- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Εξω απο τα κάγκελα

17/11/12 Αρχείο Άρθρων,Ο ΙΟΣ

ΟΙ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΙ ΤΟΥ 1973

Γράφει ο ΙΟΣ

[1]Το Πολυτεχνείο δεν θα υπήρχε δίχως τους χιλιάδες ανώνυμους πολίτες που έδωσαν μια άνιση μάχη στους δρόμους με την αστυνομία και τον στρατό της χούντας. Μια ιστορία εν πολλοίς αγνοημένη από τις επετειακές αφηγήσεις.

 

Για το Πολυτεχνείο του 1973 έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις και κάμποσες δεκάδες βιβλία. Τα σοβαρότερα απ’ αυτά τα έργα επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο φοιτητικό κίνημα και την ίδια την κατάληψη, τις πολιτικές διεργασίες που τη γέννησαν και τη συντήρησαν μέχρι τη στιγμή της βίαιης εκκένωσης του ΕΜΠ από τον στρατό και την Αστυνομία.

 

Με εξαίρεση την έρευνα του ΕΙΕ για το ξεκαθάρισμα του αριθμού και της ταυτότητας των θυμάτων, πολύ λίγη σημασία έχει δοθεί αντίθετα, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στο στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί ποιοτικά τα γεγονότα του ιστορικού εκείνου πενθημέρου (14-18.11.1973) από το μέχρι τότε αντιδικτατορικό κίνημα: τη δυναμική αντιπαράθεση χιλιάδων διαδηλωτών με τα σώματα καταστολής του καθεστώτος, αναμέτρηση που μετέτρεψε τη φοιτητική κατάληψη σε λαϊκή εξέγερση.

 

Η άνιση αυτή διαπραγμάτευση δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Αυθόρμητο κι ανεξέλεγκτο, το Πολυτεχνείο των «απέξω» απέχει πολύ από την εικόνα «συντεταγμένης ειρηνικής διαμαρτυρίας» που επιχείρησαν να καλλιεργήσουν γι’ αυτό οι πρώτες δεξιές μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις και δεν προσφερόταν ιδιαίτερα για αξιοποίηση από τις δυνάμεις της κεντροαριστεράς που ηγεμόνευσαν στην πολιτική ζωή της χώρας το επόμενο διάστημα. Η απουσία ουσιαστικής συζήτησης για το ζήτημα διευκόλυνε ωστόσο τη διάδοση κάθε λογής μυθοπλασιών, με πρώτη και καλύτερη την έρπουσα φιλοχουντική προπαγάνδα περί «ανύπαρκτων νεκρών».

 

Τι ακριβώς συνέβη όμως έξω από το κατειλημμένο ΕΜΠ εκείνες τις μέρες; Αν η λεπτομερής καταγραφή όλων των συμβάντων είναι σχεδόν αδύνατη, η συνοπτική περιγραφή τους δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία.

 

Εκτός από τα εκτενή πρακτικά της δίκης του 1975, ουκ ολίγες προσωπικές μαρτυρίες και υπηρεσιακά έγγραφα που ήρθαν στο φως μετά την κατάρρευση της χούντας, υπάρχουν επίσης οι εφημερίδες εκείνων των ημερών – αλογόκριτες μέχρι τις 17 Νοεμβρίου, οπότε με την (επαν)επιβολή του στρατιωτικού νόμου απαγορεύτηκε ρητά «η δημοσίευσις πληροφοριών δυναμένων να φέρουν ανησυχίαν ή φόβον εις τους πολίτας ή να μειώσουν το παρ’ αυτοίς αίσθημα ασφαλείας και τάξεως, ως και πληροφοριών τεινουσών εις την άσκησιν προπαγάνδας κατά της καθεστηκυίας τάξεως».

 

Η απαγόρευση δεν πρόλαβε τις εκδόσεις της 17/11, που δημοσίευσαν αναλυτικά ρεπορτάζ για τις αιματηρές συγκρούσεις της προηγούμενης νύχτας, επέβαλε ωστόσο πλήρη συσκότιση όσον αφορά τις πραγματικές διαστάσεις του μακελειού.

