- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Μια αβέβαιη αναμέτρηση

17/03/14 ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το ασαφές διακύβευμα, οι αλλαγές του εκλογικού νόμου, ο αντικομματισμός και η αποχή θα καθορίσουν το εκλογικό αποτέλεσμα στις διπλές κάλπες του Μαΐου

 

Η αποχή στις Ευρωεκλογές αυτή τη φορά αποτελεί και πολιτική επιλογή αφού μεθοδεύτικε σιωπηρά απ’ την κυβέρνηση με μια σειρά αλλαγών του εκλογικού θεσμικού πλαισίου

 

Του Γιάννη Μαυρή*

 

6Οι εκλογές του προσεχούς Μαΐου θα διεξαχθούν: α) σε συνθήκες αποσταθεροποίησης του (δι)κομματικού συστήματος και συνεχιζόμενης βαθύτατης κρίσης εκπροσώπησης, η οποία δεν επιλύθηκε με τις εκλογές του 2012. Η μεγάλη δυστοκία που παρατηρείται στην ανεύρεση και την επιλογή των υποψηφίων αποτελεί απλό σύμπτωμα αυτής της κρίσης και της δομικής αποδυνάμωσης των κομμάτων. β) Επίσης, σε συνθήκες σημαντικής θεσμικής υποβάθμισης (για διαφορετικούς λόγους), τόσο του ρόλου των τοπικών εκλογών όσο και κυρίως των ευρωεκλογών.

 

Αύξηση της αποχής

 

Οι δύο παράλληλες διαδικασίες θα οδηγήσουν, χωρίς καμία αμφιβολία, σε σημαντική αύξηση της εκούσιας και ακούσιας αποχής. Η αύξηση της αποχής έχει μακροχρόνιες αιτίες, που οφείλονται στην αλλαγή της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών. Δυστυχώς, όμως, η αύξηση της αποχής στις φετινές ευρωεκλογές, ιδίως των ετεροδημοτών και των νέων ψηφοφόρων, φαίνεται ότι αποτελεί και πολιτική επιλογή, στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού· μεθοδεύτηκε σιωπηλά από την κυβερνητική πλειοψηφία, με μια σειρά αλλαγών του εκλογικού θεσμικού πλαισίου, οι οποίες ψηφίστηκαν ως συνήθως με εμβόλιμες τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια.

 

Τέτοια αλλαγή είναι, για παράδειγμα, η -για πρώτη φορά από το 1981- ταυτόχρονη διεξαγωγή των ευρωεκλογών με τον β’ γύρο των δημοτικών και η σύντμηση, κατά 2 εβδομάδες (από τις 31/3, που ίσχυε παγίως, στις 14/3 – ήδη έληξε) της χρονικής προθεσμίας για τις μεταδημοτεύσεις και την εγγραφή στους ειδικούς καταλόγους των ετεροδημοτών, που συνιστά σαφέστατη συρρίκνωση του εκλογικού δικαιώματος.

 

Η αύξηση της αποχής ευνοείται και από άλλους αντικειμενικούς κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, συγκυριακούς ή μη, όπως είναι η κατακόρυφη αύξηση του κόστους μετακίνησης (των ετεροδημοτών) από την αρχή του έτους λόγω διοδίων, ο εορτασμός του Πάσχα ένα μήνα πριν (20/4), που σημαίνει ότι κάποιος ετεροδημότης εκλογέας για να ψηφίσει θα χρειαστεί 3 μετακινήσεις εντός 35 ημερών, αλλά και η διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων την επαύριο των ευρωεκλογών, που αφορά ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος (παλιοί και νέοι υποψήφιοι, γονείς, εκπαιδευτικοί, φροντιστές, σχολικοί υπάλληλοι κ.λπ.).

 

Το άγνωστο πλαίσιο της αναμέτρησης

 

Ετσι, το γενικό πλαίσιο της αναμέτρησης καθίσταται εντελώς απρόβλεπτο και διαφοροποιείται ριζικά, τόσο από εκείνο που υπήρχε στις προηγούμενες ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009, δηλαδή πριν από την εκδήλωση της ελληνικής κρίσης και την υπαγωγή της Ελλάδας στο Μνημόνιο, όσο και από το πλαίσιο των προηγούμενων δημοτικών/περιφερειακών του Νοεμβρίου 2010, όταν η κρίση των κομμάτων διακυβέρνησης, ιδίως του ΠΑΣΟΚ, δεν είχε λάβει ακόμη καταστροφικές μορφές.

 

Στις ευρωεκλογές του 2009, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ) έλαβαν αθροιστικά 68,9%, ενώ στις βουλευτικές που ακολούθησαν (Οκτώβριος 2009) συγκέντρωσαν 77,4% (και το ΠΑΣΟΚ 43,9%). Ακόμη και η περιφερειακή επιρροή τους (που διαφέρει βέβαια από τις βουλευτικές), στο τέλος του 2010 (7/11/2010), εκτιμήθηκε από την Public Issue σε 67,2% (του ΠΑΣΟΚ σε 34,6%).

