Pin It

ΣΠ. ΡΙΖΟΣΤου Σπ. Ρίζου*

 

Πέρασε περίπου ένας αιώνας από τότε που η οικολογία ως επιστήμη απέκτησε ιδιαίτερο επιστημονικό περιεχόμενο και περισσότερο από μισός από τότε που απέκτησε και πολιτικό. Η προοδευτικότητα που έχει αποδοθεί στην οικο-λογία ίσως οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι εμφανίζεται ως αντίβαρο της οικο-νομίας που έθετε παραδοσιακά τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού μέσω της κλασικής βιομηχανικής ανάπτυξης και δεν λάμβανε υπόψη τις επιπτώσεις στο περιβάλλον. Περαιτέρω, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και η συνεπαγόμενη ανάπτυξη περιβαλλοντικής συνείδησης οδήγησαν στη γένεση οικολογικών ρευμάτων-κινημάτων, τα οποία αρθρώθηκαν τελικά σε πολιτικούς σχηματισμούς και διεκδικούν με επιτυχία, πολλές φορές, τη θέση τους στο πολιτικό σκηνικό.

 

Αποτελεί, όμως, η οικολογία από μόνη της πολιτικό ρεύμα και μπορεί να καθιερώσει τους δικούς της κανόνες και τον δικό της πολιτικό τρόπο σκέψης και ζωής;

 

Κατηγορηματικά όχι! Ασφαλώς ο στόχος των προοδευτικών κομμάτων για την κατάργηση/ελαχιστοποίηση της εκμετάλλευσης δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να ληφθεί υπόψη η προστασία του περιβάλλοντος προς την κατεύθυνση της αειφόρου χρήσης του, αλλά η δημιουργία πολιτικών σχηματισμών με αποκλειστικό αντικείμενο την οικολογία, ως τεχνοκρατική αντίληψη επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων, αποτελεί ευκαιριακό ζήτημα «μοντερνισμού» ή/και προϊόν μιμητισμού και τίποτα περισσότερο. Επιπλέον, πολλές φορές, καινοτόμες λύσεις οι οποίες εμφανίζονται προοδευτικές και γίνονται εύκολα αποδεκτές από την κοινή γνώμη, μπορεί να κρύβουν μεγαλύτερο συντηρητισμό από άλλες που μοιάζουν οπισθοδρομικές. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:

 

Φαινόμενο κλιματικής αλλαγής: Παρά την επιστημονική αβεβαιότητα που υπάρχει στο ζήτημα αυτό, το εμπόριο προϊόντων παραγωγής ήπιων μορφών ενέργειας διάγει ημέρες λαμπρές!

 

Βιολογική γεωργία: Οι ποσότητες που παράγονται μέσω της βιολογικής γεωργίας είναι μικρές, συνεπώς η ανάληψη του κόστους από τον καταναλωτή οδηγεί την ουσιαστική διαστρωμάτωση της κοινωνίας ανάλογα με την τροφή που καταναλώνει.

 

Εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ανεμογεννητριών, καλλιέργεια φυτών βιοκαυσίμων: Ανεξάρτητα από την αδιαμφισβήτητη αισθητική υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι δραστηριότητες αυτές, μπορεί να οδηγήσουν σε αποδοχή τεχνολογιών, οι οποίες είναι εκ διαμέτρου αντίθετες ακόμα και με τον επιδιωκόμενο στόχο της προστασίας του. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι παραγωγικές εκτάσεις αποσύρονται από την παραγωγή τροφίμων και ζωοτροφών, οδηγεί αρχικά στην άνοδο της τιμής των προϊόντων αυτών και τελικά στη συμπίεση του γεωργικού εισοδήματος, λόγω του ανταγωνισμού τους με τα αντίστοιχα εισαγόμενα φθηνότερα προϊόντα από χώρες όπου το μεροκάματο είναι χαμηλό. Τέλος, η πίεση για την αναγκαιότητα εξασφάλισης μεγαλύτερων ποσοτήτων και φτηνότερων τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε μονοκαλλιέργεια (π.χ. καλαμπόκι, σόγια), εντατικοποίηση της παραγωγής ή/και εκτροφής αγροτικών ζώων, με δυσμενέστατες συνέπειες στο περιβάλλον και στην υγεία των καταναλωτών (π.χ. τρελές αγελάδες). Μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην υιοθέτηση καλλιεργειών γενετικά τροποποιημένων προϊόντων με απρόβλεπτες επιπτώσεις για το περιβάλλον και την υγεία. Πριν από αρκετά χρόνια, ήδη, το Βρετανικό Κοινοβούλιο επέτρεψε την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων προϊόντων, σε αντιστάθμισμα της έλλειψης παραγωγής τροφίμων, που επέφερε η δέσμευση της γης σε καλλιέργειες βιοκαυσίμων.

 

Γενικά, η φαινομενικά οικολογική προσαρμογή πολιτικών αποφάσεων για όλα τα παραπάνω, πέρα και έξω από έναν γενικότερο πολιτικό σχεδιασμό, εκτός της ενίσχυσης των ταξικών ανισοτήτων, μπορεί να οδηγήσει και σε περιβαλλοντικά αποτελέσματα εκ διαμέτρου αντίθετα από αυτά που επιδιώκονται, ακόμα και με τη στενή στερεοτυπική τεχνοκρατική οικολογική αντίληψη.

 

Τέλος, ας δούμε το παράδειγμα του λιγνίτη, η χρήση του οποίου με αυστηρά προληπτικά μέτρα για τους εργαζόμενους και το περιβάλλον θα μπορούσε να μην έχει επιπτώσεις στην υγεία και να αποτελεί μικρότερο πρόβλημα ρύπανσης, σε σχέση με το πρόβλημα διάθεσης και ταφής του εγκαταλελειμμένου εξοπλισμού της «πράσινης» ενέργειας. Πέρα από τα παραπάνω, ο λιγνίτης, ως ορυκτό, αποτελεί εθνικό πλούτο και η χρήση του για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της χώρας ή και για εξαγωγή θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό πόρο, ιδιαίτερα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης.

 

Συμπερασματικά, έχουμε ανάγκη από κυβερνήσεις που θα λαμβάνουν μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας, θα κάνουν συνετά βήματα απεξάρτησης από την παραδοσιακή ρυπογόνο βιομηχανική δραστηριότητα και θα ενσωματώνουν οικολογικές πρακτικές παραγωγής με στόχο την αειφορία του περιβάλλοντος. Αντίθετα, δεν χρειαζόμαστε τα οικολογικά κόμματα, τα οποία διακατέχονται συνήθως από ένα είδος ιδεοληπτικού οικολογικού αυτοσκοπού και προτείνουν μέτρα, χωρίς να συνυπολογίζουν τις αρνητικές συνιστώσες της όξυνσης των ανισοτήτων της κοινωνίας και της υποβάθμισης του ίδιου του περιβάλλοντος.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Γεωπόνος, MSc Γεωπληροφορικής, Ειδικό & Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό, Τομέας Διαχείρισης Υδατικών Πόρων Γεωπονικού Παν. Αθηνών, πρόεδρος του Συλλ. ΕΕΔΙΠ ΓΠΑ, γεν. γραμμ. της ΠΟΣΕΕΔΙΠ ΑΕΙ

 

Scroll to top