Pin It

Του Πέτρου Θ. Πιζάνια*

 

Σε κάθε δημοκρατία, ιδίως ευρωπαϊκού τύπου, η εκάστοτε πολιτική εξουσία, συγκρινόμενη με οποιαδήποτε οικονομική ελίτ αθροιστικά, κατέχει τόσο τον μεγαλύτερο πλούτο όσο και τη δύναμη εν γένει. Τα θεμελιώδη μέσα, τα οποία δίνουν στην εκάστοτε δημοκρατική πολιτική εξουσία την τεράστια διαφορά δύναμης έναντι και της ισχυρότερης οικονομικής ελίτ, είναι η διαχείριση του κράτους και η πλειοψηφία στη νομοθετική εξουσία, στο Κοινοβούλιο. Οποιαδήποτε διαταραχή σε αυτή τη διαφορά δύναμης δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο τη δημοκρατία, αλλά την ίδια την κοινωνική συνοχή, και δυνητικά το γεγονός της ζωής εν κοινωνία. Δεν έχουν ερευνηθεί οι ακριβείς αιτίες, αλλά όσο τείνουν και τελικώς επικρατούν ως κυρίαρχη δύναμη οι οικονομικές ελίτ, διαρκώς αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας μετατρέπονται από πολίτες σε ιδιώτες. Πολύ γενικά αυτή η ιδιωτικοποίηση προκαλείται είτε επειδή οι προσδοκίες και οι ενέργειες των πολιτών τείνουν όλο εντονότερα να προσανατολίζονται σχεδόν αποκλειστικά στο κυνήγι του πλούτου, οπότε μια άλλη μεγάλη μερίδα του πληθυσμού ωθείται στα περιθώρια της οικονομίας, του πολιτισμού, στη φτώχεια. Και oι δύο γενικές κατηγορίες, για διαφορετικούς λόγους, χάνουν βαθμιαία την αίσθηση του ανήκειν σε ευρείες συλλογικότητες και εν τέλει σε ένα εθνικό ή άλλο μεγάλο ιστορικό σύνολο, αρχίζοντας από την απώλεια της αξίας της πολιτικής εν γένει. Αυτή η τάση ιδιωτικοποίησης της κοινωνίας (την οποία συνήθως αποκαλούμε άνοδο του ατομικισμού) αφήνει δύο επιλογές στην πολιτική εξουσία: είτε να αφήσει την αναδυόμενη ανομία των ιδιωτών ελεύθερη είτε να καταφύγει στον κρατικό αυταρχισμό. Και οι δύο επιλογές δηλώνουν την αυξανόμενη αδυναμία της πολιτικής εξουσίας να αναπαράγει την κοινωνική συναίνεση επειδή όλο και λιγότερο έχει να κάνει με κοινωνικές ομάδες, και όλο περισσότερο με ιδιώτες. Τα παραπάνω, αξιωματικά και ως εκ τούτου σχηματικά, έχουν συγκεκριμένες εκφάνσεις στη χώρα μας. Ας τις δούμε.

 

Αν και το παιχνίδι είχε ξεκινήσει νωρίτερα, ωστόσο το επίσημο εναρκτήριο λάκτισμα προς την ιδιωτικοποίηση των Ελλήνων το έδωσε ο κ. Σημίτης. Η πρώτη μαζική μεταστροφή των πολιτών προς τα αμιγώς ιδιωτικά ενδιαφέροντα εκδηλώθηκε με τη συμμετοχή περίπου τριών εκατομμυρίων συμπολιτών μας στο χρηματιστηριακό παίγνιο τα δύο τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα και ακολούθησε ο μαζικός ιδιωτικός δανεισμός τα οποία αβαντάρισαν τυχοδιωκτικά η κυβέρνηση Σημίτη και οι τράπεζες. Ωστόσο, ήδη πριν από αυτά είχε ξεκινήσει τουλάχιστον από το 1990 η μεθοδική ιδιωτικοποίηση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας. Αναφέρομαι στην κατά παραγγελία λήψη κυβερνητικών αποφάσεων και ψήφιση νόμων στο Κοινοβούλιο προς όφελος ισχυρών ομάδων οικονομικών συμφερόντων ή ισχυρών ατόμων ή μεμονωμένων εταιρειών ελληνικών και ευρωπαϊκών. Χρειάζεται άραγε να θυμίσω την υστερία περί ιδιωτικοποιήσεων της κυβέρνησης της Ν.Δ. επί κ. Μητσοτάκη. Το τερατώδες κόστος των άχρηστων ολυμπιακών έργων; Τους οδικούς άξονες; Τη Siemens; Την πώληση του κρατικού ΟΤΕ σε κρατική γερμανική εταιρεία; Τους εξοπλισμούς, και ιδίως τα άχρηστα γερμανικά τεθωρακισμένα και τα υποβρύχια; Ο κατάλογος είναι μακρύς, αλλά η δομή της νέας φαυλότητας που διαμορφώθηκε ήταν προσαρμοσμένη στο πνεύμα του νεοφιλελευθερισμού, της αγοράς: πουλούσαν κυβερνητικές και νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Δημοκρατίας υπέρ τρίτων Ελλήνων ιδιωτών κεφαλαιούχων καθώς και ευρωπαϊκών εταιρειών, πρωτίστως γερμανικών.