 

Από τα νεράντζια στις οδομαχίες

 

Η κατάληψη του ΕΜΠ από τους φοιτητές ξεκίνησε, ως γνωστόν, το απόγευμα της Τετάρτης 14 Νοεμβρίου. Λίγο νωρίτερα έχει σημειωθεί η πρώτη αψιμαχία επί της Πατησίων, όταν φοιτητές απωθούν τις αστυνομικές δυνάμεις που τους πλησίασαν πετώντας τους νεράντζια που κόβουν από τα γύρω δέντρα. Θ’ ακολουθήσει ένα διήμερο λίγο πολύ ειρηνικό, καθώς το δικτατορικό καθεστώς δοκιμάζει τα όρια της εξαγγελθείσας «φιλελευθεροποίησής» του.

 

«Υπήρχε μια περίεργη αντίθεση, σε σχέση με τα γεγονότα της Νομικής τον προηγούμενο Φλεβάρη» θυμάται χαρακτηριστικά ο Σ.Κ., 19χρονος ιδιωτικός υπάλληλος τότε. «Στη Νομική, απέξω πάλι, μόλις μαζευόμασταν πέντε άνθρωποι και πετούσαμε ένα σύνθημα συμπαράστασης στους φοιτητές που την είχαν καταλάβει, η Αστυνομία μάς έπαιρνε αμέσως στο κυνήγι. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, μας πήγαν τρέχοντας μέχρι την Οθωνος. Τώρα, αντίθετα, τους έβλεπες μαζεμένους, αλλά δεν χτυπούσαν».

 

Η αναπάντεχη αυτή ηπιότητα θα τροφοδοτήσει αργότερα κάθε λογής συνωμοσιολογικά σενάρια, σύμφωνα με τα οποία διάφοροι σκοτεινοί κύκλοι (ο Ιωαννίδης, η CIA κ.λπ.) άφησαν σκόπιμα να φουντώσει το κίνημα για να το πνίξουν στο αίμα και ν’ ανατρέψουν τον Παπαδόπουλο. Για λόγους που εξηγούμε σε διπλανή στήλη, στοιχεία αυτών των σεναρίων συναντάμε ακόμη και σε επίσημα δικαστικά έγγραφα, όπως το προανακριτικό πόρισμα Τσεβά.

 

Στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά. Αποφασισμένος να μονιμοποιήσει την παραμονή του στην εξουσία μέσω μιας ελεγχόμενης μετάβασης σ’ έναν «κοινοβουλευτισμό» πλήρως υποταγμένο στον στρατό και το μετεμφυλιακό πλέγμα ασφαλείας των «εθνικοφρόνων», ο ίδιος ο δικτάτορας ήταν αυτός που πρόκρινε αρχικά τη μη επέμβαση, για να μην προκαλέσει κλιμάκωση των αντιδράσεων και υπονομεύσει αυτή την προοπτική.

 

Αν πιστέψουμε μάλιστα τον τότε υπουργό Παιδείας Παναγιώτη Σιφναίο, όταν αυτός την Πέμπτη εξέθεσε τους φόβους του για φθορές στο ίδρυμα, ο Παπαδόπουλος υπήρξε κάτι παραπάνω από καθησυχαστικός: «Ας τα σπάσουν. Έχομεν λεπτά διά να τα ξαναφτιάξωμεν».

 

Με τη σειρά του ο Σιφναίος θα καθησυχάσει τον πρύτανη Κονοφάγο: «Ας φωνάζουν. Στο τέλος θα βαρεθούν και θα φύγουν!» Απ’ την πλευρά της η Σύγκλητος του ΕΜΠ το πρωί της Πέμπτης «αποκλείει κάθε σκέψιν επεμβάσεως της Αστυνομίας προς εκκένωσιν του χώρου» με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο «θα ήτο κατάλυσις του ασύλου» κι επιπλέον «θα οδήγει ενδεχομένως εις αιματηρά επεισόδια».

 

Οπως επισημαίνει κατόπιν εορτής στον υπηρεσιακό απολογισμό του ο αρχηγός της Χωροφυλακής αντιστράτηγος Καραβίτης, οι υπηρεσίες ασφαλείας «δεν είχον προϊδεασθή περί της εκτάσεως» που θα έπαιρνε το αντιδικτατορικό ξέσπασμα.

 

Μέσα σ’ ένα τριήμερο ο αριθμός των διαδηλωτών έξω από το Πολυτεχνείο αυξήθηκε γεωμετρικά. Σε 5.000 εκτιμά τους συγκεντρωμένους η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας το απόγευμα της 14/11, την επομένη υπολογίζονται μεταξύ 8.000 (από τη φιλοχουντική «Απογευματινή») και 15.000 (από τις δημοκρατικές «Βραδυνή» και «Βήμα»), ενώ το απόγευμα της Παρασκευής 16/11 φτάνουν πια τις δεκάδες χιλιάδες.

