- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

«Κραύγαζα και κανείς δεν άκουγε»

25/01/13 ART,Αρχείο Άρθρων

Ο Στράτος Τζώρτζογλου στην παράσταση «Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα»

 

Ο ηθοποιός, που ξεκίνησε παίζοντας Λούλα Αναγνωστάκη στο «Υπόγειο» του Κάρολου Κούν για να διανύσει μια πολύχρονη, αντιφατική πορεία και να τον καταπιεί το σταρ σίστεμ, επιστρέφει με μια συγκλονιστική ερμηνεία κειμένων του Γιώργου Ιωάννου. Εκθέτει και παρωδεί τον ίδιο τον εαυτό του

 

Της Εφης Μαρίνου

 

[1]«Είσαι σκοπός και γύρω σου χορεύουν τσοπανόσκυλα». Μια παράσταση που δημιουργεί κραδασμούς σε ερμηνευτικό και αισθητικό επίπεδο. Παίζεται στο Ιδρυμα Κακογιάννη σε σκηνοθεσία Γιάννη Σκουρλέτη, μουσική Κώστα Δαλακούρα και βασίζεται σε σύνθεση κειμένων του Γιώργου Ιωάννου.

 

Στην παράσταση συμπλέκονται δραματουργικά αναφορές σε αρκετά έργα του Θεσσαλονικιού ποιητή και συγγραφέα («Σαρκοφάγος», «Καταπακτή», «Το Δικό μας αίμα», «Για ένα φιλότιμο»), ποιήματα, αποσπάσματα από μεταφράσεις («Παλατινή Ανθολογία») αλλά και στον μοναδικό, ανέκδοτο και άπαιχτο θεατρικό του μονόλογο «Η μεγάλη Αρκτος» (δημοσιεύτηκε μόνο στο περιοδικό Θέατρο). Ενας μοναχικός άνθρωπος περιμένει την επίσκεψη της βίαιης, αυταρχικής μητέρας του και πασχίζει να το «διορθώσει», να σβήσει τα ένοχα ίχνη της προσωπικής του ζωής. Προσπαθώντας να απαλλαγεί από την εξουσία της μεταμορφώνεται σε εκείνη.

 

Το σκηνικό, ένα κοτέτσι με χωμάτινο πάτωμα, περιφραγμένο με κοτετσόσυρμα. Μέσα κινούνται τρία πλάσματα, εκπρόσωποι της «μαχαιρωμένης μνήμης» του ποιητή. Το αγόρι, μνεία των ζωγραφισμένων αγοριών του Τσαρούχη (Ιούλιος Τζιάτας), το κορίτσι (Λένα Δροσάκη), η κότα Καίτη, αναφορά στο αγαπημένο κατοικίδιο του Ιωάννου. Το τρίτο πλάσμα ενσαρκώνει ο Στράτος Τζώρτζογλου. Η παρουσία του, με «πρόσχημα» τη δημόσια πορεία του, συμπυκνώνει στη σκηνή έναν κόσμο και μια εποχή που, ό,τι κατάφερε να δημιουργήσει, το στραγγάλισε, το παρέδωσε ως εξάμβλωμα στο «κοτέτσι» της κοινωνικής παρενδυσίας του σήμερα. Η σημειολογία αποτυπώνεται στο βλέμμα, την κίνηση, τον λόγο, τη σιωπή, το σώμα του: το ποδοσφαρικό σορτσάκι, το τσιγάρο που σιγοκαίγεται στα δάκτυλα, τη θολή ματιά, το τρανζιστοράκι, τους καλογυμνασμένους δικεφάλους, κάθε τι που «πούλησε» η περσόνα του στο θέατρο, στο σινεμά, στην τηλεόραση, στο λάιφ στάιλ.

 

Η έκπτωση μιας γενιάς που ήλπιζε

 

Αλλά πού στόχευε ο Γιάννης Σκουρλέτης; «Δεν με ενδιέφερε το έντεχνα θεατρικό, ούτε η εικονογράφηση του Ιωάννου, πολύ περισσότερο η ηθογραφία μιας ιστορίας. Ηθελα να θέσω ερωτήματα για το πένθος που βιώνουμε, να γίνω πολύ υποκειμενικός, να συναντήσω τη λάσπη μου με την ειλικρίνεια της προσωπικής ματιάς. Με τι παθιαζόμαστε σήμερα; Με μια τσόντα ή μ' ένα ποίημα του Ιωάννου; Γι΄αυτό έπρεπε τα σώματα να φέρουν πράγματα. Ο Στράτος Τζώρτζογλου είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών μιας ιδιότυπης πινακοθήκης ειδώλων. Φέρει όλη την έκπτωση μιας γενιάς που ήλπιζε. Το σώμα του στην παράσταση αποτυπώνει χαραγματιές από τις αλλοιώσεις. Εγινε διαθέσιμος, ειλικρινής, έτοιμος».

