14/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Θεόφραστος Σακελλαρίδης στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά

«Η κόρη της καταιγίδος» επιστρέφει σπίτι της

Η παράσταση των Αλέξη Ευκλείδη και Χαράλαμπου Γωγιού, που πρωτοανέβηκε το 2011 στο Φεστιβάλ Αθηνών, μετακομίζοντας στο υποδειγματικά συντηρημένο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής θέατρο δόθηκε σε ιδανικότερο από την Πειραιώς πλαίσιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γνώση και ο ζήλος, που επενδύθηκαν στη μεσοπολεμική αυτή οπερέτα, ξεπέρασαν τα.
      Pin It

Η παράσταση των Αλέξη Ευκλείδη και Χαράλαμπου Γωγιού, που πρωτοανέβηκε το 2011 στο Φεστιβάλ Αθηνών, μετακομίζοντας στο υποδειγματικά συντηρημένο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής θέατρο δόθηκε σε ιδανικότερο από την Πειραιώς πλαίσιο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γνώση και ο ζήλος, που επενδύθηκαν στη μεσοπολεμική αυτή οπερέτα, ξεπέρασαν τα προβλήματα που θέτει η ολική επαναφορά του είδους στο σήμερα

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Δυόμισι χρόνια μετά την αναβίωσή της σε σκηνοθεσία Αλέξη Ευκλείδη για το Φεστιβάλ Αθηνών (13/6/2011), η τρίπρακτη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Η κόρη της καταιγίδος» ξαναπαρουσιάστηκε στο υποδειγματικά συντηρημένο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά (ΔΘΠ). Για την παραγωγή «Οι όπερες των ζητιάνων» συνεργάστηκαν με το ΔΘΠ, ενώ όλοι οι συντελεστές πλην των μονωδών εργάστηκαν εθελοντικά: τα μέλη της Αθηναϊκής Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων και αυτά του Πειραϊκού Φωνητικού Συνόλου Libro Coro, αυτοί που δούλεψαν για την αποκατάσταση κειμένου (Α. Ευκλείδης, Κ. Δημοπούλου) και μουσικού υλικού (Χ. Γωγιός, Ι. Φόρτη). Ουσιαστικά, ήταν μια διπλή «επιστροφή στο σπίτι»: αφ’ ενός διότι η οπερέτα αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε στον Πειραιά λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα της το 1923, αφ’ ετέρου διότι το ανέβασμα στο νεοκλασικής αρχιτεκτονικής θέατρο επέτρεψε να δοθεί δίχως ηλεκτρονική ενίσχυση φωνών και με την αυθεντική ενορχήστρωση για 24 μουσικούς. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ιδανικότερο πλαίσιο!

 

Στην πράξη αυτό σήμανε ξανά την άνιση, δύσκολη αναμέτρηση με τα προβλήματα που προκύπτουν σε κάθε (σοβαρή) σκηνική αναβίωση ελληνικής οπερέτας: την ανυπαρξία αρκετών, κατάλληλων ερμηνευτών που να κινούνται με όμοια άνεση σε πρόζα, χορό και οπερατικό τραγούδι και τον σύγχρονο χειρισμό της θεματικής της σε έναν κόσμο παραπλανητικά όμοιο, αλλά και πολύ διαφορετικό από αυτόν του ελληνικού Μεσοπολέμου. Πώς ξαναπιάνει κανείς το κομμένο νήμα της οπερέτας στις αρχές του 21ου αιώνα; Βέβαιοι ότι πρόκειται για «κρυμμένο θησαυρό» ο σκηνοθέτης Αλέξης Ευκλείδης και ο συνθέτης Χαράλαμπος Γωγιός ένωσαν τις δυνάμεις τους για να ξανανεβάσουν το ξεχασμένο έργο. Το αποτέλεσμα –το 2011, και τώρα– έδειξε ότι αγαπούν, γνωρίζουν το αντικείμενο και εφαρμόζουν τις ιδέες τους με υπέρμετρο ζήλο. Παρά τις αναπόδραστες, σοβαρές εκπτώσεις, η παρακολούθηση διέθετε ενδιαφέρον και πρόσφερε απόλαυση.