 

Η αυξημένη αυτοπεποίθηση του πλήθους θα εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Κατά τη δεύτερη μέρα της «θορυβώδους φοιτητικής εκδηλώσεως», διαβάζουμε σε πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ του νεαρού τότε Κώστα Χαρδαβέλλα στην «Απογευματινή» (16.11.73), «οι διαδηλωταί έκαψαν δύο σημαίες της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου στην οδό Πατησίων και κατέστρεψαν τελείως το γραφείο του Κυβερνητικού Επιτρόπου του ιδρύματος», κάποιοι δε φοιτητές «έξω από το Πολυτεχνείο επετέθησαν με άγριες διαθέσεις σε διερχόμενο την στιγμή εκείνη στρατιωτικό λεωφορείο της ΑΣΔΕΝ, το οποίο ήταν γεμάτο με ανωτέρους αξιωματικούς.

 

Σταμάτησαν τελείως το λεωφορείο, ανέβηκαν στο καπώ του, κόλλησαν γύρω απ’ αυτό διάφορα χαρτιά με συνθήματα και μετά το άφησαν να φύγη». Δυο πάλι στρατηγοί της Χωροφυλακής καταγγέλλουν στην υπηρεσία τον προπηλακισμό τους από «αντιφρονούντα άτομα» που «λάκτισαν» τα αυτοκίνητά τους αποκαλώντας τους «φασίστες».

 

Δυο κατηγορίες «εξωφοιτητικών στοιχείων» κάνουν αισθητή την παρουσία τους στο οδόστρωμα της Πατησίων, το μεσημέρι ιδίως της 16ης Νοεμβρίου: οικοδόμοι και μαθητές. Οι πρώτοι στοιχειώνουν τις αφηγήσεις των καθεστωτικών στελεχών και ΜΜΕ, καθώς αποτελούν το τοτινό ισοδύναμο του σημερινού «λαθρομετανάστη»: ένα εργατικό δυναμικό ανεξέλεγκτο, δίχως μόνιμο αφεντικό και κοινωνικό έλεγχο, με «ύποπτα» πολιτικά φρονήματα (που του στερούσαν τη δυνατότητα σταθερότερης απασχόλησης) και μια ολόκληρη παράδοση προδικτατορικών αναμετρήσεων με την Αστυνομία στο «πεζοδρόμιο».

 

Οι δεύτεροι την είχαν κοπανήσει ομαδικά από σχολεία και φροντιστήρια προκαλώντας πανικό σε εκπαιδευτικούς και κηδεμόνες. «Οι καθηγητές ενημέρωσαν τους γονείς μας πως είμαστε στο Πολυτεχνείο κι αυτοί κατέβηκαν από του Ζωγράφου ψάχνοντάς μας μάταια μέσα στο πλήθος» θυμάται χαρακτηριστικά ο Ν.Γ., μαθητής τότε της πέμπτης Γυμνασίου. Σε γνωστό πάλι φροντιστήριο προοδευτικών προδιαγραφών ο διευθυντής κλείδωσε μέσα τους μαθητές όταν αυτοί γύρισαν από το Πολυτεχνείο για να πάρουν τα πράγματά τους κι ειδοποίησε τις οικογένειές τους να τους παραλάβουν.

 

Ο πολλαπλασιασμός των διαδηλωτών σήμαινε πως τα σχέδια της χούντας για μια ελεγχόμενη «αποστρατιωτικοποίησή» της είχαν ουσιαστικά ναυαγήσει. Το μεσημέρι της Παρασκευής 16/11 ο διορισμένος πρωθυπουργός Σπύρος Μαρκεζίνης ζητά από τον δικτάτορα και την ηγεσία της αστυνομίας τη γρήγορη εκκαθάριση του Πολυτεχνείου και της γύρω περιοχής.

 

Οι λόγοι αυτής της βιασύνης, εξηγεί στα απομνημονεύματά του, ήταν πρωτίστως επικοινωνιακοί: το πρωί της επομένης επρόκειτο να παρουσιάσει το χρονοδιάγραμμά του για «εκλογές» και «αν η αναταραχή εις το Πολυτεχνείον επεξετείνετο έτι περισσότερον, τότε η συνέντευξις τύπου αντί ιδικόν μου όπλον θα καθίστατο όπλον εναντίον της κυβερνήσεως» κι ο ίδιος θα βρισκόταν «εις άμυναν», καθώς «όλοι οι δημοσιογράφοι θα εξεμεταλλεύοντο την ευκαιρίαν διά να θέσουν ερωτήσεις επί του κρισίμου θέματος».

