- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

1941-44: Η Οικονομία από την Κατοχή ώς την Απελευθέρωση

05/03/14 ΝΕΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ,ΣΕΛΙΔΕΣ

Κάθε χώρα έχει ένα annus mirabilis. Είναι μια χρονολογία κατά την οποία συμβαίνουν πολλά και εμβληματικά γεγονότα, ένα κλειδί πύκνωσης του ιστορικού χρόνου. Το τεύχος 84 του γαλλικού περιοδικού Nouvel Observateur που κυκλοφόρησε τον περασμένο Νοέμβριο ήταν αφιερωμένο στο «1943». Αφηγούνταν γνωστές και άγνωστες πτυχές της ναζιστικής κατοχής και της Αντίστασης, όπως συμπυκνώθηκαν εκείνη τη χρονιά-ορόσημο η οποία δεν σημάδεψε μόνο τις μεταπολεμικές τύχες της Γαλλίας, αλλά επικαθόρισε και τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιληπτές οι τομές και οι συνέχειες στο ιστορικό συνεχές.
Το 1944 υπήρξε ένα τέτοιο έτος για την Ελλάδα. Είναι η χρονιά που ανέτειλε μέσα στο βαθύτερο σκοτάδι της ναζιστικής κατοχής και έδυσε στην αποφασιστικότερη στιγμή του εμφύλιου σπαραγμού, με την Αθήνα να βομβαρδίζεται από βρετανικά στρατεύματα. Είναι η χρονιά της κλιμάκωσης όλων των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων που βρίσκονταν σε έξαρση το 1943: της Αντίστασης, του ανταρτοπολέμου, της ναζιστικής βίας, της οικονομικής κατάρρευσης, του δωσιλογισμού, των Ταγμάτων Ασφαλείας, της πολιτικής πόλωσης, του εμφύλιου μίσους. Ο ριζοσπαστισμός που είχε προκύψει μέσα στις συνθήκες της ξένης κατοχής είχε, ύστερα από τρία χρόνια κατοχής, μετουσιώσει πια τον αντικατοχικό αγώνα σε ανατρεπτική βούληση για πολιτική ανανέωση της χώρας. Ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, που από το 1943 είχε πάρει ένοπλη διάσταση, ήταν τώρα απόλυτος. Είχαν πλέον χαραχθεί τα περιγράμματα της αναμέτρησης ανάμεσα στο ΕΑΜ και το ετερόκλητο στρατόπεδο που συσπειρωνόταν γύρω από την ανάγκη υπεράσπισης του αστικού πολιτικού κοινωνικού καθεστώτος, μέσα και έξω από τη χώρα. Η γερμανική κατοχική εξουσία και η βρετανική εξωτερική πολιτική συγκροτούν το διεθνές πλαίσιο μέσα στο οποίο ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος –ρευστός ως προς τις χρονικές του απολήξεις– ξέσπασε στις εκρηκτικότερες διαστάσεις του.
Μια σειρά άρθρων από νέους ιστορικούς επιχειρούν να καλύψουν σε πλάτος και βάθος τα ίχνη αυτής της σημαδιακής χρονιάς στο πεδίο της ιστοριογραφίας και του δημόσιου λόγου, αναζητώντας πληροφορίες και υλικό για ένα «θαυμαστό έτος» της ελληνικής ιστορίας.

 

Του Βασίλη Γ. Μανουσάκη*

 

«Προχθές έφαγα δύο πάστες στου Μιλάνου στην Κηφισιά. Την πρώτη την πλήρωσα 16.000.000˙ τη δεύτερη, αμέσως μετά, ούτε πέντε λεπτά δεν είχαν περάσει, 20.000.000!»

 

Ελένη Βλάχου: «Πενήντα και κάτι… δημοσιογραφικά χρόνια», τόμος Α΄, σελ. 163.