 

Ελληνική οπερέτα = τηλεοπτικό σίριαλ;

 

Ο Ευκλείδης μετέφερε τη δράση στο παρόν, μπολιάζοντας τη μεσοπολεμική οπερέτα του Σακελλαρίδη με το ύφος τηλεοπτικών σειρών, που κανιβαλίζουν βουλιμικά τις στρεβλώσεις της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας. Από την εναρκτήρια σκηνή με τη νεοπλουτίστικη γαμήλια δεξίωση έως το α λα μιούζικαλ φινάλε, όλα δόθηκαν με γρήγορους θεατρικούς ρυθμούς, φροντίδα στη λεπτομέρεια, εύστοχες αιχμές. Ομως, πόσο «κολλούσαν» όλα αυτά με την κομψής αισθητικής μουσική του Σακελλαρίδη, που σήμερα ηχεί τόσο νοσταλγική και vintage; Και πόσο μεταμοντέρνο κιτς και εκτροχιασμένο lifestyle αντέχει η αναβίωση μιας μεσοπολεμικής οπερέτας πριν καταρρεύσει προς τα μέσα; Το παιχνίδι των βάναυσων αντιπαραθέσεων δεν έχει εγγυημένη έκβαση…

 

Καθώς σήμερα έχει εκλείψει το είδος του ηθοποιού/τραγουδιστή που υπηρετούσε την ελληνική οπερέτα, η διανομή στηρίχθηκε σε νεότερους. Την παρουσίαση ανέλαβαν οι πρώτοι (ξανα)διδάξαντες, που ακούσαμε στην Πειραιώς 260. Ολων οι επιδόσεις ήσαν θεατρικά πολύ καλές και στήριξαν άριστα τους καρατερίστικους ρόλους. Καθώς, όμως, τώρα τραγούδησαν δίχως «ψείρες», το μουσικό αποτέλεσμα πρόβαλε προβληματικά άνισο, κυρίως διότι τα διάσημα τραγούδια –γραμμένα από τον Σακελλαρίδη για οπερατικές φωνές– υστερούσαν φανερά σε βάρος, λάμψη, ελαφράδα, σαφήνεια μουσικού χαρακτήρα. Καλύτερα –αλλ’ όχι ιδανικά– ακούστηκαν οι Δημήτρης Νταλμπάντης (Πέτρος), Κωστής Ρασιδάκης (κύριος Γκραντίδης), Χρήστος Κεχρής (κύριος Ρονσής), Ιωάννα Φόρτη (κυρία Γκραντίδη), ενώ μάλλον ατελώς αξιοποιήθηκαν ο Ζαφείρη Κουτελιέρης (Νικόλας) και η Μαρισία Παπαλεξίου (Πλουπλού). Απαγορευτικά αδύναμη φωνητικά ήχησε η Πένυ Δεληγιάννη (Ρίκα).

 

Στα κέρδη του δεύτερου αυτού ανεβάσματος υπολογίζεται η ακρόαση του έργου με την αυθεντική ενορχήστρωση. Ασφαλώς τα προβλήματα για μια ολική επαναφορά της ελληνικής οπερέτας δεν έχουν λυθεί˙ άλλωστε ούτε τα πρόσφατα ανεβάσματα στην ΕΛΣ έπεισαν ούτε στην Ευρώπη το είδος ανθεί. Σίγουρα χρειάζονται πολλά παραπάνω για να ξαναλειτουργήσει σκηνικά η παραπλανητικά «εύκολη» οπερέτα. Ωστόσο, αυτά τα γενναιόδωρα πρώτα βήματα χαρτογραφούν με γενναιότητα το πεδίο και αναμετρώνται δίχως δίχτυ ασφαλείας με τα προβλήματα. Ο αγώνας συνεχίζεται!

 

Scroll to top