 

Ο αρχηγός της Αστυνομίας, Δασκαλόπουλος, προτιμά αντίθετα να εκκενώσει το ΕΜΠ τα ξημερώματα, εκτιμώντας ότι μέχρι τότε το κέντρο της πρωτεύουσας θα έχει αποσυμφορηθεί. Ο Παπαδόπουλος συμφωνεί με τον πρωθυπουργό του και δίνει εντολή στον Δασκαλόπουλο «να επιτεθή δι’ όλων των μέσων και να εκκαθαρίση όλον τον περί το Πολυτεχνείον χώρον» (Σπ. Μαρκεζίνης, «Αναμνήσεις 1972-74», Αθήνα 1979, σ. 418-9). Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

 

Στις 4.30 μ.μ. διαδήλωση φοιτητών ξεκινά από το Πάντειο για το ΕΜΠ, αλλά διαλύεται από την Αστυνομία στο ύψος του Μακρυγιάννη. Στις 5 μ.μ. πορεία οικοδόμων ξεκινά από το Πολυτεχνείο για την Κάνιγγος, αλλά εμποδίζεται από φράγμα αστυνομικών. Στις 6 μ.μ. ένα μαζικό μπλοκ (για 3.000 άτομα κάνει λόγο ο ημιεπίσημος «Ελεύθερος Κόσμος») ανεβαίνει τη Σταδίου με κατεύθυνση το Σύνταγμα.

 

Στο ύψος της Κλαυθμώνος ισχυρή αστυνομική δύναμη επιχειρεί να τους διαλύσει, με αποτέλεσμα τις πρώτες συγκρούσεις. «Οι διαδηλωτές ξεριζώνουν πασσάλους από τους δρόμους, γκρεμίζουν από τα στηρίγματά τους όλες τις ζαρντινιέρες του δήμου και προχωρούν» διαβάζουμε στο ρεπορτάζ της «Απογευματινής» (17.11). «Η επαφή αστυνομικών-διαδηλωτών γίνεται στις 6.25 ακριβώς.

 

Επακολουθούν φοβερές συμπλοκές στη Σταδίου και την Κοραή». Για «βίαιες συμπλοκές που είχαν σαν αποτέλεσμα να τραυματισθούν πολλά άτομα, τόσον από την πλευρά των διαδηλωτών, όσον και της Αστυνομίας» κάνουν λόγο «Τα Νέα», ενώ ο «Ελεύθερος Κόσμος» υποστηρίζει πως οι πολίτες «επετέθησαν απροκαλύπτως κατά των αστυνομικών με ρόπαλα, λίθους και σιδηρά αντικείμενα» που απέσπασαν «από την παρακειμένην οικοδομήν του κτιζομένου υπογείου δημοτικού γκαράζ».

 

Μέσα σε 20 λεπτά πάντως «η περιοχή έχει εκκαθαρισθή τελείως από διαδηλωτές». Πίσω στην Πατησίων, κυκλοφορεί η (μάλλον ανυπόστατη) φήμη για δυο νεκρούς, ένα αγόρι και μια κοπέλα.

 

Η επόμενη σύγκρουση θα σημειωθεί στις 7.15 μ.μ. στα Χαυτεία. Οι διαδηλωτές ξυλοκοπούνται αλύπητα, αναδιπλώνονται στην Πατησίων και, αντεπιτιθέμενοι «με κασόνια, ξύλα και ό,τι αντικείμενο βρουν μπροστά τους», αναγκάζουν την Αστυνομία να υποχωρήσει. Ακολουθεί έφοδος του μηχανοκίνητου με «αύρες» και μαζική χρήση δακρυγόνων για τη διάλυση του κύριου όγκου των δεκάδων χιλιάδων πολιτών που ήταν συγκεντρωμένοι στην Πατησίων. «Στις 8 περίπου η ατμόσφαιρα βάρυνε» γράφει ένας απ’ αυτούς, «ακούστηκε μια κραυγή ‘δακρυγόνα’, το σύνθημα ‘ΕΣΑ-Ες Ες-Βασανιστές’ κι η μάζα φωνάζοντάς το άρχισε να κινείται γρήγορα προς την Αλεξάνδρας. Εμοιαζε με υποχώρηση και διαδήλωση μαζί. Βρισιές για τους μπάτσους ακούγονταν από παντού.

