- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η κατά Μίλαν Αποκάλυψη

27/06/14 ART,ΘΕΜΑ,ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ-ART

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ [1]Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

«Είστε ο καλύτερός μου μεταφραστής!»

 

Αυτό έγραψε ο Μίλαν Κούντερα στον Γιάννη Χάρη, όταν πήρε το βραβείο του ΕΚΕΜΕΛ το 2011 για τη μετάφραση του δοκιμίου Συνάντηση. Αλλωστε ο σπουδαίος Γαλλοτσέχος συγγραφέας τον είχε ζητήσει, έπειτα από την πρώτη συνεργασία τους, το 1995, αποκλειστικό τρόπον τινά μεταφραστή του, και του είχε μάλιστα εμπιστευτεί την αναμετάφραση των παλιότερων έργων του. Ετσι, μέχρι σήμερα, ο Γ. Η. Χάρης, επιμελητής του έργου του Ελύτη και δηκτικός ανατόμος της γλωσσικής και πολιτικοκοινωνικής ελληνικής πραγματικότητας, έχει μεταφράσει 11 βιβλία του Κούντερα, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις της Εστίας, πέντε από τα παλιά, τα οποία είχε ήδη αναθεωρήσει ο συγγραφέας, και έξι καινούργια. Το πλέον πρόσφατο είναι το παράξενο μυθιστόρημα Η γιορτή της ασημαντότητας, ένα εμπρόθετα «ασόβαρο» βιβλίο, που φωτίζει σοβαρά κοινωνικά και υπαρξιακά προβλήματα, σε μια εποχή που «τα αστεία έγιναν επικίνδυνα».

 

Με ένα χιούμορ δαιμονικό, ο 85χρονος σήμερα Κούντερα μάς λέει εδώ ότι όλα αυτά στα οποία πίστεψε ο 20ός αιώνας –ο έρωτας, η ελευθερία, η επαγγελία του κομμουνισμού, το όνειρο και η ουτοπία, η παιδεία και η κουλτούρα, η Ευρώπη, η ειρήνη- αποδείχθηκαν και αποδεικνύονται συνεχώς μια γιγάντια φάρσα. Αφού παντού και πάντα, ακόμα και στις πιο δραματικές συνθήκες, μας περιβάλλει και μας καθοδηγεί η ασημαντότητα. Το καινούργιο του μυθιστόρημα απέχει δεκατρία χρόνια από το προηγούμενο, την Αγνοια, και καταλαμβάνει μόλις 125 σελίδες, όμως συνοψίζει ολόκληρο το έργο του. Και είναι, λέει ο Χάρης, «η κατά Μίλαν Αποκάλυψη».

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΑΡΗΣ [2]Ο Γιάννης Χάρης δεν είναι ο πρώτος μεταφραστής του Κούντερα. Πρώτος ήταν ο Ανδρέας Τσάκαλης, που τον μετέφρασε από τα τσέχικα για τις εκδόσεις Κάλβος το 1971. Ομως ο Χάρης, από τότε που ξεκίνησε η στενή συνεργασία του με τον Κούντερα εδώ και μια εικοσαετία, λειτουργεί, σύμφωνα με τον ορισμό του μεταφραστή που δίνει ο ίδιος, όχι απλώς ως οικοδεσπότης του συγγραφέα στην Ελλάδα, αλλά ως εκπρόσωπός του και μαζί κηδεμόνας-προστάτης του. Ενας προστάτης όμως ο οποίος δεν ξεχνά να είναι πειθαρχημένος και να μην επιβάλλει «τη δική του περπατησιά», το δικό του ύφος, στο ξένο κείμενο, και δεν υποκαθιστά τον συγγραφέα, πόσω μάλλον όταν εκείνος είναι εξαιρετικά αυστηρός με τις μεταφράσεις των έργων του.

