- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Στον άπιαστο κόσμο της ελληνικής οπερέτας

21/02/14 ART,ΘΕΜΑ,ΘΕΜΑΤΑ

Ακρόαμα φρέσκο, ρευστό και ανάλαφρο από ορχήστρα και μαέστρο. Αποστασιο­ποιημένο στιλιζάρισμα, ολοζώντανη επικοινωνιακή αφήγηση και χιούμορ από τον έμπειρο σκηνοθέτη Στάθη Λιβαθινό. Πρωταγωνιστές που συνδυάζουν φωνητική άνεση και πικάντικη σκηνική παρουσία. Το restart στο ελαφρό μουσικό θέατρο του Μεσοπολέμου συνεχίζεται με ζήλο

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Μέχρι πρότινος δικαιολογημένα θεωρούσαμε την ελληνική οπερέτα κλινικά νεκρή. Για δεκαετίες ξέραμε μονάχα τον «Βαφτιστικό» και τους «Απάχηδες των Αθηνών», άντε αραιά και πού τη «Χριστίνα». Ανυπόφορο overdose ζαχαρωμένου συναισθήματος, νοσταλγία ληγμένης ημερομηνίας, αφέλεια, θέαμα στεγνωμένο από αναρίθμητα ρουτινιάρικα ανεβάσματα, αγεφύρωτα απόμακρο από το εδώ-και-τώρα.

 

Υστερα ήρθαν απανωτά «Η κόρη της καταιγίδος» στο Φεστιβάλ Αθηνών, «Η Κρητικοπούλα» και η «Χαλιμά» στην ΕΛΣ, ένας καινούργιος «Βαφτιστικός» στο Μέγαρο Μουσικής, ξανά «Η κόρη της καταιγίδος» στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και τώρα «Το πικ-νικ» στο Μέγαρο Μουσικής.

 

Αλέξης Ευκλείδης, Πέτρος Ζούλιας, Ισίδωρος Σιδέρης, Στάθης Λιβαθινός: τέσσερις ακμαίοι Ελληνες σκηνοθέτες, ουδείς των οποίων πρόλαβε να δει ζωντανά ελληνική οπερέτα, έστω στη χρυσή δύση της, αναβιώνουν σκηνικά, ο καθένας με δικό του τρόπο, ξεχασμένες παρτιτούρες. Στα αφανή μετόπισθεν σύγχρονοι μουσικολόγοι μοχθούν, ανασταίνοντας με αγάπη και σεβασμό το ιστορικό μουσικό υλικό, ενώ, στο μεταξύ εκδόθηκε και η αποκαλυπτική μελέτη του Μανώλη Σειραγάκη για το ελαφρό μουσικό θέατρο στην Αθήνα του Μεσοπολέμου.

 

Το διαμελισμένο σώμα –μάλλον πτώμα!–της ελληνικής οπερέτας επιτέλους συναρμολογείται, το παγωμένο δραματουργικό δυναμικό της αρχίζει να ζεσταίνεται, οι ξεχασμένοι κώδικές της να σπάνε. Ωστόσο, όταν το νήμα μιας ζωντανής παράδοσης κόβεται, αυτή διακόπτεται οριστικά. Το γενναίο restart, που με τόσο ζήλο επιχειρούν θεσμοί και σκηνοθέτες, είναι ουσιαστικά ένας γενναίος αγώνας επανεφεύρεσης.

 

Αυθόρμητα και στα σοβαρά, δίχως δόση ειρωνείας ή πρόθεση προαπόρριψης, αναρωτιέσαι: «Γιατί ανεβάζει κανείς οπερέτα σήμερα; Πώς και για ποιους;» Ως άσκηση νοσηρής καρντποσταλικής νοσταλγίας και ηδονικής φυγής, κατάλληλης για συνταξιούχους; Ως μουσικολογική αναβίωση; Ως σαρκαστική, παρωδία στο μουσικοαισθητικό αποτύπωμα του συλλογικού συναισθήματος και της κοσμοαντίληψης μιας εποχής; Ως «αντινοσταλγική» ανατομία των κοινωνικών ηθών και της μουσικής ενός μείζονος, μέχρι χθες αφανούς κεφαλαίου του εγχώριου πολιτιστικού βίου; Διατηρεί κανείς ορατή την ιστορική γείωση των έργων σε τόπο και χρόνο; Τελικά, είναι εφικτή μια θετική, λειτουργική αναβίωση της ελληνικής οπερέτας ύστερα από έναν αιώνα κινηματογράφου και τηλεόρασης;

 

Οπως έδειξε και η παραγωγή του «Πικ νικ», πειστική, οριστική απάντηση ακόμη δεν έχει δοθεί, μόνον προσεγγίσεις: το χάσμα της κομμένης παράδοσης, αλλά και αυτό της συλλογικής άγνοιας/αγνόησης του εγχώριου ιστορικού παρελθόντος εμποδίζουν τη συνάντηση με το σημερινό κοινό. Ομως το ψάξιμο ασυζητητί αξίζει και –γιατί όχι;– θα αποδώσει.

