24/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στον τροπικό του μέσου όρου

«Κι όμως τα πράγματα [...] πρώτα θα χειροτέρευαν και μετά θα καλυτέρευαν πάλι» (σελ. 493).
      Pin It

Κωνσταντίνος Δ. Τζαμιώτης
«Η πόλη και η σιωπή»
Μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2013, σελ. 493

 

«Κι όμως τα πράγματα [...] πρώτα θα χειροτέρευαν
και μετά θα καλυτέρευαν πάλι»
(σελ. 493)

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

Γίνεται τον τελευταίο καιρό —ανέκαθεν γινόταν άλλωστε— μεγάλη κουβέντα για το κανάλι επικοινωνίας μεταξύ «επικαιρότητας» και λογοτεχνίας. Υπάρχει; Δεν υπάρχει; Αρδεύεται από αυτό η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή ή όχι; Οφείλει ο συγγραφέας, ο οποίος εξάλλου προσπαθεί να γράψει εν μέσω της εκάστοτε «επικαιρότητας», να την αποτυπώσει; Οφείλει το έργο του να συνομιλεί με την κοινωνικοπολιτική συγκυρία; Οποιες κι αν είναι οι αρμόζουσες απαντήσεις στα πιο πάνω ερωτήματα, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης στο τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η πόλη και η σιωπή», επιχειρεί ακριβώς αυτό: να αφηγηθεί την τρέχουσα συγκυρία —αυτή δηλαδή που κατά κόρον ονομάζεται Κρίση (με αυτό το βαρύνον κεφαλαίο «Κ»).

 

Η αφήγηση του πολυσέλιδου μυθιστορήματος περιστρέφεται γύρω από τον Αργύρη Τρίκορφο, έναν νυν ταξιτζή, σχεδόν άπορο, πνιγμένο στα χρέη, πρώην βιοτέχνη, πρώην ευκατάστατο, πρώην ευτυχισμένο. Η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών (με αφετηρία το 2004, κατά τον αφηγητή), σε συνδυασμό με την καλοσύνη καρικατούρας (σχεδόν) του πρωταγωνιστή, συνηγόρησε στην εξαθλίωσή του. Πολύ εύστοχα ο Τζαμιώτης αποφασίζει να τον «κάνει» οδηγό ταξί: με τον τρόπο αυτό μετατρέπονται αυτομάτως σε φόντο του μυθιστορήματος η Αθήνα όπως τη βιώνουν οι κάτοικοί της σήμερα, σε συμπρωταγωνιστές οι κάθε λογής παροικούντες το κέντρο και τα προάστια, σε μουσικό χαλί η φάλτσα βοή της. Με φόντο αυτό το σκηνικό, ο Τρίκορφος θα βρει στο ταξί του μια ξεχασμένη τσάντα με πολλές χιλιάδες ευρώ, θα βασανιστεί για το πώς πρέπει να πράξει (καθώς τα λεφτά αρκούν για να σώσουν το κεφάλι του από τους τοκογλύφους και τον γάμο του από τη διάλυση), πριν τελικά την παραδώσει στην αστυνομία, γίνει διάσημος για λίγες στιγμές και —απροσδόκητα;— καταλήξει σε ακόμα δεινότερη θέση.

 

Ενώ συμβαίνουν όλα τα παραπάνω, μπροστά από τον αφηγηματικό φακό περνάνε φευγαλέα όλες οι «εικόνες-κλειδιά» της τρέχουσας συγκυρίας: άστεγοι, πολιτικοί, συνδικαλιστές, θρησκόληπτοι, εκβιαστές και τοκογλύφοι, μετανάστες —φίλοι και εχθροί του ήρωα. Ολες οι περιγραφές, σκηνών, διαλόγων, προσωπικών απόψεων, συναναστροφών, φέρουν μια σφραγίδα ρεαλιστικής αποτύπωσης. Δεν υπάρχει κάτι, πέραν της εξωπραγματικής πραότητας του Αργύρη Τρίκορφου, το οποίο να ξενίζει (ή για το οποίο δεν έχουμε ακούσει στις ειδήσεις ή διαβάσει στις εφημερίδες). Ομως, σύμφωνα με την παρούσα ανάγνωση, ακριβώς εκεί εστιάζονται και οι αδυναμίες του βιβλίου. Με άλλα λόγια, στην προσπάθειά του να αποτυπώσει την (χρονικά και συναισθηματικά) πολύ κοντινή του πραγματικότητα, ο Τζαμιώτης διστάζει να την επανεπινοήσει για χάρη της αφήγησης και καταφεύγει σε μια αποδελτίωση του «μέσου όρου». Προσπαθεί να πιάσει τον παλμό της «μέσης» ελληνικής οικογένειας που βιώνει την κρίση, να καταγράψει λόγια «μέσων» ευνοημένων της, να σκιαγραφήσει τον «μέσο κακό» και τον «μέσο» αδικημένο εξίσου. Ομως, μια τέτοιου είδους ομογενοποίηση των ιδιοσυγκρασιακών ιδιαιτεροτήτων που συνθέτουν την ατομικότητα —μια ατομικότητα η σκιαγράφηση της οποίας μας έχει δώσει ανά τα χρόνια αξέχαστους λογοτεχνικούς ήρωες— οδηγεί στην άμβλυνση των προτερημάτων του βιβλίου. Ο συγγραφέας προσπαθεί αφενός να μας συστήσει έναν νεόπτωχο Ελληνα με μια δόση ειρωνείας ως προς την «υπερ»-ηθική του στάση, αφετέρου να χτίσει έναν ήρωα αντίβαρο τόσο στον μιντιακό όσο και στον ηθικό βομβαρδισμό των ημερών —αντ’ αυτού συχνά-πυκνά γίνεται διδακτικός, παραθέτει κλισέ χωρίς να τα υποσκάπτει με χιούμορ ή ειρωνεία, ή λησμονεί να διαβρώσει την (αδιαμφισβήτητη) ανθρωπιά του ήρωά του με την πατίνα της (αναπόδραστης) ανθρώπινης αδυναμίας.

 

Στην προμετωπίδα του βιβλίου, η φράση του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, «στο τέλος δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, μα τη σιωπή των φίλων μας», δείχνει προς το ισχυρότερο στοιχείο του έκτου βιβλίου του συγγραφέα, τη σιωπή. Οι στιγμές που ο Τζαμιώτης ενεργοποιεί τη «σίγαση» του θορύβου της πόλης, της καθημερινότητας ή της δυστυχίας, οι βαθιές ανάσες της αφήγησης κλείνουν μέσα τους όλη τη μελαγχολία των ημερών που ζούμε.

 

Scroll to top