 

Οι εργάτες κι οι πιο ανθεκτικοί βοηθούσαν αυτούς που νιώθανε πνίξιμο. Την ώρα εκείνη τουλάχιστον δεν ήταν τόσο έντονη η επίδραση των δακρυγόνων, όσο η ταραχή που προκλήθηκε από το γεγονός ότι τα ρίξανε. Αμέσως μετά όμως πέφτανε όλο και κοντύτερα, όλο και πυκνότερα» (ΕΚΚΕ, σ. 56).

 

Για την αντιμετώπισή των αερίων και των θωρακισμένων ανάβονται φωτιές και υψώνονται οδοφράγματα, αρχικά με οικοδομικά υλικά και κατόπιν με ακινητοποιημένα λεωφορεία. «Περί ώραν 23.30΄ οι διαδηλωταί, με πυράς και ανεγερθέντα οδοφράγματα ήλεγχον ολόκληρον την λεωφόρον Αλεξάνδρας από της οδού Χαριλάου Τρικούπη μέχρι της Λεωφόρου Πατησίων και του Πολυτεχνείου» διαβάζουμε στην έκθεση της ΥΠΕΑ.

 

Αποκορύφωμα των συγκρούσεων αποτέλεσαν μεταξύ 8 και 10 μ.μ. τρεις διαδοχικές επιθέσεις εκατοντάδων διαδηλωτών εναντίον του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, στη γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και Μάρνη. Στην τρίτη έφοδο θα ριχτεί και μια μολότοφ, απ’ ό,τι φαίνεται δίχως καν ν’ αναφλεγεί. Η φρουρά ανοίγει πυρ, μεαποτέλεσμα τουλάχιστον 17 τραυματίες και τον πρώτο νεκρό της βραδιάς από σφαίρα: τον 17χρονο μαθητή Διομήδη Κομνηνό.

 

Οι απώλειες της άλλης πλευράς, βάσει των επίσημων υπηρεσιακών εκθέσεων, ανήλθαν σε 10 ελαφρά πληγωμένους, 10 σπασμένα τζάμια και μικροζημιές σε 5 υπηρεσιακά οχήματα. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η φρουρά έριξε συνολικά 254 σφαίρες.

 

Λίγο μετά τις 11 μ.μ. ο Παπαδόπουλος βγάζει, τέλος, τα τανκς για να καταστείλουν την εξέγερση. Από το Γουδί, όπου βρισκόταν τότε το Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων, μια ίλη αρμάτων κατεβαίνει την Αλεξάνδρας παραμερίζοντας ή συντρίβοντας στο διάβα της τα οδοφράγματα μέχρι το Πολυτεχνείο.

 

Η εκκένωση του πολιορκημένου ιδρύματος, με το γκρέμισμα της κεντρικής πύλης, θα γίνει στις 3 το πρωί. Στις 11.30 κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος «καθ’ άπασαν την επικράτειαν», απαγορεύεται πλήρως η κυκλοφορία το βράδυ (7 μ.μ.-5π.μ.), των οχημάτων μετά τις 4 μ.μ. και κάθε δημόσια συνάθροιση «πλέον των 5 ατόμων» τις υπόλοιπες ώρες.

 

Το επόμενο διήμερο τεθωρακισμένα και τζιπ τριγυρνάνε στους δρόμους πολυβολώντας δεξιά κι αριστερά ό,τι τους φαίνεται ύποπτο, με αποτέλεσμα τον τριπλασιασμό των ανθρώπινων θυμάτων. Οσο για τις σποραδικές αντιδικτατορικές διαδηλώσεις, αυτές περιορίζονται πια σε μερικές δεκάδες υποψήφιους αυτόχειρες. Η αυλαία θα πέσει το πρωί της Δευτέρας 19/11 με 1.100 προσαγωγές οικοδόμων από τις πιάτσες του κέντρου για «προληπτικούς» λόγους.

