξία μας.

 

Είχε δημιουργήσει «ρεύμα» ήδη από τα γυρίσματα της ταινίας, την άνοιξη, όχι μόνο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χρήστου Στέργιογλου (δίπλα του οι Μαρία Καλλιμάνη, Γιώργος Σουξές, Θεοδώρα Τζίμου) ή για τη φιλική συμμετοχή της πρώτης γραμμής του νέου ελληνικού σινεμά (Σύλλας Τζουμέρκας, Παναγιώτης Φαφούτης, Αλέξης Αλεξίου, Γιώργος Ζώης, Γιάννης Βεσλεμές), αλλά και για τη μαχητικότητά της να στήσει μια παραγωγή χρησιμοποιώντας με δυναμισμό κάθε δυνατή λύση χρηματοδότησης στην Ελλάδα της ανέχειας.

 

Η Ελίνα Ψύκου, σκηνοθέτις και σεναριογράφος δύο μικρού μήκους ταινιών («Κυριακάτικες διαδρομές» του 2004 και «Καλοκαιρινές διακοπές» του 2006), συνιδιοκτήτρια της εταιρείας παραγωγής Guanaco και φωτεινή παρουσία στη νέα γενιά Ελλήνων δημιουργών, κέρδισε ήδη το πρώτο βραβείο στα Works in Progress του Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι με την «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» κι ετοιμάζεται να κάνει, τον Φεβρουάριο, την επίσημη, παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Βερολίνου, δίνοντας κατ' ευθείαν συστάσεις στο σινεμά του κόσμου!

 

Η ταινία παρακολουθεί τον κεντρικό της ήρωα, τον Αντώνης Παρασκευά, καθώς εκείνος εγκαθίσταται σ' ένα κλειστό ξενοδοχείο. Το περπατά απ' άκρη σ' άκρη, απολαμβάνει τις ανέσεις του, το βαριέται. Ο Αντώνης ονειρεύεται την πανηγυρική έξοδό του. Ομως, πρέπει να την καθυστερήσει λίγο ακόμη. Εχει μόνο μία λύση: να «επιστρέψει», μη επιστρέφοντας. Για τον Αντώνη Παρασκευά αυτή είναι η μόνη οδός για να διατηρήσει τον μύθο του, την προσωπική του «αθανασία».

 

Η Ελίνα Ψύκου μοιάζει μόλις να ξεκινά τον δικό της μύθο, με ενθουσιασμό και πείσμα, σε μια πορεία που, όπως όλα δείχνουν, θα φτάσει μακριά.

 

-Πώς πήρατε την απόφαση να κάνετε την πρώτη σας μεγάλου μήκους ταινία, σε μια περίοδο οικονομικά αντίξοη;

 

«Είχα μεγάλη επιθυμία και ανάγκη να κάνω μια ταινία και επιπλέον έπρεπε να καταλάβω αν μπορώ να κάνω μια ταινία. Ηθελα δηλαδή να καταλάβω αν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά ή νομίζω πως μπορώ να την κάνω. Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν μπορείς να λέγεσαι σκηνοθέτης αν δεν κάνεις ταινίες. Δεν ήθελα να γεράσω νομίζοντας πως μπορώ να είμαι σκηνοθέτης και ξαφνικά να ανακαλύψω πως δεν μπορώ. Είχα ήδη γράψει τρία σενάρια μεγάλου μήκους που «κάθονταν» στον κομπιούτερ μου.

 

Τα δύο από αυτά είχαν περάσει από τους κρατικούς μηχανισμούς χρηματοδότησης (με αποτυχία). Συνειδητοποίησα πως αν δεν έπαιρνα την πρωτοβουλία μόνη μου, κανείς δεν μου «χρωστούσε» την ευκαιρία… Μου άρεσαν πολύ τα σενάρια που είχα γράψει και εκτός από εμένα, άρεσαν πολύ στους φίλους και τους συνεργάτες μου. Πήρα λοιπόν την απόφαση γιατί αν δεν την έπαιρνα θα έπρεπε να κάτσω σπίτι μου και να «κλαίω». Είμαι ως άνθρωπος πολύ επίμονος κι αυτό με βοήθησε. Δεν άφησα να με επηρεάσει αρνητικά η οικονομική συγκυρία. Είπα θα το κάνω! Αφού δεν μπορεί κάποιος άλλος να πάρει το ρίσκο για εμένα, θα το πάρω μόνη μου».