 

Η αναφορά αυτή τον Αύγουστο του 1944 δείχνει μια από τις γνωστότερες πτυχές της Οικονομίας κατά το τελευταίο έτος της Κατοχής: αυτή του υπερπληθωρισμού. Ταυτόχρονα όμως υποδηλώνει πως, παρά τις δυσκολίες και τις ελλείψεις, το 1944 δεν ήταν σαν τον χειμώνα του 1941-42 που οι περισσότεροι κάτοικοι των ελληνικών πόλεων αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας. Το επισιτιστικό δεν αποτελούσε πια το 1944 το κυρίαρχο πρόβλημα των Ελλήνων, κάποιοι από τους οποίους μπορούσαν να ξεγελιούνται με τις καθημερινές μικρές απολαύσεις όπως οι πάστες, ενώ κάποιοι άλλοι είχαν ακόμα και τη δυνατότητα να «συγκεντρώνονται στις αίθουσες νέων καζίνων» και να ποντάρουν μικρές περιουσίες ή να αγοράζουν για δώρα πολυτελή «ρολογάκια ελβετικά» με ρουμπίνια, φώσφορο και άθραυστο γυαλί.

 

Αυτοί οι θαμώνες των κατοχικών καζίνων και οι αγοραστές των ειδών πολυτελείας ανήκαν κυρίως στην κατηγορία των νεόπλουτων της Κατοχής. Τα εισοδήματά τους έρχονταν από τρεις πηγές: α) τη μαύρη αγορά, συνήθως τροφίμων, β) τις προμήθειες και τα έργα των Αρχών Κατοχής και γ) την εκμετάλλευση της τεχνητής ισοτιμίας μάρκου-δραχμής, η οποία τους επέτρεπε να κερδίζουν αξιόλογα ποσά από τα είδη που μπορούσαν να εισάγουν στη χώρα. Το φθινόπωρο του 1942, για παράδειγμα, τα κέρδη από την πώληση των τεχνητά φτηνών αυτών προϊόντων έφταναν στο 40.000% – 50.000% της αρχικής επένδυσης.

 

Ιδιαίτερα στη βόρεια Ελλάδα υπήρχε εξάλλου και η κατηγορία κάποιων Ελλήνων εθνικοσοσιαλιστών και άλλων συνεργατών του κατακτητή, οι οποίοι λάμβαναν ως αμοιβή την άδεια να εκμεταλλευτούν τις περιουσίες των Εβραίων που αποστέλλονταν για εξόντωση στα στρατόπεδα της Γερμανίας και –κυρίως– της Πολωνίας.

 

Πολυτέλειες για λίγους

 

Ωστόσο, για τους περισσότερους Ελληνες τέτοιες πολυτέλειες έμοιαζαν εξωπραγματικές. Μπορεί να μην κινδύνευαν πια να πεθάνουν άμεσα από την πείνα, όπως το 1941-42, αφού η διεθνής βοήθεια και η σχετική ομαλοποίηση των συσσιτίων είχαν περιορίσει το πρόβλημα αυτό, αλλά η εκτόξευση του πληθωρισμού το 1944 εξαφάνισε γρήγορα τις πραγματικές αμοιβές μετά από την πρόσκαιρη αύξησή τους το 1943.

 

Ο πληθωρισμός που κατέτρωγε τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων ήταν άμεση συνέπεια της Κατοχής. Τα έξοδα Κατοχής είχαν κορυφωθεί τον προηγούμενο χρόνο (1943) και η ελληνική Οικονομία δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει. Οι περισσότεροι προϋπολογισμοί της περιόδου που προηγήθηκε του πολέμου μπορεί να μην ήταν πλεονασματικοί, αλλά τα έσοδα κάλυπταν πάνω από το 95% των εξόδων. Την περίοδο 1941-42 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 22%, το 1942-43 στο 18%, για να καταρρεύσει ολοκληρωτικά (μόλις 6%) το 1944.

 

Η δυσαναλογία αυτή οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στη χρηματοδότηση των υπέρογκων εξόδων των δυνάμεων Κατοχής, αλλά και των ταμείων που κατέρρεαν λόγω της ουσιαστικής εκμηδένισης των εισφορών. Κάποιο μικρότερο ρόλο έπαιζε και η προσπάθεια της κατοχικής κυβέρνησης να προσεταιριστεί μέρος του λαού με ένα από τα λίγα όπλα που είχε στη διάθεσή της: τους διορισμούς στο Δημόσιο.

