- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

1944: Η πληθωριστική λαίλαπα στην επικράτεια

01/05/14 ΝΕΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ,ΠΟΛΙΤΙΚΗ,ΣΕΛΙΔΕΣ

 


Του Αγγελου Φ. Βλάχου

 

«Ο σημαντικότερος παράγων στην έκδοση χάρτινου χρήματος είναι ότι πρέπει να υπάρχει πλήρης συνείδηση των επιδράσεων που συνεπάγεται η αρχή του περιορισμού της ποσότητας. Δεν είναι απαραίτητο το χαρτί να είναι πληρωτέο εις είδος [δηλαδή χρυσό και αργυρό νόμισμα], για να εξασφαλίζεται η αξία του. Πρέπει απλώς να ρυθμίζεται η ποσότητά του»(1). Αν υπάρχει μια συγκυρία στην παγκόσμια ιστορία καταστρατήγησης αυτών των διαπιστώσεων, αυτή είναι ασφαλώς η περίπτωση της Ελλάδας του 1944.

 

Οι κατακερματισμένες εξουσίες και το βαθμιαία διασπώμενο κοινωνικό σώμα αποτελούν βασικά μοτίβα της Κατοχής για την Ελλάδα. Ωστόσο οι οικονομικές επιλογές των κατακτητών και η νομισματική κατάρρευση που τις συνόδευσε, συνδέονται στενά με την προϊούσα πολιτικο-κοινωνική πόλωση. Η πληθωριστική λαίλαπα του 1944 αποτυπώνει ίσως πιο απτά από οτιδήποτε άλλο αυτή τη διαδικασία.

draxmi [1]

Χαρτονόμισμα Isole Jonie 500 δραχμών για αποκλειστική κυκλοφορία στην ιταλική ζώνη (Ιόνιο)

 

Ας τα δούμε με τη σειρά: στην κατεχόμενη υπό τον Αξονα χώρα ο απόλυτος θεσμικός έλεγχος της Τραπέζης της Ελλάδος (ΤτΕ) αναδείχτηκε σε πρωτεύον μέλημα των κατακτητών, στην προσπάθειά τους να ιδιοποιηθούν έντεχνα τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας. Υπό αυτό το πρίσμα η ραγδαία κατάρρευση του οικονομικού ιστού υπήρξε νομοτελειακή συνέπεια των «πολιτικών λεηλασίας» που άσκησαν οι δυνάμεις τριπλής κατοχής με τη συνέργεια των δοτών οργάνων τους στη δημόσια διοίκηση σε όλα τα επίπεδα.

 

Παράλληλα, τη θυελλώδη αυτή περίοδο, ποικίλες Αρχές διεκδικούσαν συμβολικά ή πραγματικά την νομιμοποίηση της εξουσίας τους πάνω στον ελληνικό λαό και τη διαιρεμένη επικράτειά του. Κυβερνήσεις κουίσλινγκ υπό τις δυνάμεις του Αξονα και «εξόριστες κυβερνήσεις» στη Μέση Ανατολή υπό βρετανική κηδεμονία ενεργούσαν στο όνομα του έθνους (2)· σε αυτές από την άνοιξη του 1944 προστέθηκαν οι αντάρτικες «κυβερνήσεις του Βουνού» στους ορεινούς όγκους της κεντρικής Ελλάδας (ΠΕΕΑ) (3).

draxmi1 [2]

Πληθωριστικό τραπεζογραμμάτιο της κατοχικής κυβέρνησης αξίας 25 εκατομμυρίων δραχμών (ΤτΕ), 10-08-1944

 

Σε διαφορετικές φάσεις και για ετερογενείς λόγους όλες άσκησαν τις καταστατικές ενέργειες κάθε εξουσίας που διεκδικεί να είναι αυτοδύναμη: «έκοψαν» νόμισμα. Το νόμισμα συνδέεται ευθέως με τον πυρήνα της πολιτικής εξουσίας, ενώ τα διακριτά σύμβολα που περιέχει ασκούν επίσης μια ισχυρή ψυχολογική επίδραση στον επίδικο πληθυσμό, διαχέοντας την ισχύ της κεντρικής αρχής και παγιώνοντας την αυθεντία της. Για την εξόριστη κυβέρνηση η κάλυψη των συναλλαγών όσων αγωνίζονταν από τη Μέση Ανατολή στο πλευρό των Συμμάχων επέβαλε την έκδοση χαρτονομισμάτων σε διάφορα τυπογραφεία του εξωτερικού, συνήθως αχρονολόγητα.