 

Μια άνιση μάχη

 

Ο επίσημος απολογισμός της εξέγερσης ήταν δώδεκα νεκροί, 360 «ιδιώται» κι 61 αστυνομικοί τραυματίες, 2.060 συλλήψεις και υλικές ζημίες που εκτιμήθηκαν σε 80.000.000 δραχμές. Για ευνόητους προπαγανδιστικούς λόγους οι Αρχές έσπευσαν ν’ ανακοινώσουν πως από τα 868 άτομα που συνελήφθησαν μέσα στο Πολυτεχνείο, τα 475 ήταν εργάτες έναντι μόλις 317 φοιτητών (49 του ΕΜΠ) κι 74 μαθητών.

 

Φυσικά ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων υπήρξε πολύ μεγαλύτερος. Η έρευνα του ΕΙΕ έχει τεκμηριώσει μέχρι σήμερα την ύπαρξη 24 νεκρών, 8 από τους οποίους σκοτώθηκαν τη νύχτα της 16ης Νοεμβρίου κι οι υπόλοιποι μέσα στο επόμενο διήμερο. Οι σοβαρά τραυματισμένοι, που νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομεία και κλινικές, ανήλθαν σε 1.103, στους οποίους θα πρέπει να προστεθούν πολύ περισσότεροι -ελαφρά χτυπημένοι- που απέφυγαν να εκτεθούν.

 

Ηταν μια μάχη εξαιρετικά άνιση. Οι διαδηλωτές χρησιμοποίησαν νεράντζια, υλικά οικοδομών (από το Πεδίον του Αρεως κάποιοι θα πετροβολήσουν ακόμη και τα τανκς, καθώς αυτά κατεβαίνουν την Αλεξάνδρας) κι ελάχιστες μολότοφ. Η ρίψη αυτών των τελευταίων, για τρίτη φορά στη νεοελληνική ιστορία μετά τα Δεκεμβριανά του 1944 και τις 20 Αυγούστου 1965, προβλήθηκε με πηχυαίους τίτλους από τις χουντικές εφημερίδες και, αν κρίνουμε από τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ημερών, πρέπει να προκάλεσε δυσανάλογο τρόμο στις τάξεις των σωμάτων ασφαλείας σε σχέση με τα όποια πρακτικά αποτελέσματά της.

 

Εξίσου διστακτικοί ήταν απέναντί τους και πολλοί διαδηλωτές. «Υπήρχε μια ‘αντιπροβοκατόρικη’ φοβία» διαβάζουμε σε μία από τις μαρτυρίες που εξέδωσε το ΕΚΚΕ. «Τις περισσότερες φορές εκδηλωνόταν σωστά, άλλες όχι. Σε μια περίπτωση άκουσα ότι δεν άφησαν κάποιον να ρίξει το ‘μολότωφ’ του σ’ ένα τεθωρακισμένο της αστυνομίας˙ μετά, βέβαια, το μετάνιωσαν» (σ.59).

 

Ο πειρασμός της δυναμικής αντίστασης κατέλαβε, προς στιγμήν, ακόμη και τους εγκλείστους του Πολυτεχνείου. Αργά το βράδυ της Παρασκευής, στο προαύλιο του ιδρύματος κάποιοι κράδαιναν αυθόρμητα ξύλα ή σίδερα, γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν πως αυτό δεν είχε καμιά προοπτική.

 

Η Συντονιστική Επιτροπή και οι ψυχραιμότεροι φρόντισαν να τους πείσουν πως δεν ήταν δυνατό ν’ αντιπαρατεθούν άοπλοι άνθρωποι με τα τεθωρακισμένα. Κάποιοι άλλοι σκέφτηκαν ότι μπορούν να αμυνθούν με μολότοφ κι έσπευσαν να συγκεντρώσουν φιάλες αναψυκτικών στο κυλικείο του ΕΜΠ, πίσω από το κτίριο Αβέρωφ. Ομως ούτε γνώριζαν πώς να τις φτιάξουν ούτε διέθεταν κάποιο εύφλεκτο υλικό. Πολύ γρήγορα και η ιδέα αυτή εγκαταλείφτηκε, ξανά με παρέμβαση κάποιων μελών της Συντονιστικής.

 

Στην αντίπερα όχθη, το οπλοστάσιο της Αστυνομίας και του στρατού περιλάμβανε τα πάντα. Δακρυγόνα κατ’ αρχάς, και δη με θανατηφόρα αποτελέσματα: 3 από τους 24 νεκρούς (ο 57χρονος δικηγόρος Σπύρος Κοντομάρης και ο συνομήλικός του ασφαλιστής Σωκράτης Μιχαήλ στις 16/11, ο 60χρονος υπάλληλος Δημήτριος Παπαϊωάννου στις 17/11) πέθαναν από έμφραγμα ως αποτέλεσμα της εισπνοής τους. Υστερα κλομπ, καδρόνια και σιδερολοστούς – με τέσσερα ακόμη θύματα, τα δύο (ο ιδιωτικός υπάλληλος Σπύρος Μαρίνος κι ο οικοδόμος Δημήτρης Κυριακόπουλος) στις 16/11.