 

Αν και το μισθοδοτικό βάρος στις κρατικές δαπάνες δεν πλησίαζε εκείνο των δαπανών των δυνάμεων Κατοχής, οι τελευταίες δεν μπορούσαν εύκολα να μειωθούν και έτσι, κατόπιν γερμανικής πίεσης, διατάχθηκε η απαγόρευση του διορισμού νέων υπαλλήλων και της προαγωγής των υπολοίπων. Οι διορισμένοι από τις κυβερνήσεις Κατοχής υπάλληλοι κατάφεραν να γλιτώσουν την απόλυση, αλλά στον ιδιωτικό τομέα αποφασίστηκε η απελευθέρωση των απολύσεων, για να βρεθούν εργάτες διατεθειμένοι να μεταβούν για εργασία στις πολεμικές βιομηχανίες της Γερμανίας και να μειωθεί το εργατικό κόστος στις ελληνικές επιχειρήσεις.

 

Δημόσιο χωρίς έσοδα

 

Το μεγάλο έλλειμμα των δημοσίων εσόδων δεν προερχόταν όμως μόνο από την αύξηση των δαπανών, αλλά και από τη τεράστια μείωση των πραγματικών εσόδων από τη φορολογία, αφού σε κανένα από τα κατοχικά έτη τα κρατικά έσοδα δεν ξεπέρασαν (σε πραγματική αξία) το 5% εκείνων της προπολεμικής περιόδου. Μια αιτία ήταν το σοβαρό πλήγμα που δέχτηκε ο παραγωγικός ιστός της χώρας από την Κατοχή. Αν και δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία, η de facto προσάρτηση του μεγαλύτερου τμήματος της δυτικής Θράκης και της ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία, η απώλεια των μεταναστευτικών εμβασμάτων, οι σημαντικές ελλείψεις σε καύσιμα και πρώτες ύλες, αλλά και τα εμπόδια που επέφερε η διαμάχη για τον έλεγχο της αγροτικής παραγωγής και οι εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1943 και κυρίως του 1944, έπληξαν σημαντικά το ΑΕΠ της χώρας, το οποίο κατά το 1944 πιθανότατα βρισκόταν κάτω από το 60% του τελευταίου «κανονικού» (ειρηνικού) έτους, του 1938.

 

Η αδυναμία αύξησης των κρατικών εσόδων οφειλόταν όμως εν μέρει μόνο στην μείωση της φορολογούμενης παραγωγής. Εξάλλου η παραγωγή παρέμενε σημαντικά υψηλότερη από τους απαισιόδοξους επίσημους υπολογισμούς των κυβερνήσεων συνεργασίας. Σημαντικό ρόλο στην αποτυχία αυτή έπαιζε η αντίσταση (οργανωμένη ή μη) των φορολογούμενων –ειδικά μάλιστα των γεωργών και κτηνοτρόφων– που θεωρούσαν πως, εκτός από ζημιογόνα για τα έσοδά τους, η φορολογία σε χρήμα και κυρίως σε είδος τροφοδοτούσε ουσιαστικά τα στρατεύματα του Αξονα στην περιοχή.

 

Μέχρι το 1944 η οργανωμένη αντίσταση –και ειδικά το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ– έλεγχε σημαντικό τμήμα της ορεινής κυρίως χώρας στήνοντας τον δικό του, αντίπαλο σε εκείνο της Αθήνας, «κρατικό» μηχανισμό. Ετσι η διοικητική αποδιάρθρωση της χώρας λόγω του διαχωρισμού της σε ιταλική, γερμανική και βουλγαρική ζώνη Κατοχής μέχρι το 1943, συνεχίστηκε το 1944, με τον διαχωρισμό σε ένα ψηφιδωτό μικρών και μεγάλων ζωνών ή «κηλίδων», άλλων ελεγχόμενων από τις γερμανικές δυνάμεις και το κατοχικό κράτος, άλλων από τη Βουλγαρία και άλλων από την «κυβέρνηση του Βουνού».