 

Στο εσωτερικό της χώρας κυκλοφόρησαν χαρτονομίσματα διαφόρων αξιών με την ένδειξη «Τράπεζα της Ελλάδος», ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των πραγματικών συναλλαγών πραγματοποιήθηκε με την έκδοση συναλλακτικών μέσων τοπικής ισχύος, συνήθως ταμειακών γραμματίων, με διαφορετική μορφή ανά περιοχή! Πρόκειται για τα ιδιόρρυθμα «ταμειακά γραμμάτια διά την συγκέντρωσιν των αγροτικών προϊόντων» της περιόδου 1942-44(4).

 

Χρήμα χωρίς αντίκρισμα

 

Αλλά ας δούμε την έκκεντρη πορεία της εξέλιξης που εμπλέκει δημόσια οικονομικά, αντικρουόμενες εξουσίες και έκδοση νομίσματος, από την αρχή. Μία από τις καθοριστικές ενέργειες του Αξονα για τις μετέπειτα οικονομικές εξελίξεις, ήδη από τους πρώτους μήνες της Κατοχής, υπήρξε η έκδοση νομίσματος (στρατιωτικό μάρκο στην περίπτωση των Γερμανών), ενώ οι Ιταλοί κυκλοφόρησαν δραχμές σε χαρτονόμισμα της «Casa Mediterranea». Χρήμα δηλαδή χωρίς πραγματικό αντίκρισμα, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες (και τις επιθυμίες) των στρατευμάτων Κατοχής, σε μια χωρίς προηγούμενο διαδικασία σφετερισμού του ελληνικού εθνικού πλούτου.

draxmi3 [3]

Ταμειακό Γραμμάτιο 25 χιλιάδων δραχμών (ΤτΕ), 30-06-1943

 

Τα νέα νομίσματα δεν έφεραν καμία υπογραφή παρά μόνο τα στοιχεία της σειράς και τον αύξοντα αριθμό και δεν είχαν αξία εκτός Ελλάδας. Αφού αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά τεράστιων όγκων εγχώριων αγαθών λόγω της ραγδαίας νομισματικής αποδιοργάνωσης, η πρακτική αυτή ύπαρξης πολλών εκδοτικών αρχών ανακλήθηκε. Τα νομίσματα αυτά αντικαταστάθηκαν με ισοτιμία 60 προς 1 για το μάρκο και 1 προς 1 για τη «μεσογειακή δραχμή» των Ιταλών.

 

Μετά την πρώτη περιορισμένη χρονικά περίοδο κυκλοφορίας ξένου χαρτονομίσματος (μάρκο κατοχής, μεσογειακή δραχμή αλλά και βουλγαρικό λέβα στη Θράκη), που εκτίναξε τον πληθωρισμό στα ύψη, η κεντρική τράπεζα υποχρεώθηκε να συμβάλει στη συνέχεια της νομότυπης απομύζησης κάθε μορφής εσωτερικών πόρων, με το πρόσχημα της κάλυψης των δαπανών των 400.000 στρατιωτών του Αξονα (5).

 

Λειτούργησε δηλαδή ως μηχανισμός νομιμοποίησης μιας διαδικασίας στυγνού σφετερισμού, απότοκο της οποίας ήταν ο πληθωριστικός καλπασμός που εξανέμισε την αγοραστική αξία του εθνικού νομίσματος. Η μαζική και ανεξέλεγκτη έκδοση ακάλυπτου χαρτονομίσματος σε συνδυασμό με την ασφυκτική στενότητα τροφοδοσίας αγαθών στην αγορά των πόλεων κατέστησε την επιβίωση για μεγάλα τμήματα του αστικού –κυρίως– μισθωτού πληθυσμού αμφίβολη υπόθεση τα ζοφερά εκείνα χρόνια.

 

Τον Ιούλιο του 1941 η ποσότητα των δραχμών σε κυκλοφορία έφτανε τα 24 δισεκατομμύρια δραχμές, τον Δεκέμβριο τα 49 δισ., ένα χρόνο μετά τα 306 δισ., τον Ιούνιο του 1943 τα 550 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους τα 3,1 τρισεκατομμύρια. Ουσιαστικά ο υπερπληθωρισμός εμφανίστηκε δεινός στα τέλη του 1943 ως αποτέλεσμα της απώλειας εμπιστοσύνης στο τρέχον νόμισμα (6).