 

-Πόσο βασιστήκατε σε ιδιωτική πρωτοβουλία και την καλή διάθεση συνεργατών και πόσο σε κρατική επιδότηση;

 

«Το συγκεκριμένο σενάριο δεν το κατέθεσα στους κρατικούς μηχανισμούς για χρηματοδότηση. Από τη μία, δεν ήθελα να καθυστερήσω τα γυρίσματα περιμένοντας να βγει μια απόφαση και από την άλλη, δεν πίστευα πως θα έπαιρνα χρηματοδότηση. Το μόνο που ζήτησα ήταν υλικοτεχνικό εξοπλισμό -και όχι χρήματα- από την ΕΡΤ (πράγμα που μου δόθηκε). Κατά τα άλλα, η ταινία πραγματοποιήθηκε χάρη στην οικονομική στήριξη που μου έδωσε η οικογένειά μου και την εμπιστοσύνη και την αγάπη που μου έδειξαν όλοι οι συνεργάτες μου (συντελεστές, τεχνικοί και ηθοποιοί), οι οποίοι δεν πληρώθηκαν ή πληρώθηκαν με ελάχιστα χρήματα. Η υποστήριξη (με τη μορφή μιας μικρής χρηματοδότησης) του Κέντρου Κινηματογράφου ήρθε τώρα στο τέλος, προκειμένου η ταινία να τελειώσει και να παρουσιαστεί στο Βερολίνο».

 

-Τι θέλετε να πείτε στο κοινό με την ιστορία της ταινίας;

 

«Ηθελα να πω μια ιστορία για έναν άνθρωπο που έχει χάσει την ταυτότητά του. Που δεν ξέρει ποιος είναι, δεν θυμάται ποιος ήταν, δεν είναι σίγουρος για το ποιος θέλει να είναι και που γι' αυτόν τον λόγο αφήνει στους άλλους να του προσδώσουν όποια ταυτότητα θέλουν. Επιπλέον, ήθελα να πω μια ιστορία για την ανάγκη του ανθρώπου να αφήνει τα ίχνη του μετά τον θάνατό του, να παραμένει στη μνήμη των άλλων και παράλληλα να «λατρεύει» ό,τι έχει πεθάνει.

 

Από τη μια, η απώλεια ταυτότητας στη ζωή και από την άλλη, η ανάγκη «ύπαρξης» και η ηρωοποίηση μετά τη ζωή. Περίεργος συνδυασμός. Οι παραλληλισμοί αυτής της «μικρο»-ιστορίας με παραδείγματα της «μακρο»-ιστορίας είναι ελεύθεροι».

 

-Πώς επιλέξατε τον Χρήστο Στέργιογλου ως πρωταγωνιστή και πώς συνεργαστήκατε μαζι του αλλά και με το υπόλοιπο καστ και το συνεργείο;

 

«Με τον Χρήστο γνωριζόμασταν από την τηλεοπτική σειρά «Το 10″, που είχε σκηνοθετήσει η Πηγή Δημητρακοπούλου. Ημουν βοηθός της Πηγής και ο Χρήστος έπαιζε. Το να γνωρίζεις προσωπικά έναν άνθρωπο σε βοηθάει στην επιλογή σου, γιατί ξέρεις εξ αρχής αν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του. Ηξερα λοιπόν πως με τον Χρήστο θα συνεννοούμασταν πολύ καλά. Και έτσι έγινε. Κατάλαβε από την αρχή τι ταινία ήθελα να κάνω, μπήκε σ' αυτή με πολύ όρεξη και μου έδειξε τρελή εμπιστοσύνη.