 

Στην Ελλάδα, όπου πολύς λόγος γίνεται για το αρχαίο εμπορικό δαιμόνιο της φυλής, η οικονομική δύναμη των ιθαγενών κεφαλαιούχων (με εξαίρεση αρκετούς βιομηχάνους και φυσικά τους βιοτέχνες) θεμελιώθηκε ιδεολογικά στο όνομα της ελεύθερης αγοράς, και εμπράκτως με πώληση των εξουσιών της Ελληνικής Δημοκρατίας που τους πρόσφεραν οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσιπενταετίας. Τα ανταλλάγματα για τα κόμματα του εξουσιαστικού δικομματισμού, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, ήταν τα γνωστά: υποστήριξη από τα ΜΜΕ και εξασφάλιση μαύρης χρηματοδότησης των κομμάτων αυτών, ίσως και κομμάτων των χωρών προέλευσης των ευρωπαϊκών εταιρειών, κυρίως της Γερμανίας. Το τρίτο στήριγμα του εξουσιαστικού δικομματισμού, το ΚΚΕ, περιφρονώντας τη δημοκρατία, αναλώθηκε σε μια παιδαριώδη επαναστατική φλυαρία, τόσο βαθιά απολιτική και θεσμικά αδιάφορη, που γεννάει σκέψεις.

 

Η διαφθορά των ξένων εταιρειών, ιδίως των γερμανικών, όσο και των Ελλήνων κρατικοδίαιτων κεφαλαιούχων, άνθησε χάρη σε αυτή τη θεμελιώδη αγορά της πολιτικής και της θεσμικής φαυλότητας. Δεν θα πρέπει να μας μπερδεύει το νέφος των λέξεων και των ψευδών εικόνων που ακατάπαυστα κάθε ημέρα προβάλλουν τα περισσότερα ΜΜΕ. Με λίγες εξαιρέσεις, τα ΜΜΕ, επειδή αποτελούν μέρος των φαινομένων που συζητάμε, τα συσκοτίζουν με τη μέθοδο της προσωποποίησης και του εκχυδαϊσμού, ώστε να χάσουν τη μεγάλη κοινωνική και συνεπώς την πολιτική τους σημασία.

 

Αυτή η αγορά κεντρικών θεσμικών εξουσιών διευρύνθηκε κοινωνικά σε τόσο μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, επειδή οι πολιτικές εξουσίες επέλεξαν να αφήσουν ελεύθερο το σύστημα της ανομίας για κάθε ενδιαφερόμενο καπάτσο, από τραπεζίτες ή αξιωματούχους του κράτους και κομματικούς έως απλούς πολίτες. Ετσι, ευνοήθηκε ο ιδιωτικός οικονομικός τυχοδιωκτισμός για μικρούς και μεγάλους, φυσικά στο όνομα της αγοράς και του εκσυγχρονισμού ή για την άμυνα του έθνους ή της βελτίωσης της θέσης μας στην Ευρώπη. Ο βασικός πυρήνας του συστήματος αυτού παραμένει σε πλήρη λειτουργία σήμερα. Εντοπίζεται διά γυμνού οφθαλμού στις χαριστικές συμβάσεις που πρόσφερε ο σημερινός υπουργός εργολάβων για τους οδικούς άξονες. Προκύπτει σαφώς στη χαριστική παραχώρηση τηλεοπτικών συχνοτήτων, και κυριολεκτικά βγάζει μάτι στη μεθοδική και ανοιχτά κυνική συγκάλυψη της φοροδιαφυγής των ισχυρών, το λαθρεμπόριο καυσίμων κ.ά. Τέλος, προκύπτει από το γεγονός ότι προκειμένου να βρουν στηρίγματα της εξουσίας τους κατά την περίοδο της κρίσης, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δεν περιορίστηκαν στην πώληση τμημάτων της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, όπως έκαναν την προηγούμενη περίοδο, αλλά πρόσφεραν ολόκληρη την πολιτική κυριαρχία της χώρας μας στη γερμανική κυβέρνηση.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Καθηγητής Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, Τμήμα Ιστορίας, Ιόνιο Πανεπιστήμιο

 

Scroll to top