 

Με την κατοχική δραχμή λοιπόν να έχει χάσει παντελώς την αγοραστική της αξία, αναδείχτηκε κυρίαρχος ο αντιπραγματισμός, η ανταλλαγή δηλαδή προϊόντων χωρίς την ενδιάμεση χρήση νομίσματος. Ειδικά σε επαρχιακές κοινωνίες, πλησιέστερες στην αγροτική οικονομία, αυτή η προνεωτερική πρακτική θα σφραγίσει όσο καμία το annus mirabilis για την Ελλάδα 1944. Εξάλλου οι 763.000 χρυσές λίρες και τα 11.265 χρυσά φράγκα που διοχετεύτηκαν στην αγορά από την Τράπεζα του Ράιχ, με ενέργειες του οικονομικού πληρεξουσίου Νόιμπαχερ δεν άρκεσαν για να αποτρέψουν το συντελούμενο οικονομικό χάος.

 

Η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος στην επικράτεια στις αρχές του 1944 οδήγησε το κοινό να στραφεί μαζικά στην αποθησαύριση χρυσών λιρών, υποκαθιστώντας τα χαρτονομίσματα (7). Αντίστροφα η κυκλοφορία χρυσών νομισμάτων και ο παραμερισμός των ρευστών διαθεσίμων σε δραχμές λειτούργησε περιοριστικά για τα φορολογικά έσοδα, οπότε οι αρχές επιτάχυναν τον ρυθμό έκδοσης νέου χρήματος για να ανταποκριθούν στις γερμανικές απαιτήσεις αλλά και στις ανάγκες συντήρησης του κλυδωνιζόμενου κρατικού μηχανισμού (μισθοδοσία, κ.λπ.).

draxmi4 [4]

Πληθωριστικό τραπεζογραμμάτιο 100 δισ. δραχμών 3-11-1944, επί κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου (φέρει την υπογραφή του νεοδιορισθέντα διοικητή Ξ. Ζολώτα)

 

Συγκεκριμένα τους τελευταίους μήνες της Κατοχής οι γερμανικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 50 δισεκατομμύρια ημερησίως, ενώ υπολογίζεται πως η κυβέρνηση τύπωνε περίπου 500 δισ. σε ημερήσια βάση. Ετσι ο φαύλος κύκλος υποτίμησης της δραχμής εκτοξεύτηκε, προκαλώντας κατάρρευση στο νομισματικό σύστημα. Επιπρόσθετα η παραχάραξη στις συνθήκες εκείνες ήταν κοινός τόπος. Οπως εξηγεί η οικονομική θεωρία, η αποδοχή ή ο εξοβελισμός του νομίσματος από την κοινωνία προσδιορίζει και τα όρια της πραγματικής οικονομίας.

 

Αξίζει να σημειωθεί πως στη λήξη του πολέμου η νομισματική κυκλοφορία κατέληξε στο ασύλληπτο ποσό των 7.305.500.000.000.000 δραχμών (σε αντιδιαστολή με τα 11 δισεκατομμύρια του 1940). Πρακτικά τα είδη πρώτης ανάγκης ανέβηκαν 50.000 φορές, ενώ οι μισθοί μόνο 2.000 φορές. Το κόστος ζωής, με βάση το έτος 1940, διπλασιάστηκε το πρώτο εξάμηνο της Κατοχής. Τον Οκτώβριο του 1943 ήταν 335 φορές μεγαλύτερο του προπολεμικού, τον Δεκέμβριο του 1943 828, και τον τελευταίο μήνα της Κατοχής, τον Οκτώβριο του 1944, είχε φτάσει σε απροσμέτρητα, ιλιγγιώδη επίπεδα.

 

Νέες πρακτικές συναλλαγής επινοήθηκαν στα ελεγχόμενα από το ΕΑΜ ελληνικά βουνά για να αντιμετωπιστούν τα αδιέξοδα. Πέρα από τη συνήθη προσφυγή στον αντιπραγματισμό, πολλές από τις νέες αξίες «πληρωτέες εις τον κομιστήν» είχαν αντίκρισμα σε προϊόντα. Το καλοκαίρι του 1944 η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) κυκλοφόρησε σειρά ομολόγων με τα οποία πλήρωνε τις δαπάνες των ανταρτών όχι σε πληθωριστικές δραχμές, αλλά σε οκάδες σιταριού.

