- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Εικόνες της Υβρεως

20/01/13 ART,Αρχείο Άρθρων

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Κώστα Κουτσουρέλη

 

[1]Καμιά εκατοστή χρόνια πριν, ένας σπουδαίος Ευρωπαίος, ο Ούγκο φον Χόφμανσταλ, έγραφε ότι ο δημιουργός δύο πράγματα έχει ανάγκη. Το πρώτο είναι να πείσει τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς. Το δεύτερο, ν' αγγίξει το ευρύ κοινό. Ο Μιχάλης Γκανάς τα έχει πετύχει και τα δυο. Εχει αποσπάσει τον έπαινο και του Δήμου και των Σοφιστών.

 

 

Κατάφερε να είναι περίοπτος χωρίς να του καταλογίζεται ότι έγινε ρηχός. Με τα ποιήματα, τα πεζά, τους στίχους του, κατόρθωσε να γίνει δημοφιλής αλλά την ίδια στιγμή παρέμεινε μέγεθος σεβαστό και για τους πιο καχύποπτους από τους κριτικούς μας. Είπαν γι' αυτόν, και έχουν δίκιο, ότι είναι ο τελευταίος από τους ποιητές μας εν ζωή που κατόρθωσε να μπει στον Κανόνα, αυτή την τόσο δύσκολη λέσχη των κορυφαίων.

 

Ο τίτλος του τελευταίου βιβλίου του («Άψινθος», Εκδόσεις Μελάνι, 48 σελίδες) παραπέμπει στις σελίδες της «Αποκάλυψης», στο δυσοίωνο εκείνο αστέρι που είναι να πέσει από τον ουρανό για να πικράνει τους ποταμούς και να μολύνει «τας πηγάς των υδάτων». Αλλά και στο φυτό αψιθιά, απ' όπου το αψέντι, ποτό απαγορευμένο έως πρόσφατα σχεδόν, για τις παραισθησιογόνες του ιδιότητες. (Λένε ότι ο βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του όντας υπό την επήρειά του.)

 

Ο «Αψινθος» είναι ποίημα συνθετικό. Ισχύει συνεπώς και γι' αυτό ό,τι ισχύει για την άλλη σύνθεση του Γκανά, την «Παραλογή», αλλά και για όλες τις κατορθωμένες συνθέσεις: η αξία του όλου υπερτερεί εκείνης του αθροίσματος των μερών. Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, ο Γκανάς μάς αφηγείται αποσπασματικές στιγμές του Αρμαγεδδώνα: την καταιγίδα που έρχεται, την όξινη βροχή, το τελευταίο χορτάρι, τον έσχατο άνεμο, τη διαβρωτική απληστία των πολλών, το αλάφιασμα της πυρκαγιάς.

 

Με ένα μοντάζ σχεδόν κινηματογραφικό, παραθέτει εικόνες της ύβρεως: «Ποτάμια που κυλούν όπως κυλούσαν / και πέστροφες αμέτοχες στο δράμα / ρίζες τυφλές που μπήγονται στο χώμα / κοτσύφια που περνάνε και σφυρίζουν // κι αηδόνια αηδόνια λιγοθυμισμένα / και χάρτινα βουνά μέσα στην πάχνη / που τα φυσάει ο δριμύς Θρηίκιος / και σχίζονται μεριές μεριές και φρίσσουν // και φαίνεται το στίλβον χάος από πίσω / για ποιαν αγκάλη μου μιλάς για ποια μητέρα».

 

Το θέμα του «Αψινθου» είναι παμπάλαιο: η κατακυριάρχηση της φύσης από τον άνθρωπο. Ο κόσμος που μας περιγράφει είναι αυτός της βιβλικής επαγγελίας: «[...] πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε αὐτῆς». Όμως χωρίς εξωραϊσμούς. Εξόριστοι από την Εδέμ, αυτή είναι η ιστορία που μας αφηγείται ο Γκανάς, οι γόνοι του Αδάμ και της Εύας κατακτούν πράγματι τη γη, όχι όμως ως πρόσφυγες που αναζητούν άσυλο, αλλά ως σφετεριστές αδιάφοροι αν την αφανίζουν.

 

Μολονότι βίβλος αποκαλύψεως, ο «Αψινθος» δεν κλείνει απαισιόδοξα. Τον κύκλο του θανάτου συμπληρώνει διαλογικά ο κύκλος της αγάπης: πέντε ποιήματα επιτάφια ή ερωτικά, γραμμένα για τους προσφιλείς, εξίσου πένθιμα όμως. Ισως γιατί και η Αγάπη τον καιρό της Απειλής δεν μπορεί παρά να μοιάζει με το πένθος.

 

Με το τελευταίο του βιβλίο ο Γκανάς, πρέπει να τονιστεί, γράφει ποίηση δημόσια, όχι ιδιωτική. Το ποιητικό εγώ, κι ας αχνοφαίνεται συχνά, υποχωρεί για να δώσει φωνή στο καίριο και το ώριμο, πάει να πει στο ζητούμενο του καιρού και της ώρας. Και ζήτημα μεγαλύτερο από τη βεβήλωση του πλανήτη αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει. Εμπρός του, και αυτός ο εφιάλτης της οικονομικής κατάρρευσης φαντάζει ψυχαγωγικό ενύπνιο.

 

Ο Γκανάς εμμένει σε μια ποιητική γλώσσα ανοιχτή, μια γλώσσα οικεία, απέριττη και άμεση που περικλείει, δεν αποκλείει, τον αναγνώστη. Μας θυμίζει έτσι ότι στις μεγάλες της στιγμές η ελληνική ποίηση ήταν ταυτόχρονα η τέχνη του Εγώ και του Εμείς, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Και μας υποδεικνύει έναν δρόμο ώστε αυτή πάλι σήμερα να αφήσει πίσω της την αυτάρεσκη ιδιώτευση των τελευταίων δεκαετιών και να επανέλθει εκεί όπου ανήκει: στην Πολιτεία και την Αγορά.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=16938