22/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Καλοκαίρι, μια συνάντηση Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Δέκα πρωτο­εμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι, με ποικίλες θεματικές εμμονές και τεχνοτροπικές κλίσεις, που τα πρώτα τους βιβλία ήδη απασχόλησαν κριτικούς, επιτροπές βραβείων αλλά και αναγνώστες, για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, θα μας κρατάνε συντροφιά με καλοκαιρινές αφηγήσεις θρυμματισμένες ή αρραγείς, ρεαλιστικής,.
      Pin It

Της Χριστίνας Καράμπελα

 

«Καλοκαίρι άγουρο»

 

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΤο καλοκαίρι είναι η πιο ζεστή εποχή του χρόνου. Σε αυτό συμφωνούν όλοι. Από εκεί και πέρα, κάποιοι προτιμούν το βαθύ καλοκαίρι και κάποιοι το άγουρο. Στο βαθύ καλοκαίρι οι ζωντανοί δυσκολεύονται να αναπνεύσουν και οι πεθαμένοι λιώνουν γρηγορότερα. Λιώνει όμως μόνο το απέξω, το μέσα μένει, σκληρό σαν το κουκούτσι. Στο άγουρο καλοκαίρι, καλή του ώρα, είναι αλλιώς, αναπνέεις με άνεση, το λιώσιμο παίρνει το χρόνο του και συχνά το «εδώ» ανακατεύεται με το «επέκεινα».

 

«Εκείνος».

 

«Το πρώτο κορίτσι».

 

«Το δεύτερο κορίτσι».

 

Εκείνος αναρωτιόταν αν στην κατάστασή του μπορούσε να εξακολουθεί να γράφει, πολύ θα ήθελε να γράψει κάτι για το άγουρο καλοκαίρι, μα πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη σκέψη του, μπήκε στο δωμάτιο το πρώτο κορίτσι.

 

Γύρω στο ένα και πενήντα, στρουμπουλή, με μάτια μεγάλα και μαύρα που έδειχναν ακόμα πιο μαύρα πάνω στο χλομό της δέρμα. Τα μαλλιά της και αυτά κατάμαυρα, τα είχε πιασμένα σε μια καλοχτενισμένη αλογοουρά που έφτανε μέχρι τη μέση της. Κοίταξε γύρω-τριγύρω και ανακοίνωσε πως είχε προμηθευτεί ωτοασπίδες, δύο ζευγάρια, ένα κίτρινο και ένα ροζ, κίτρινο καναρινί και ροζ φούξια. Τις περιεργάστηκε λίγο και είπε πως θα τις χρησιμοποιούσε εναλλάξ, μια φορά τις ροζ και μια τις κίτρινες. Οσο προσπαθούσε να αποφασίσει ποιο χρώμα θα επέλεγε την πρώτη φορά, μπήκε στο δωμάτιο το δεύτερο κορίτσι, ίδιο με το πρώτο, η δίδυμή της, σέρνοντας πίσω της ένα μικρό μαύρο σκυλί που κάθε τόσο του μιλούσε αποκαλώντας το κάτι ανάμεσα στο Σαντέ και στο son of the dead.

 

Το δεύτερο κορίτσι κατευθύνθηκε στα πίσω δωμάτια του σπιτιού και το σκυλί που λεγόταν Σαντέ ή son of the dead έμεινε ακίνητο και όπως τον παρατηρούσε του φάνηκε πως δεν είχε μάτια και αν είχε τα έκρυβε πολύ καλά κάτω από το μαύρο τρίχωμά του.

 

Το πρώτο κορίτσι ψιθύρισε πως σιχαινόταν τη θάλασσα, γι’ αυτό λέει είχε πάντα μαζί της ωτοασπίδες, για να μην την ακούει. Ακόμα και τις μέρες της νηνεμίας ο ήχος της θάλασσας βρυχόταν στο κεφάλι της, επίμονος και υπόκωφος. Της θύμιζε την γκρίνια της μάνας της που την άκουγε ακόμα και όταν εκείνη δεν μιλούσε, την άκουγε μέσα στο κεφάλι της, επίμονη και υπόκωφη. Είχε γεννηθεί με δύο λεπτά διαφορά από την αδελφή της και η μάνα καθημερινά φύλαγε για την πρωτότοκή της τη μεγαλύτερη μερίδα της γκρίνιας της.