 

Τα ομόλογα αυτά θα εξοφλούνταν με την τρέχουσα τιμή του σιταριού έξι μήνες μετά την προβλεπόμενη λήξη του πολέμου (8). Σε άλλες απομονωμένες από το κέντρο της διοίκησης περιοχές, όπως στη Ρόδο, την άνοιξη του 1944 κυκλοφόρησαν οπισθογραφημένες επιταγές ιταλικών τραπεζών αντί νομίσματος.

 

Στις παραμονές της Απελευθέρωσης η πλήρης διακοπή των συγκοινωνιών οδήγησε σε πρωτοφανείς μεθόδους δημόσιας συναλλαγής (λ.χ. μισθοδοσία των δημοσίων υπαλλήλων). Πώς μπορούσε να υπολογίσει κανείς τα καθημερινά του έξοδα όταν, ενδεικτικά, μια εφημερίδα στις 18 Σεπτεμβρίου κόστιζε 10 εκατ., την επομένη 15 εκατ. και στις 21 του ίδιου μήνα 25 εκατομμύρια(9); Η κατάσταση ήταν κυριολεκτικά εκτός ελέγχου. Με πρωτοβουλία των τοπικών αρχών επισημάνθηκαν παλιά χαρτονομίσματα ή τυπώθηκαν νέοι τίτλοι επ’ ονόματι της επερχόμενης εξόριστης κυβέρνησης.

 

Στην Καλαμάτα τα επισημοποίησε ο απεσταλμένος της Π. Κανελλόπουλος, στα Ιόνια ο Λ. Μακκάς, στα Τρίκαλα και στο Ναύπλιο παρασημάνθηκαν με εντολή του νομάρχη χαρτονομίσματα 200 εκατομμυρίων τυπωμένα σε πεντοχίλιαρα του 1943. Μάλιστα στην απομονωμένη Κέρκυρα κυκλοφορούσαν τοπικά χαρτονομίσματα από το τοπικό υποκατάστημα της ΤτΕ μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1944 (!). Το εντυπωσιακό φάσμα των σχετικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν (επιταγές, ομόλογα, ταμειακά γραμμάτια κ.ά.) καταδεικνύει ανάγλυφα το μέγεθος της αποδιάρθρωσης και του κατακερματισμού στη συγκυρία. Η Ελλάδα του δεύτερου μισού του ’44 ήταν μια «μη χώρα».

 

Νομισματική αποκατάσταση

 

Μετά τη γερμανική αποχώρηση το παραγωγικό κεφάλαιο είχε δραματικά εκφυλιστεί, ο προπολεμικός τεχνολογικός εξοπλισμός είχε πρακτικά αφανιστεί, οι δημόσιες υποδομές (δίκτυα επικοινωνίας, μεταφορών, έργα κ.λπ.) είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας και ακόμη χειρότερα το ανθρώπινο δυναμικό είχε πολιτικο-κοινωνικά πολωθεί. Η νομισματική αποκατάσταση ήταν ύψιστη προτεραιότητα, αμέσως μετά τον επισιτισμό.

 

Με την εγκατάσταση της κυβέρνησης Παπανδρέου τον Οκτώβριο σημειώθηκε μια κομβικής σημασίας διάσταση απόψεων μεταξύ των κορυφαίων στελεχών της ΤτΕ και κορυφαίων οικονομολόγων της εποχής, του Κ. Βαρβαρέσσου και του Ξ. Ζολώτα, για την αντιμετώπιση της έκρυθμης συγκυρίας (10). Η διαμάχη αυτή grosso modo κατόπτριζε τις συντεταγμένες της οικονομικής θεωρίας για τη μεταπολεμική Ελλάδα. Η επικράτηση της άποψης Ζολώτα για τον χαρακτήρα και τις προϋποθέσεις της νέας δραχμής ουσιαστικά σηματοδότησε μια συντηρητική προσέγγιση που στιγμάτισε τις κατοπινές δημοσιονομικές εξελίξεις.

 

Η εισαγωγή της «νέας» δραχμής στις 11 Νοεμβρίου 1944, ισότιμη με 50 δισεκατομμύρια παλαιές δραχμές και συναλλαγματικά με την αγγλική στρατιωτική λίρα (BMA), σε αναλογία 1/600, δεν μπορούσε να αποκρύψει το γεγονός ότι πραγματικό νόμισμα της χώρας αναγορευόταν η χρυσή λίρα, ακλόνητο μέτρο αξίας και αποταμίευσης.

