Pin It

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Τζώρτζης Ρούσσος

 

Η τροποποιητική καταγγελία αποτελεί πρόταση του εργοδότη ο οποίος δεν επιθυμεί πλέον τη συνέχιση της εργασιακής σχέσης, ζητάει να λυθεί (η σχέση) και να συναφθεί άλλη αντ’ αυτής, με διαφορετικούς όρους. Ο εργοδότης προσφεύγει στην τροποποιητική καταγγελία όταν επιδιώκει όχι τη λύση της σύμβασης εργασίας, αλλά τη συνέχισή της με τροποποίηση του περιεχομένου της. Αυτή η υπό αίρεση καταγγελία χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για την αποδοχή της προτεινόμενης μεταβολής. Σε σχέση με την κοινή καταγγελία, η εν λόγω καταγγελία αποτελεί ηπιότερο μέσο. Διότι για να γίνει προϋποθέτει πάντοτε τη συναίνεση του εργαζομένου.

 

Η πρόταση μεταβολής των όρων εργασίας πρέπει να είναι συγκεκριμένη, ώστε να καθίσταται σαφές στο άλλο μέρος με ποιο ακριβώς περιεχόμενο θα συνεχιστεί η εργασιακή σχέση στο μέλλον. Π.χ. πρόταση του εργοδότη για συνέχιση της εργασιακής σχέσης «με διαφορετικά καθήκοντα» ή «με μικρότερη αμοιβή» δεν αρκεί. Αυτού του τύπου η καταγγελία αποτελείται από δύο στοιχεία που βρίσκονται σε εσωτερική ενότητα μεταξύ τους και επομένως δεν είναι δυνατή η διάσπασή τους:

 

● από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και

● την πρόταση για μεταβολή του περιεχομένου της.

 

Η τροποποίηση των όρων εργασίας μπορεί να δικαιολογείται από οικονομικοτεχνικούς λόγους ή από λόγους που έχουν σχέση με το πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζόμενου. Οταν αποτελεί συνέπεια των μεταβολών της οικονομικοτεχνικής κατάστασης της επιχείρησης, που είναι και το πιο σύνηθες στην πράξη, η υπό κρίση καταγγελία προϋποθέτει επιχειρηματική απόφαση του εργοδότη η οποία οδηγεί είτε στην κατάργηση μιας θέσης εργασίας είτε στη μεταβολή των όρων εργασίας και παράλληλα προσφέρει τη δυνατότητα συνέχισης της απασχόλησης σε νέα θέση εργασίας. Να σημειωθεί ότι αυτού του είδους οι επιχειρηματικές αποφάσεις δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, διότι θίγεται η επιχειρηματική ελευθερία του εργοδότη. Αφενός δεν είναι στα καθήκοντα του δικαστή να υποδείξει στον εργοδότη μια καλύτερη ή ορθότερη επιχειρηματική πολιτική για την οποία δεν φέρει ευθύνη, αφετέρου ο ίδιος δεν έχει στη διάθεσή του τα απαιτούμενα στοιχεία για να είναι σε θέση να εκτιμήσει τις εκάστοτε επιχειρηματικές κινήσεις του εργοδότη. Ενδεικτικά, εργοδοτικές πρωτοβουλίες που δεν εμπίπτουν στον έλεγχο της σκοπιμότητας έχουν σχέση με το πρόγραμμα επενδύσεων, την πολιτική των τιμών, τις μεθόδους παραγωγής της εργασίας, τη διαφήμιση και τις μεταβολές σχετικά με το είδος και την ποσότητα των παραγόμενων προϊόντων.

 

Ο εργαζόμενος απέναντι σε μια τροποποιητική καταγγελία μπορεί:

 

1. Να αποδεχθεί την πρόταση τροποποίησης, οπότε συνεχίζεται η σύμβαση εργασίας με τους νέους όρους. Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Κατά κανόνα, η χωρίς διαμαρτυρία συνέχιση της παροχής εργασίας υπό τους νέους όρους συνιστά σιωπηρή αποδοχή.

 

2. Να απορρίψει την πρόταση, οπότε λύνεται η σχέση εργασίας, εφόσον έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις κύρους της τροποποιητικής καταγγελίας, και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωσή του.

 

3. Να αποκρούσει την τροποποίηση των όρων εργασίας του, θεωρώντας αυτήν καταχρηστική.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΣ

 

Επαναφορά υπαλλήλου στα καθήκοντά του

 

Σε δύο περιπτώσεις επανέρχεται στα καθήκοντά του ο δημόσιος υπάλληλος που τέθηκε σε αργία:

 

α) Αυτοδίκαια με την έκδοση πειθαρχικής απόφασης, η οποία τον απαλλάσσει από την πειθαρχική ευθύνη ή του επιβάλλει ποινή διαφορετική από την οριστική ή προσωρινή παύση.

 

β) Με την κοινοποίηση σχετικής απόφασης του οργάνου που τον έθεσε σε αργία, η οποία εκδίδεται εφόσον έχουν εκλείψει οι λόγοι (βλέπε ενότητα Α). Η απόφαση αυτή μπορεί να εκδίδεται από το αρμόδιο όργανο οποτεδήποτε, ακόμη και χωρίς προηγούμενη γνώμη του πειθαρχικού συμβουλίου.