 

Τη ρώτησε τότε εκείνος για το δεύτερο κορίτσι, αν και αυτό μισούσε τη θάλασσα και για το όνομα του σκυλιού. Δεν άκουσε την ερώτησή του, κανείς πια δεν άκουγε τις ερωτήσεις του, και συνέχισε τον μονόλογό της, «αυτό που μισώ από όλα πιο πολύ είναι η θάλασσα, το μίσος γι’ αυτήν με κατακλύζει, όταν την αντικρίζω ενεργοποιείται όλο το απόθεμα κακότητας που διαθέτω, όταν είμαι μακριά της χαλαρώνω και ηρεμώ, γίνομαι ο εαυτός μου, όταν την πλησιάζω αλλάζω, ακούω το τσουνάμι που κρύβει στα σπλάχνα της, ανταριάζομαι και θέλω να το βάλω στα πόδια, να τρέξω μακριά της να σωθώ, να κάνω αυτό που δεν πρόλαβε εκείνη, τουλάχιστον εγώ να της ξεφύγω».

 

Οσο μιλούσε το κορίτσι που μισούσε τη θάλασσα, το πάτωμα λίγο λίγο γέμιζε αλμυρό νερό. Η στάθμη ανέβαινε και παρέσυρε έπιπλα και μικροαντικείμενα.

 

«Σε τούτο τον τόπο είναι ιερόσυλο να πεις πως τη μισείς. Ακόμα και οι μανάδες των πνιγμένων ναυτικών την υπολήπτονται. Υποκριτές. Εγώ πάλι, όχι. Τη σιχαίνομαι, με ενοχλεί ο ήχος της που ποτέ δεν σταματά, οι απροειδοποίητες αλλαγές της διάθεσής της, η μυρωδιά της, τα χρώματα και το αλάτι της. Καταραμένος τάφος, μακάρι σε χώρα ορεινή, ενδοχώρα να είχαμε γεννηθεί εγώ και η αδελφή μου».

 

Από την παρατήρηση του θυμωμένου προσώπου του πρώτου κοριτσιού τον απέσπασε το μαύρο σκυλί που κολυμπούσε νευρικά κυνηγώντας τις φούξια και κίτρινες ωτοασπίδες που επέπλεαν στο πλημμυρισμένο δωμάτιο.

 

Το νερό είχε φτάσει στο μισό μέτρο όταν το δεύτερο κορίτσι στάθηκε δίπλα του και είπε: «Δεν θα ανέβει άλλο το νερό, μη φοβάσαι, είμαστε στο άγουρο καλοκαίρι, αν είμαστε στο βαθύ θα έφτανε πιο ψηλά. Η αδελφή μου φοβάται το νερό, δεν ξέρει να κολυμπά. Και εγώ που ήξερα τι κατάφερα; Ούτε τον εαυτό μου έσωσα ούτε το σκυλί. Λες στο επέκεινα να έχει παραλίες; Πρέπει να την πείσεις να μας αφήσει να φύγουμε. Εδώ και δύο χρόνια, μέρα δεν περνά που να μη μας μνημονεύσει, καρφωμένους μάς έχει στον νου της και εμένα και το σκυλί. Δεν με ακούει, χιλιάδες φορές προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί της, τίποτε, μήπως θα μπορούσες και εσύ να προσπαθήσεις;».

 

«Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους», της αντιγύρισε εκείνος. «Εχεις δίκιο», του απάντησε, «αλλά ποτέ δεν ξέρεις, κάποιοι σαν εμάς κάποτε τα κατάφεραν και επικοινώνησαν». Αυτά είπε, βύθισε το κεφάλι της στο νερό και όταν βγήκε άρχισε να σκαρφαλώνει στους τοίχους τραγουδώντας ρυθμικά «καλοκαίρι άγουρο, άγουρο καλοκαίρι, το καλοκαίρι το βαθύ καθόλου δεν αργεί».

 

Το πρώτο κορίτσι είχε βγει στον κήπο με τις τριανταφυλλιές και στεκόταν συνοφρυωμένο. «Ηρθε η ώρα να σας αφήσω και εσένα αδελφούλα μου και το σκυλί, ήρθε η ώρα πια να φύγετε. Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους», είπε και απομακρύνθηκε.

 

Το σκυλί τον πλησίασε και απίθωσε στα πόδια του δύο ωτοασπίδες, μια φούξια και μια καναρινί. Εκείνος τις φόρεσε και βούτηξε χωρίς δεύτερη σκέψη. Το δεύτερο κορίτσι και το σκυλί τον ακολούθησαν. Βούτηξαν αποφασιστικά στο κατόπι του.

 

* Το μυθιστόρημα «Καιροί τέσσερεις» της Χριστίνας Καράμπελα κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις (2014).

 

Scroll to top