 

Οι περισσότεροι νεκροί έπεσαν ωστόσο από σφαίρες: 4 τη νύχτα της εξέγερσης, 12 μέσα στο διήμερο 17-18 Νοεμβρίου. Από τους πρώτους, δυο χτυπήθηκαν από αστυνομικούς (ο Κομνηνός και στα Εξάρχεια ο φοιτητής Γεώργιος Σαμούρης), ενώ δύο άλλοι (ο ιδιωτικός υπάλληλος Βασίλης Φαμέλλος κι η Νορβηγίδα φοιτήτρια Τόριλ Ενγκελαντ) από ελεύθερο σκοπευτή που πυροβολούσε από το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Σύμφωνα με την κατάθεση του αστυνομικού διευθυντή Καραθανάση, για την καταστολή της εξέγερσης ρίχτηκαν συνολικά -στο ψαχνό ή στον αέρα- κάπου 24.000 σφαίρες.

 

Ελεύθεροι σκοπευτές, όπως άλλωστε και ροπαλοφόροι, δεν ήταν μόνο αστυνομικοί, αλλά και παρακρατικοί «εθνικόφρονες» πολίτες. Ενας απ’ αυτούς, ο «σπουδαστής Νομικών» Ηλίας Τσαπούρας, διώχτηκε ως ο πιθανός δολοφόνος των Φαμέλλου και Ενγκελαντ, αλλά πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό και δεν δικάστηκε ποτέ.

 

Σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, αστυνομικούς και πολίτες, είχε μακριά μαλλιά και μούσι και πυροβολούσε με μακρύκαννο τουφέκι από την ταράτσα του υπουργείου. Ερωτώμενος για τον εν λόγω πιστολέρο ο υπαρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων Χριστολουκάς δήλωσε επανειλημμένως κατά την απολογία του πως αυτός «ήτο άνθρωπος της Οργανώσεως της 4ης Αυγούστου» του Κώστα Πλεύρη.

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

Η συνέχεια του κράτους

 

Διαβάζοντας τα πρακτικά της δίκης του 1975 για τη σφαγή του Πολυτεχνείου, ο σημερινός αναγνώστης διαπιστώνει μια εγγενή αντίφαση της όλης διαδικασίας. Ενώ η εξέγερση του 1973 ήταν πλέον νομιμοποιημένη στην κοινωνία και την πολιτική ζωή ως αυτό που πραγματικά υπήρξε, μια ατελέσφορη δηλαδή προσπάθεια ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος, η δικαστική αποτίμηση των γεγονότων γινόταν με αφετηρία την (τυπική) έννομη τάξη της χούντας.

 

Ολοι οι κατηγορούμενοι, από τον δικτάτορα Παπαδόπουλο μέχρι τον τελευταίο αστυνομικό που «εκτελούσε διαταγές», εστίασαν την υπερασπιστική τους γραμμή στο ίδιο επιχείρημα: ό,τι συνέβη το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου 1973 δεν ήταν παρά μια μαζική βίαιη διασάλευση της δημόσιας τάξης που αυτοί, ως θεματοφύλακες της ευταξίας, όφειλαν να καταστείλουν δυναμικά.

 

Οι δικαστικές αρχές, πάλι, επικέντρωσαν τις κατηγορίες τους όχι στον παράνομο χαρακτήρα του καθεστώτος (κάθε προσπάθεια για την ανατροπή του οποίου ήταν νόμιμη με βάση το άρθρο 114 του προδικτατορικού Συντάγματος), αλλά σε επιμέρους «παρανομίες» των μηχανισμών καταστολής: απουσία εισαγγελικής εντολής για τη διάλυση του συγκεντρωμένου πλήθους, υπερβολική χρήση βίας για την απόκρουση των διαδηλωτών που επιτέθηκαν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης κ.ο.κ.

 

Οσο κι αν αυτό ξενίζει σήμερα, δύσκολα θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Αστυνομικοί, δικαστές και εισαγγελείς είχαν υπηρετήσει επί έξι χρόνια την ίδια αυτή «νομιμότητα» που καλούνταν τώρα να κρίνουν – και, συνεπώς, δε μπορούσαν να καταδικάσουν παρά μόνο τις «υπερβάσεις» της.