 

Κράτος στις πόλεις

 

Στα τέλη της Κατοχής ο κρατικός μηχανισμός μπορούσε πια να λειτουργεί με σχετική ασφάλεια μόνο στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις επαρχιακές πόλεις, ενώ έχανε τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της ελληνικής επαρχίας.

 

Δεν υπήρχε λοιπόν άλλο μέσο για τη χρηματοδότηση των δαπανών από την κοπή νέου πληθωριστικού χρήματος, το οποίο σχεδόν στο σύνολό του πήγαινε στην πληρωμή των δαπανών των δυνάμεων Κατοχής. Την ίδια στιγμή η αναλογία της πραγματικής νομισματικής κυκλοφορίας σε σχέση με την εγχώρια παραγωγή έτεινε να εκμηδενιστεί. Με άλλα λόγια, το 1944 ο Αξονας κατάφερνε μεν να απομυζά μεγάλο μέρος της συνεχώς περιοριζόμενης εγχρήματης Οικονομίας, κατεύθυνε όμως έτσι ολοένα και μεγαλύτερο μέρος της συνολικής ελληνικής Οικονομίας εκτός των θεσμοθετημένων οικονομικών λειτουργιών, στα χέρια της Αντίστασης και της μαύρης (και συχνά αντιπραγματιστικής) Οικονομίας.

 

Σε τέτοιες συνθήκες, οι όποιες κρατικές παρεμβάσεις για τη ρύθμιση των τιμών μόνο πολύ περιορισμένη επιτυχία θα μπορούσαν να έχουν έτσι κι αλλιώς. Εξάλλου η φιλελευθεροποίηση, ο περιορισμός δηλαδή των περισσότερων ρυθμιστικών μέτρων στη λειτουργία της αγοράς, επέτρεπε μέτρα για τη στήριξη της δραχμής, όπως την πώληση στο χρηματιστήριο των χρυσών λιρών που οι Γερμανοί είχαν αρπάξει από τους Εβραίους της Ευρώπης, και τη νομιμοποίηση αρκετών «ελεύθερων τιμών» ελπίζοντας στον περιορισμό της μαύρης αγοράς. Παρά λοιπόν τη θεωρητική απέχθεια του ναζισμού προς τον φιλελευθερισμό, στην πράξη οι Γερμανοί τον υιοθέτησαν από τα τέλη του 1942 στην Ελλάδα, τουλάχιστον εκεί που τους συνέφερε. Ο Γερμανός ειδικός εντεταλμένος για τα οικονομικά ζητήματα στην Ελλάδα Χέρμαν Νοϋμπάχερ υπεδείκνυε, για παράδειγμα, στην ελληνική κυβέρνηση να «μη υπερβαίνει κατά τον καθορισμόν των τιμών των εμπορευμάτων, την εξέλιξιν των τιμών του συναλλάγματος, εάν θέλει ν’ αποφύγει την πρόκλησιν ζημιών διά τους κατόχους των εμπορευμάτων», ενώ δικαιολογούσε την απόφαση «ενσυνειδήτως ν’ ακολουθούν την αρχήν της ελευθέρας Οικονομίας, διότι εις αυτήν ακριβώς την χώραν το άθροισμα των ατομικών οικονομικών προσπαθειών αποτελεί μίαν όλως ιδιαιτέραν δύναμιν» (εφημερίδα «Πρωία», 27/5/1944, «Ο πρεσβευτής Δρ. Νοϋμπάχερ εις το χρηματιστήριον Αθηνών»).

 

Μετά την Κατοχή, τι;

 

Οι συζητήσεις για την πολιτική κατεύθυνση της χώρας κατά την επερχόμενη απελευθέρωση ήταν αρκετά διαδεδομένες στις οικονομικές εφημερίδες, αν και σχετικά σπάνια εμφανιζόταν κάποιος να υποστηρίζει τόσο ανοικτά μιας μορφής «παλιομοδίτικο» φιλελευθερισμό.