 

Πάντως στον υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας ή σε αναστολή άσκησης καθηκόντων καταβάλλεται το ένα τρίτο (1/3) των αποδοχών του. Το υπόλοιπο των αποδοχών του ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί στον υπάλληλο έπειτα από αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον δεν τεθεί σε αργία ή απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Ο υπάλληλος, στον οποίο επιβλήθηκε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ

 

Πώς μπορεί να περιορίσει την αποζημίωση

 

Σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω ασθενείας που υπερβαίνει τα χρονικά όρια που θέτει ο νόμος, η λύση ή όχι της σύμβασης εργασίας κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από τον δικαστή, ο οποίος, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τα συναλλακτικά ήθη, μετά από εκτίμηση της αιτίας της αποχής, της διάρκειάς της, της υπαιτιότητας του μισθωτού και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, κρίνει αν η αποχή αυτή, κατ’ αντικειμενική κρίση, δηλαδή ανεξάρτητα από την πρόθεση του μισθωτού να λύσει ή όχι τη σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή εκ μέρους του καταγγελία της σύμβασης, δηλαδή ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του μισθωτού για τη λύση από αυτόν της εργασιακής σύμβασης.

 

Η μακροχρόνια διακοπή κάθε επαφής του ασθενούς μισθωτού με τον εργοδότη, παρότι ο τελευταίος συμπαραστάθηκε ηθικά και υλικά σ’ αυτόν, θεωρείται ως σιωπηρή παραίτηση, η μεταγενέστερη δε έγγραφη εξώδικη δήλωση του μισθωτού ότι προσφέρει την εργασία του κρίνεται προσχηματική και σε καμία περίπτωση δεν υποδηλώνει αληθή βούληση του μισθωτού για ανάληψη εργασίας.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

ΕΥΡΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 

Από σήμερα και μέχρι τις 20 Ιουνίου 2014 θα μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να καταθέτουν την αίτησή τους για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό για την κατάταξη στο Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ-ΕΛ.ΑΚΤ.) 110 δόκιμων υπαξιωματικών Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. Οσοι έχουν τα παραπάνω προσόντα και επιθυμούν να πάρουν μέρος στον διαγωνισμό κατάταξης, υποβάλλουν αίτηση με επισυναπτόμενα δικαιολογητικά, αυτοπροσώπως (ή με νομίμως εξουσιοδοτημένο προς τούτο άτομο), κατά τις εργάσιμες ημέρες και από ώρα 08.00 έως 14.00 ή ταχυδρομικώς με συστημένη αλληλογραφία, στην ακόλουθη διεύθυνση:

 

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΤΑΤΑΞΗΣ ΔΟΚΙΜΩΝ ΥΠΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ Λ.Σ.-ΕΛ.ΑΚΤ. ΕΤΟΥΣ 2014 ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ-ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΙΟΔΟΤΗΣΗΣ – ΣΧΟΛΗ ΛΙΜΕΝΟΦΥΛΑΚΩΝ, ΤΕΡΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΙΔΟΥ, ΧΑΤΖΗΚΥΡΙΑΚΕΙΟ – ΠΕΙΡΑΙΑΣ, Τ.Κ. 18510

 

………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ

 

Τις μικτές αποδοχές πρέπει να συμπεριλαμβάνουν οι εργαζόμενοι που διεκδικούν χρήματα από τον εργοδότη τους όταν προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη

 

Ο εργοδότης υποχρεούται από τον νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από τον μισθό, ήτοι εισφορές προς το ΙΚΑ, ασφαλιστικούς οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, ΟΑΕΔ, Εργατική Εστία, όπως και φόρο μισθωτών υπηρεσιών, χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού κ.λπ. Τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους. Αντικείμενο δηλαδή της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, ήτοι εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον κρατήσεις, τις οποίες, όπως σημειώθηκε, πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

Πλήρη δικαιώματα θεωρούν τα ελληνικά δικαστήρια ότι έχει ο εργαζόμενος που εργάζεται σε καθεστώς διαλείπουσας εργασίας. Σύμφωνα με την ελληνική Δικαιοσύνη, αν παρέχεται εργασία σε ορισμένες ημέρες τον μήνα, εκτός της εβδομάδας, που παρέχεται ακανόνιστα, χωρίς η περιοδικότητα της απασχόλησης να είναι προβλεπτή, πρόκειται για διαλείπουσα εργασία, η οποία δεν απαγορεύεται. Αντίθετα, ολική ή πλήρης είναι η απασχόληση του εργαζομένου που αντιστοιχεί στο νόμιμο ωράριο εργασίας και αντιδιαστέλλεται σε εκείνη της οποίας η διάρκεια είναι μικρότερη από το νόμιμο ωράριο εργασίας και καλείται μερική απασχόληση. Ως τέτοια θεωρείται κάθε απασχόληση μικρότερη από την κανονική με αντίστοιχες μικρότερες αποδοχές. Μορφή μερικής απασχόλησης είναι η απασχόληση κατά την οποία ο ημερήσιος χρόνος εργασίας συμφωνείται μικρότερος από τον αντίστοιχο κανονικό ή η απασχόληση με πλήρες ωράριο αλλά σε ορισμένες ημέρες της εβδομάδας, με μειωμένες σε κάθε περίπτωση αποδοχές. Σε περίπτωση διαλείπουσας εργασίας ή εκ περιτροπής, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει άδεια με αποδοχές. Επίσης δικαιούται επιδομάτων. Αν η μερική απασχόληση δεν παρέχεται σε σταθερό πάντοτε αριθμό ωρών εργασίας, το επίδομα θα υπολογιστεί με βάση τον μέσο όρο αποδοχών του χρόνου αναφοράς.

 

 

 

 

 

 

Scroll to top