 

Η λογική αυτή διατυπώνεται ήδη από το πρώτο επίσημο κείμενο των διωκτικών αρχών, το πόρισμα του προανακριτή εισαγγελέα Δημητρίου Τσεβά (14.10.1974): η εξέγερση χαρακτηρίζεται εκεί ούτε λίγο ούτε πολύ ως «έκτροπα», τα οποία θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί εγκαίρως με «αποκλεισμόν του τετραγώνου του κτιριακού συγκροτήματος του Πολυτεχνείου και απαγόρευσιν ή έλεγχον, έστω, των εισερχομένων και εξερχομένων».

 

Η οφθαλμοφανής αυτή αντίφαση -κατά της δικτατορίας αλλά υπέρ της «τάξης» της- θα συγκαλυφθεί με την αχαλίνωτη πρακτορολογία και την επίρριψη της ευθύνης για τα πάντα (και τα «έκτροπα» και την αιματηρή καταστολή τους) στον Ιωαννίδη και τους «προβοκάτορές» του.

 

Στη γραμμή αυτή υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν, παρά τις γενικόλογες αντιχουντικές διακηρύξεις τους, και οι περισσότεροι από τους μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη. Ολοι σχεδόν τόνισαν τις ειρηνικές προθέσεις των διαδηλωτών, χαρακτηρίζοντας τις συγκρούσεις με την Αστυνομία και τη ρίψη μολότοφ ως προβοκάτσια.

 

Σπάνιες ήταν οι εξαιρέσεις όπως αυτή του (τραυματισμένου από σφαίρα) εργάτη Γρηγόρη Γρηγοριάδη, που δήλωσε ευθαρσώς ότι στόχος του ήταν η κατάληψη του υπουργείου Δημ. Τάξης και η ανατροπή του καθεστώτος. Το δικαστήριο τον αντιμετώπισε με αμήχανη εχθρότητα, απαγορεύοντας να του υποβληθούν ερωτήσεις.

 

Η συνέχεια του σκληρού πυρήνα του κρατικού μηχανισμού αποτυπώθηκε ακόμη εντυπωσιακότερα στις καταθέσεις μιας σειράς βαθμοφόρων που είχαν συμμετάσχει ενεργά στην καταστολή της εξέγερσης και μετά το 1974 ανέλαβαν την ηγεσία των σωμάτων ασφαλείας.

 

Αστυνομικοί διευθυντές όπως ο Χρήστος Καραθανάσης ή ο δημιουργός των ΜΑΤ Ηλίας Ψυχογιός κατέθεσαν στη δίκη του 1975 ως μάρτυρες υπεράσπισης των μέχρι πρότινος προϊσταμένων τους, ισχυριζόμενοι πως ο αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων Νικόλαος Δασκαλόπουλος κι ο υπαρχηγός Λουκάς Χριστολουκάς είχαν απαγορεύσει τη χρήση όχι μόνο όπλων αλλά και κάθε «βίαιου μέσου» – συνεπώς, για όλο το μακελειό δεν ευθύνονταν παρά μόνο κάποια ανώνυμα «κατώτερα όργανα» που τράβηξαν πιστόλι «αυτοβούλως».

 

Τελική κατάληξη υπήρξε η ουσιαστική αθώωση όλων σχεδόν των υψηλόβαθμων αξιωματικών κατά την επανάληψη της δίκης που έγινε στις αρχές του 1977, μετά την αποδοχή της αναίρεσής τους από τον Αρειο Πάγο. Στην αγόρευσή του (16.2.1977), ο εισαγγελέας Δημήτριος Παπαδημητρίου δεν δίστασε να επιδοθεί σε ύμνους για τους κατηγορούμενους στρατηγούς που «έκαναν παληκαρίσια το καθήκον τους», χαρακτήρισε το κατειλημμένο Πολυτεχνείο «φωλεά» και τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις «παράνομες ενέργειες», για να καταλήξει σε εποικοδομητική κριτική προς τον (άγνωστο) αστυνομικό που, «αντί να δώσει δυο χαστούκια» στο «παλιόπαιδο» τον Διομήδη Κομνηνό, «τον πυροβόλησε, τον σκότωσε και τον έκανε ήρωα»…

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=1883