 

Συχνότερες ήταν οι αναφορές σε κάποιας μορφής σοσιαλισμό που δεν καταργούσε όμως την αγορά, ή στον «κοινωνικό φιλελευθερισμό». Χαρακτηριστικό ήταν το ερώτημα του «Οικονομολόγου Αθηνών»: «συμφέρει η επάνοδος εις τον φιλελευθερισμόν ή πρέπει να κυριαρχήσει ο παρεμβατισμός;».

 

Οπως παρατηρούσε ο συγγραφέας «ελάχιστοι απέμειναν σήμερον οι πιστεύοντες ότι η επάνοδος εις τον φιλελευθερισμόν είναι δυνατή και ευκταία. Ο άκρατος φιλελευθερισμός έζησε την εποχήν του» (πρώτο από σειρά άρθρων «τα Οικονομικά και Κοινωνικά Προβλήματα» που ξεκινούσε στις 26/8/1944).

 

Η πολυαναμενόμενη απελευθέρωση είχε ως αποτέλεσμα να βγουν ακόμα καθαρότερα στην επιφάνεια οι διαφορετικές αντιλήψεις για την κατεύθυνση της χώρας και να τονιστούν οι προσδοκίες για την τιμωρία όσων συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και βγήκαν κερδισμένοι από την μεγάλη αναδιανομή εισοδημάτων του 1941-44.

 

Ο φόβος –στα όρια του πανικού– που κυριαρχούσε σε μεγάλο τμήμα των αστικών στρωμάτων της χώρας για την κυριαρχία του «μισητού» κομμουνισμού, συνδυάστηκε με τον αντίστοιχο πανικό όσων ανέμεναν τη σκληρή τιμωρία για τις οικονομικές ή άλλες δραστηριότητές τους κατά την Κατοχή, για να δημιουργήσουν ένα μέτωπο που αύξανε το διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και απομάκρυνε κάθε πιθανότητα συμφιλίωσης.

 

Εν τέλει… Εμφύλιος

 

Τελικά, τα γεγονότα των Δεκεμβριανών και ο Εμφύλιος που ακολούθησε είχαν αποτέλεσμα, αφενός να καθυστερήσει ακόμα περισσότερο η οικονομική ανάρρωση της χώρας, που κατάφερε να επανέλθει (με όρους ΑΕΠ) στα προπολεμικά επίπεδα, αργότερα από τις περισσότερες άλλες κατεχόμενες χώρες (μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1950), και αφετέρου να μην ολοκληρωθεί η δικαστική κάθαρση των συνεργατών των κατακτητών. Οπως έγραφε ένας από τους εισαγγελείς (επιτρόπους) των Ειδικών Δικαστηρίων (δωσίλογων):

 

«Υιοθετήθηκε και έγινε credo και πεποίθησή τους, πως όσα εγκλήματα έκαμαν οι δοσίλογοι τα έκαμαν από πατριωτισμό!!! Για να σώσουν την Ελλάδα από τον κομμουνιστικό κίνδυνο και γιαυτό χώρισαν τα πρόβατα, τους δοσιλόγους, από τα ερίφια, τους αριστερούς. Και των μεν προβάτων, των δοσιλόγων, τα εγκλήματα ή ήταν πλήρως συγχωρητά και ‘αθώος’ ο κατηγορούμενος, ή ήταν γεμάτα από ελαφρυντικά και τότε κηρύσσονταν μεν ένοχοι με καταδίκη – θωπεία για να ακολουθήσουν γρήγορα οι μετριασμοί της ποινής και η πλήρης χάρη. Γενικά, τότε, οι δοσίλογοι απολάμβαναν και από τη δικαιοσύνη και από τη διοίκηση τη ρήτρα του μάλλον ευνοούμενου κράτους, που λένε στο Διεθνές Δίκαιο».

 

Παύλου Δελαπόρτα: «Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου», β΄ έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1978, Σελ. 39

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ο Βασίλης Γ. Μανουσάκης ολοκληρώνει την περίοδο αυτή το διδακτορικό του που εκπονεί στο ΑΠΘ για την Οικονομία την περίοδο της Κατοχής. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίων και ιστορικά αφιερώματα εφημερίδων.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=179396