 

Η εικόνα αυτή δεν έχει προφανώς καμία σχέση με τη σημερινή. Στη μέτρηση Μαρτίου της Public Issue, η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, σε περίπτωση βουλευτικών εκλογών, εκτιμάται αθροιστικά σε 33,5% (του ΠΑΣΟΚ σε 5,5%), ενώ η «πρόθεση ψήφου» για αυτά τα δύο κόμματα στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν φαίνεται να υπερβαίνει, σήμερα, ούτε καν αυτό το ποσοστό. (Μεθοδολογικά δεν είναι εύκολο να δοθεί εκτίμηση για τις ευρωεκλογές, όπως δίδεται για τις βουλευτικές). Η διαφορά στην πολιτική συγκυρία είναι επομένως οφθαλμοφανής.

 

Αυτός ο ουσιώδης λόγος, ωστόσο, δεν είναι ο μόνος για τον οποίο το πλαίσιο της επικείμενης τριπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου παραμένει άγνωστο και εν πολλοίς πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Για πρώτη φορά, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν, ταυτοχρόνως, για τρεις εντελώς διαφορετικές βαθμίδες εκπροσώπησης (δήμαρχο, περιφερειάρχη και πλέον και ευρωβουλευτή), κάθε μία σε διαφορετική απόσταση από τον πολίτη και με εντελώς διαφορετικό αντικείμενο αρμοδιοτήτων (για την πόλη τους, την περιφέρεια και την Ευρώπη). Καμία σοβαρή συζήτηση δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί για όλα αυτά τα ζητήματα μαζί και ταυτοχρόνως. Η σύγχυση των εκλογικών μορφών που προκαλείται στους εκλογείς είναι προφανής.

 

Οι επερχόμενες δημοτικές εκλογές είναι οι δεύτερες που διεξάγονται μετά την εφαρμογή του σχεδίου «Καλλικράτης», ενώ οι (νέου τύπου) περιφερειακές εκλογές, που καθιερώθηκαν το 2010, διαδέχθηκαν τις βραχύβιες νομαρχιακές (1994-2006).

 

Η θεσμική υποβάθμιση των εκλογών

 

Οι τοπικές εκλογές διεξάγονται σε συνθήκες σημαντικής υποβάθμισης του θεσμικού ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η κρίση των οικονομικών της Τ.Α. είναι βέβαια ο βασικός παράγοντας που έχει οδηγήσει στην ουσιαστική αποδυνάμωσή της. Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος σημαντικός παράγων, ο οποίος οδηγεί επίσης σε θεσμική αποδυνάμωση, πολιτικού και κοινωνικού χαρακτήρα. Οι νέοι θεσμοί της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Καλλικρατικοί δήμοι και περιφέρειες), στην ουσία, αντί να προσελκύουν, απομακρύνουν τον πολίτη από την πολιτική διαδικασία. Η μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη», με τη συνένωση ιστορικά και κοινωνικά ανομοιογενών περιοχών, αποξενώνει και απομακρύνει σημαντικά τους πολίτες από την τοπική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα μειώνει δραστικά και το κοινωνικό ενδιαφέρον για αυτές. Ως αξίωμα, ο νέος «καλλικρατικός» δήμαρχος τοποθετείται πιο κοντά στον «έπαρχο», παρά στον παραδοσιακό δήμαρχο/κοινοτάρχη.

 

Οι αντιθέσεις που πυροδότησε η εφαρμογή του σχεδίου και η κοινωνική δυσαρέσκεια που παρήγαγε μάλλον συγκαλύπτονται και υποβαθμίζονται. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, το 64% των πολιτών θεωρεί το «καλλικρατικό» σχέδιο αποτυχημένο και -σημαντικότερο- το 60% (δηλαδή 6 στους 10) πιστεύει ότι ο παλιός δήμος ή η κοινότητα όπου κατοικούσαν δεν ωφελήθηκε από τις συνενώσεις (Public Issue, Ερευνα Πολιτικής Συγκυρίας, Μάρτιος 2014).

 

Μετά τον «Καλλικράτη», οι δημοτικές εκλογές έχουν χάσει το ειδικό ενδιαφέρον που διατηρούσαν παραδοσιακά. Οι ιστορικοί δήμοι και κοινότητες της χώρας από 6.000 περιορίστηκαν με το σχέδιο «Καποδίστριας» σε περίπου 1.000 και τώρα με τον «Καλλικράτη» σε 325. Αναλογικά, μειώθηκαν δραστικά οι υποψήφιοι δήμαρχοι και οι συνδυασμοί, άρα και οι άμεσα συμμετέχοντες και ενδιαφερόμενοι -για το τοπικό εκλογικό διακύβευμα- πολίτες. Αναμενόμενα, το ενδιαφέρον των πολιτών θα είναι εφεξής περιορισμένο και η συμμετοχή τους ακόμη και στις δημοτικές αβέβαιη. Από την άλλη πλευρά, ούτε η «περιφέρεια», η νέα αιρετή διοικητική βαθμίδα που διαδέχθηκε τη «νομαρχία», διαθέτει την ιστορικότητα του «νομού», ούτε η περιφερειακή ταυτότητα στην Ελλάδα, παρότι υπαρκτή ώς ένα βαθμό, είναι σε θέση να κινητοποιήσει σημαντικά το εκλογικό σώμα.