 

Η αποτυχία του σταθεροποιητικού αυτού σχήματος για την οικονομία, πρώτο από μια μεγάλη σειρά ανάλογων, οφείλεται στην ατολμία και σε ανέμπνευστες πολιτικές, αντί για ριζοσπαστικές τομές σε μια πρωτοφανή περίοδο δυσμενούς πολιτικο-οικονομικής πραγματικότητας. Νομιμοποιώντας την αναδιανομή του προπολεμικού ιδιωτικού πλούτου, μέσω διαβλητών πρακτικών της Κατοχής, και εκμηδενίζοντας το δημόσιο χρέος η πρώτη αυτή νομισματική μεταρρύθμιση είχε αυτο-υπονομευτεί προκαταβολικά. Επιβεβαιώνοντας μια εκδοχή του «νόμου του Gresham»(11), η έκδοση νομίσματος σε περιβάλλον πλήρους πολιτικής αναξιοπιστίας και κοινωνικής ρευστότητας αδυνατούσε να συμβάλει στην επαναφορά της οικονομίας σε σταθεροποιητική τροχιά. Οι εξελίξεις του Δεκεμβρίου 1944 στη διχασμένη χώρα επιβεβαίωσαν πως η δημοσιονομική ισορροπία θα έμενε άπιαστο όνειρο, ενώ οι ευρύτερες τραυματικές εμπειρίες από το υπονομευμένο νόμισμα του ’44 θα σφράγιζαν το συλλογικό φαντασιακό γενιές ολόκληρες μετά, διατηρώντας συχνά τις μνήμες αυτές ώς σήμερα.

 

Σημείωση: Τα χαρτονομίσματα και τα γραμμάτια που παρουσιάζονται στο παρόν άρθρο ανήκουν στη συλλογή Φ. Α. Βλάχου.

 

…………………………………………

 

1. Επισημαίνει ο κλασικός οικονομολόγος David Ricardo στο κλασικό πλέον έργο του «Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας», από το 1817.

2. Βλ. Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα», τ. Ι & τ. ΙΙ

3. Βλ. τη μελέτη του Γιάννη Σκαλιδάκη, «Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944)», υπό έκδοση (εκδ. Ασίνη, 2014).

4. Βλ. Αναστάσιος Τζαμαλής, «Χαρτονομίσματα της Κατοχής», στο αφιέρωμα Ιστορία των Ελληνικών Χαρτονομισμάτων, «Καθημερινή»/«7 Ημέρες», 4/02/1996, σελ. 18.

5. Αυτή ακριβώς η ενέργεια υποστασιοποιεί ένα σημαντικό τμήμα των σύγχρονων ελληνικών διεκδικήσεων από τη γερμανική κυβέρνηση και είναι σε εκκρεμότητα.

6. Βλ. Γ. Αλογοσκούφης – Σ. Λαζαρέτου, «Νομισματικά Καθεστώτα και Δημοσιονομικές Διαταραχές στη Νεότερη Ελλάδα», (Αθήνα, 1997), σελ. 170.

7. Ο.π., Αλογοσκούφης – Λαζαρέτου, «Νομισματικά Καθεστώτα…», σελ. 171.

8. Λόγω των πολιτικών μεταβολών, αυτό δεν συνέβη ποτέ.

9. Χρ. Χρηστίδης, «Χρόνια Κατοχής (1941-1946): Μαρτυρίες Ημερολογίου» (Αθήνα, 1971), σελ. 486.

10. Βλ. Athanasios Lykogiannis, Britain and the Greek Economic Crisis, 1944-1947 (University of Missouri Press, 2002).

11. Σύμφωνα με τον οποίο, «το “κακό” νόμισμα, διώχνει το “καλό”».

 

………………………………………

 

Ποιος είναι

 

O Αγγελος Φ. Βλάχος είναι ιστορικός, διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και δραστηριοποιείται ως σύμβουλος τουριστικής ανάπτυξης. Η μελέτη του «Τουριστική Ανάπτυξη και Δημόσιες Πολιτικές στην Ελλάδα (1914-1950): η ανάδυση ενός νεοτερικού φαινομένου», με αντικείμενο την ιστορία του ελληνικού τουρισμού, θα εκδοθεί στο επόμενο διάστημα.

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=193948