 

Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι ηθοποιοί και συνεργάτες. Με τους περισσότερους γνωριζόμουν από παλιά, από άλλες δουλειές ή κοινές παρέες. Το θεωρώ πολύ σημαντικό να υπάρχει χημεία μεταξύ των συντελεστών μιας ταινίας. Δεν αρκεί ο άλλος να είναι καλός φωτογράφος ή καλός ηθοποιός. Πρέπει να γελάτε με τα ίδια αστεία και να μιλάτε τον ίδιο κώδικα. Γι' αυτό βλέπεις κάποιες συνεργασίες να είναι πιο επιτυχημένες από άλλες.

 

Αν λάβεις υπόψη σου και την οικονομική δυσκολία με την οποία γίνονται αυτή τη στιγμή οι ταινίες στην Ελλάδα, δεν έχεις λόγο να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που δεν ταιριάζεις και που δεν μπορείς να αγαπήσεις και να σε αγαπήσουν».

 

-Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σας επιρροές που, ίσως, θα συναντήσουμε βλέποντας την «Αιώνια επιστροφή»;

 

«Οι επιρροές μου, με την έννοια του σινεμά που μ' αρέσει, είναι πολύ συγκεκριμένες, αλλά δεν ξέρω αν θα τις συναντήσετε, δεν ξέρω αν είναι τελικά φανερές στην ταινία. Δεν συμπίπτει πάντα αυτό που σ' αρέσει μ' αυτό που τελικά κάνεις ή μπορείς να κάνεις. Οπως και να έχει, εμένα σίγουρα με έχουν επηρεάσει ο προβληματισμός του Μίκαελ Χάνεκε και ο παραλογισμός του Ούλριχ Ζάιντλ. Δηλαδή στην προηγούμενη ζωή μου μάλλον ζούσα στην Αυστρία…».

 

-Πώς αισθάνεστε που η ταινία σας θα κάνει την πρεμιέρα της στο εξωτερικό και τι πιστεύετε ότι κερδίζει μια ταινία με το λανσάρισμά της σε μια μεγάλη κι έγκυρη διοργάνωση του εξωτερικού;

 

«Αισθάνομαι τέλεια! Είμαι πολύ χαρούμενη που η ταινία θα κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Είναι μια μορφή δικαίωσης, τόσο για εμένα όσο και για όλους αυτούς που συμμετείχαν στην ταινία χωρίς κανένα εχέγγυο. Οσο για την ταινία πιστεύω πως «κερδίζει» τη δυνατότητα να τη δει ένας μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων. Ξεκινώντας από το Βερολίνο, ελπίζω πως ανοίγει ο δρόμος της και για άλλα ταξίδια, άρα και για άλλους θεατές. Είναι σημαντικό να βλέπονται οι ταινίες και να μην αραχνιάζουν. Γίνονται για να βλέπονται, όλα τα άλλα είναι συνοδευτικά».

 

-Τι μάθατε (ή τι σας εξέπληξε) από τη διαδικασία της πρώτης σας μεγάλου μήκους ταινίας και τι εύχεστε να είναι η πορεία της –και η δική σας!– ύστερα από αυτό το πρώτο μεγάλο της βήμα;

 

«Εμαθα να σκηνοθετώ καλύτερα, να εμπιστεύομαι τους άλλους περισσότερο, να επικοινωνώ με τους ανθρώπους αποτελεσματικότερα, απέκτησα περισσότερη αυτοπεποίθηση. Για την ταινία εύχομαι να συναντήσει αυτούς που θα την καταλάβουν –όχι μόνο στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα όπου η ταινία θα διανεμηθεί από την εταιρεία Feelgood- και για μένα εύχομαι να κάνω σύντομα τα γυρίσματα της επόμενης ταινίας μου και οι άνθρωποι που θα δουλέψουν σ' αυτή να πληρωθούν κανονικά, μια και αυτό που κάνουν είναι μια δουλειά και όχι ένα χόμπι».

 

 

 

 

Scroll to top