 

Η ψήφος των ευρωεκλογών

 

Για πρώτη φορά, από το 1981, οι ευρωεκλογές διεξάγονται ταυτόχρονα με τις δημοτικές (και τις περιφερειακές) εκλογές. Στην ιστορία της συγκεκριμένης μορφής εκλογικής αναμέτρησης, μεταξύ των επτά που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα από το 1981, μόνον δύο (1981, 1989) πραγματοποιήθηκαν ταυτοχρόνως με βουλευτική αναμέτρηση. Από τις υπόλοιπες, οι ευρωεκλογές του 2004 ακολούθησαν την εθνική αναμέτρηση του ίδιου έτους (Μάρτιος 2004) και τέσσερις πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του εκλογικού κύκλου (1984, 1994, 1999, 2009), το αμέσως προηγούμενο -των αντίστοιχων εθνικών αναμετρήσεων- έτος.

 

Η πρωτοφανής χειραγωγική ρύθμιση για τον χρόνο των ευρωεκλογών που προωθήθηκε, αλλάζοντας το μοναδικό εκλογικό σύστημα που παρέμενε σταθερό στην Ελλάδα από το 1981, δεν πρόκειται βεβαίως να αντισταθμιστεί με την καθιέρωση του σταυρού προτίμησης στις ευρωεκλογές, άλλη μία «σημαντική μεταρρύθμιση», που προωθείται την τελευταία στιγμή, χωρίς «διαβούλευση».

 

Ούτως ή άλλως, οι ευρωπαϊκές εκλογές συνιστούν μια ιδιόμορφη εκλογική διαδικασία, αρκετά διαφορετική από τις αντίστοιχες εκλογές για την ανάδειξη του Εθνικού Κοινοβουλίου και θεωρούνται, όπως και οι τοπικές, εκλογές «δεύτερης τάξης» (second order elections). Ο θεσμικός ρόλος τους υπήρξε διαχρονικά περιθωριακός, ήδη πολύ πριν από την κρίση. Η κρίση και οι πολιτικοί μετασχηματισμοί της Ε.Ε. ολοκλήρωσαν απλώς την προϋπάρχουσα ιστορική τάση.

 

Η γενική (ορθή) πεποίθηση του εκλογικού σώματος, πως στις ευρωεκλογές «διακυβεύονται πολύ λιγότερα» απ’ ό,τι στις εθνικές εκλογές, εξηγεί το μηδαμινό ενδιαφέρον και τη χαμηλή συμμετοχή. Στις χώρες της Ε.Ε., στην πλειονότητα μάλιστα των οποίων η ψήφος είναι προαιρετική, η σημασία τους για το εκλογικό σώμα εκτός από περιορισμένη είναι και φθίνουσα. Στις ευρωεκλογές του 2004 η πανευρωπαϊκή συμμετοχή περιορίστηκε στο 45,5% και στις τελευταίες του 2009 μόλις στο 43%, ενώ φέτος αναμένεται και περαιτέρω υποχώρηση.

 

Θα πρέπει να σημειωθεί, επίσης, ότι στην Ελλάδα οι προηγούμενες ευρωεκλογές του 2009 -και μάλιστα προ κρίσης-, σηματοδότησαν τη μεγαλύτερη κατάρρευση της συμμετοχής μεταπολιτευτικά, με το εκλογικό σώμα να περιορίζεται σε μόλις 5.261.000 ψηφίσαντες.

 

Λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα των ευρωεκλογών, οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις για τις ευρωεκλογές είναι λιγότερο ακριβείς και θεωρούνται λιγότερο αξιόπιστες από τις αντίστοιχες έρευνες για τις εθνικές εκλογές. Αυτό συμβαίνει διότι οι ψηφοφόροι, όταν απαντούν σε δημοσκοπήσεις ευρωεκλογών, συνήθως έχουν στο μυαλό τους τις εθνικές εκλογές.

 

Ακόμη, σημαντικός αριθμός εκλογέων, αν και δηλώνει πρόθεση ψήφου, τελικά δεν προσέρχεται στην κάλπη. Ειδικά αυτή τη φορά, οι πρόσθετοι λόγοι της αποχής, που αναφέρθηκαν παραπάνω συνοπτικά, θα αναγκάσουν στο τέλος ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος να απέχει ακούσια, γεγονός που δεν το έχει συνειδητοποιήσει ή δεν είναι «πολιτικώς ορθό» να το δηλώσει σε μια δημοσκόπηση.

 

Επομένως, αυτή τη στιγμή δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ασφαλής πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος των ευρωεκλογών, ούτε και ακριβής εκτίμηση του τελικού μεγέθους της αποχής, που θα το καθορίσει. Ωστόσο, όπως διακρίνεται εύκολα στο διάγραμμα 1, μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα σε ποια κατεύθυνση θα μπορούσε να λειτουργήσει η πιθανή αύξηση της αποχής.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

* Πολιτικός επιστήμονας Ph.D, πρόεδρος & διευθύνων σύμβουλος της Public Issue

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=182594