 

Ψηφιοποιημένη νοσταλγία

 

Στο ανέβασμα του «Πικ-Νικ» στο Μέγαρο Μουσικής (19/2/2014), ο Στάθης Λιβαθινός επέλεξε να μην καταδυθεί, αλλά να σταθεί σε κάποια απόσταση από τον κόσμο του Ελληνα Σακελλαρίδη και της συγκεκριμένης Αθήνας της Μπελ Επόκ. Το θέαμα που έστησε ήταν αποστασιοποιημένα στιλιζαρισμένο, βασισμένο σε γενικές εικαστικές αναφορές στον βωβό κινηματογράφο και τη δυτική μόδα της εποχής. Απουσίαζε οιαδήποτε αναφορά στην έντονα αθηναϊκή γεύση, που τόσο εύστοχα επισημαίνει ο Πέτρου στο θαυμάσιο κείμενο του προγράμματος.

 

Ντυμένοι με μάλλον άβολα, διπλά κουστούμια –ρούχα του 1915 και από πάνω φορετές ποδιές/χαρτοκοπτικές ευρωπαϊκής μόδας– τραγουδιστές και ηθοποιοί υποδύθηκαν τους μονοδιάστατους χαρακτήρες των Αθηναίων αστών, που παριστάνουν τους μοντέρνους και μπλέκουν σε πικάντικες ερωτικές περιπέτειες. Την όψη της παράστασης πλαισίωσαν γενικόλογη καρτποσταλική σκηνογραφία (Ελένη Μανωλοπούλου), ψηφιακές προβολές αποσπασμάτων «βωβού» κινηματογράφου (Χρήστος Δήμας) και ενοχλητικά υποτονικοί φωτισμοί (Αλέκος Αναστασίου).

 

Εμπειρος σκηνοθέτης, ο Λιβαθινός δεν άφησε τίποτε στην τύχη. Κίνησε άπαντες τους επί σκηνής με ενεργό θεατρικό ένστικτο και, βοηθούμενος από την Ερση Πήττα στην εκφραστική κινησιολογία, αναβίωσε θαρραλέα το πλήρες, δίωρης διάρκειας «Πικ νικ». Εστησε μιαν ολοζώντανη, κινητική σκηνική αφήγηση, αβίαστα επικοινωνιακή, παλλόμενη από χιούμορ, ισορρόπησε αριστοτεχνικά τις αλλεπάλληλες μεταπτώσεις από εκτεταμένες παραγράφους πρόζας σε τραγούδι, «χορογράφησε» ωραία τα σύνολα, χειρίστηκε απολαυστικά τα διάφορα γκαγκς.

 

Νέα γενιά ερμηνευτών οπερέτας

 

Μουσικά η παράσταση έρρευσε εξαιρετικά υπό την ασφαλή διεύθυνση του Γιώργου Πέτρου. Σίγουρα στη διανομή του «Πικ νικ» δεν περιλαμβάνονταν σημερινά αντίστοιχα μιας Ανθής Ζαχαράτου ή ενός Μιχάλη Χελιώτη (για να περιοριστούμε στην τελευταία γενιά τραγουδιστών που διέθετε τον ιδανικό συνδυασμό φωνητικής γλύκας και σκηνικής τσαχπινιάς). Ωστόσο στους σταθερούς πρωταγωνιστές των τελευταίων παραγωγών οπερέτας ξεχωρίζουν σαφώς συμμετοχές, που παγιώνουν μια πειστική ερμηνευτική μανιέρα: οι Δημήτρης Ναλμπάντης, Μιχάλης Ρασιδάκης, Χάρης Αδριανός και Χρήστος Κεχρής φαίνονται όλο και πιο άνετοι στους τονισμένα καρατερίστικους ρόλους τους. Με ίδια άνεση κινήθηκαν η υψίφωνος Μυρσίνη Μαργαρίτη και η μεσόφωνος Ειρήνη Καράγιαννη, διαθέτοντας ιδανικό συνδυασμό φωνητικής άνεσης και απολαυστικά πικάντικης σκηνικής παρουσίας. Τους παραπάνω πλαισίωσε πλειάδα άλλων μονωδών –θαυμάσια η Λυδία Αγγελοπούλου ως ώριμη κ. Φραμπαλά!– και ηθοποιών, ομοίως ακομπλεξάριστα συντονισμένων στο γενικό, ιλαρό –μεταξύ ψευτοσεμνότυφου και κρυφοπορνό!– στίγμα του έργου.

 

Ζωντανεύοντας την παρτιτούρα, που με φροντίδα αποκατέστησε ο Γιάννης Τσελίκας, ο αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου διηύθυνε την Καμεράτα σε ένα ακρόαμα φρέσκο, ρευστό και ανάλαφρο, με ωραίο ρυθμικό παλμό. Συνολικά η παράσταση αφήνει ανάμεικτες εντυπώσεις, που, όμως, όταν τις επεξεργάζεσαι αργότερα, ανακαλύπτεις πράγματα για τον Σακελλαρίδη, την ελληνική οπερέτα, τη εθνική σχέση με την Ευρώπη και τον μοντερνισμό… Και, όπως στην περίπτωση του «Βαφτιστικού», η ίδια παράσταση ανεβασμένη σε μικρότερη σκηνή και με λίγο μεγαλύτερο κόστος παραγωγής θα πετούσε!

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=176515