 

Για τον Στράτο Τζώρτζογλου κλείνει ένας κύκλος διαδρομής αντιφατικής ποιότητας. Από το «Υπόγειο» του Κουν και τον «Ηχο του όπλου» μπαίνει για δεύτερη φορά νικητής σ' ένα υπόγειο, στο γκαράζ του Ιδρύματος Κακογιάννη. Σε μια αξιόλογη παράσταση συναντά την ποίηση του Γιώργου Ιωάννου ξαφνιάζοντας με την ερμηνεία του. Σαν να ξαναφόρεσε το κοστούμι του ηθοποιού. Πολύ νωρίς είχε την τύχη να βρεθεί δίπλα στους Κάρολο Κουν, Ζυλ Ντασσέν, Μιχάλη Κακογιάννη, Μίνω Βολανάκη, Θόδωρο Αγγελόπουλο, Παντελή Βούλγαρη. Μετά τον συνεπήρε η τηλεοπτική θύελλα. Και τώρα παρωδεί με σοβαρότητα τον εαυτό του, επιχειρεί θαρραλέα αυτοκριτική.

 

«Είχα μόνο μια μεγάλη πνιγμένη κραυγή που κανείς δεν άκουγε» λέει.«Κλείνει ένα κύκλος ζωής μου από τον «Ηχο του όπλου». Τι ήμουν τότε; Ενα λαϊκό παιδί που από τα γυμναστήρια βρέθηκε ξαφνικά δίπλα στον Κουν και μετά πρωταγωνιστής του Βούλγαρη και του Αγγελόπουλου. Σημάδεψα μια εποχή και συντρίφτηκα από τα πλαστικά χρόνια που ακολούθησαν. Από το ψεύτικο χαμόγελο της τηλεόρασης, τα άδεια εξώφυλλα. Ο,τι αγάπησαν πάνω μου ποιητές και ζωγράφοι, έγινε σταριλίκι. Κανείς δεν ξέρει πόσο προσπάθησα να ενταχθώ σε ποιοτικά πράγματα τρώγοντας πόρτες. Και μπαίνοντας στην τηλεόραση ο διαχωρισμός έγινε πια απόλυτος. Ημουν ο επικηρυγμένος, ο περιθωριακός, σαν τον ήρωα που για να αναπνεύσει καταφεύγει στον αγοραίο έρωτα. Οπως κι εγώ έγινα, ακούσια, εικόνα στην κλειδαρότρυπα ηδονοβλεψιών… Ομως από το 1987 μέχρι το 1995 βρισκόμουν στην αντίθετη εντελώς τροχιά. Η αιώρηση μεταξύ δύο κόσμων, μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, το πώς με καταβρόχθισε η τηλεοπτική πλαστικίλα, το ανόητο σταρ σίστεμ αποτέλεσαν για τον σκηνοθέτη το σκηνικό σώμα της παράστασης που ήθελε».

 

Προσωπικά βιώματα

 

«Στον «Θάνατο του εμποράκου» ήμουν 26 χρόνων. Ηθελα να επικοινωνήσω με τον πατέρα μου, ναυτικό, σκληρό άνθρωπο. Μ’ αγαπούσε σιωπηλά. Ηρθε σχεδόν και στις εκατόν είκοσι παραστάσεις χωρίς να με δει. Καθόταν στο φουαγέ, κάπνιζε και άκουγε. Δεν του ζήτησα ποτέ να μπει στην αίθουσα. Στο τέλος κατόρθωσα να τον αγκαλιάσω και να το δεχτεί. Παντρεύτηκα σχεδόν παιδί και πολύ νέος έγινα πατέρας, παιδί ακόμα της μάνας μου, η οποία ήταν για μένα η «Μεγάλη Αρκτος» όπως στον Ιωάννου, ο λώρος που μου έσφιγγε τον λαιμό. Κατάφερα να τον κόψω πολύ πρόσφατα φεύγοντας στην Αμερική. Οπου βρέθηκα ένα τίποτα στο απέραντο χάος».

 

-Το κοντέρ μηδενίζεται λοιπόν;

 

«Δυστυχώς άργησα και να γεράσω φυσιογνωμικά, πράγμα που επιβράδυνε την ωρίμανσή μου.Τώρα έχω ένα πολύτιμο φορτίο ζωής στην πλάτη. Οταν λέω στην παράσταση τη μοναδικά ελληνική φράση «για ένα φιλότιμο», νιώθω κάθε της γράμμα. Μια λέξη που πρέπει να επιστρέψει. Τη χρειαζόμαστε, αφού «κάθε αυγή και σφαγή» όπως λέει ο Ιωάννου. Παίρνω μεγάλη χαρά από την αποδοχή που έχει η παράσταση, όχι τόσο από τα καλά λόγια των διανοουμένων, όσο από τον απλό κόσμο. Το ενδιαφέρον μας, ευτυχώς, μετατοπίστηκε. Ταμείο δεν υπάρχει πια…»

 

[email protected]

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=18438