 

Αυτή η αυστηρότητα, πάντως, δεν τον εμποδίζει να διατηρεί μια ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Το μαύρο χιούμορ ήταν το όπλο των διανοουμένων που ασκούσαν κριτική στα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο Κούντερα όμως, περισσότερο από τον Κόχουτ ή τον Χάβελ που παρέμειναν στην Τσεχία, το καλλιέργησε σε βάθος, δίνοντάς του γεύση πικρή και διάσταση φιλοσοφική, κάτι που γίνεται φανερό όταν παρακολουθήσει κανείς τη λογοτεχνική του πορεία στο σύνολό της. Από τους πρώιμους και σαρκαστικούς Κωμικούς έρωτες (1959-68) και το εμβληματικό Αστείο τού 1967 -το μυθιστόρημα που διαβάστηκε ως ηχηρή καταγγελία του σοβιετικού σοσιαλιστικού μοντέλου- μέχρι το Βιβλίο του γέλιου και της λήθης του 1979, με τη στρατηγική των παραλλαγών «για την Πράγα και τους αγγέλους», και εντέλει μέχρι την παριζιάνικη Γιορτή της ασημαντότητας, ο Κούντερα μοιάζει να αναστοχάζεται κάθε τόσο την κοινωνική συνθήκη της εκάστοτε εποχής, από την ανάποδη. Κόντρα δηλαδή προς την (κυρίαρχη) προσήλωση στη σοβαρότητα των μεγάλων αληθειών. Εδώ, μάλιστα, παραπέμπει στις σκέψεις για το κωμικό του αγαπημένου του Χέγκελ, για να πει πως «μόνο από τα ύψη της ατέλειωτης ευδιαθεσίας, του ατέλειωτου κεφιού, μπορείς να δεις χαμηλά αποκάτω σου την αιώνια βλακεία των ανθρώπων και να βάλεις τα γέλια».

 

Στη Γιορτή της ασημαντότητας ο αναγνώστης θα βρει, λοιπόν, ένα πανηγύρι από διαβαθμίσεις και αποχρώσεις αυτής της ευδιαθεσίας η οποία καταλαμβάνει τους κεντρικούς χαρακτήρες. Ωστόσο, σήμερα, κάτι έχει αλλάξει. Οπως λέει ένας από τους πρωταγωνιστές, ο γηραιότερος, ο Ραμόν, τα αστεία, που ήταν η μόνη εφικτή μορφή αντίστασης στην ολέθρια πορεία του κόσμου, έχουν χάσει πια τη δύναμή τους. Σήμερα δεν ξέρουμε «πού να βρούμε το κέφι» για πλάκες, το κέφι για να γελάσουμε. Αρα; Μήπως πρέπει «να μάθουμε να αγαπάμε την ασημαντότητα» που μας περιβάλλει, αφού αυτή «είναι το κλειδί της σοφίας, το κλειδί της ευδιαθεσίας»; Αφού αυτή είναι ο καθρέφτης όπου βλέπουμε τις αυταπάτες μας; Ο Ραμόν καμώνεται πως υποστηρίζει αυτή την άποψη, ωστόσο ο Κούντερα την υπονομεύει στο οπισθόφυλλο που έγραψε (αλλά δεν υπέγραψε) για την έκδοση, δηλώνοντας πως έχουμε εδώ ένα μυθιστόρημα που καμία του λέξη δεν είναι σοβαρή. Το ερώτημα παραμένει λοιπόν. Χα! Χα! …ή μήπως Ωχ!

 

«Ο Κούντερα δεν αυτοβιογραφείται»

 

ΜΙΛΑΝ ΚΟΥΝΤΕΡΑ [3]Χάρης και Κούντερα γνωρίστηκαν δι’ αλληλογραφίας τον Μάρτιο του 1995, σύντομα αφότου ο αυτοεξόριστος Τσέχος είχε αρχίσει να γράφει απευθείας στα γαλλικά. Οι ερωτήσεις του Χάρη σχετικά με τη μετάφραση του δοκιμίου Προδομένες Διαθήκες (Εστία 1995) τον κέντρισαν, καθώς εστίαζαν σε ζητήματα θερμοκρασίας του κειμένου. Κι έτσι, από τις επιστολές στα φαξ, από τα φαξ στα ατέλειωτα τηλεφωνήματα, από τα τηλεφωνήματα στα μέιλ, μέχρι εκείνη την εβδομάδα του 2001 στο Παρίσι, που την πέρασαν δουλεύοντας πάνω στο Αστείο, δίπλα-δίπλα σε εξάωρη βάση, χτίστηκε μεταξύ τους μια σχέση εκτίμησης και εμπιστοσύνης. Τόσο που όταν συναντήθηκαν πριν από μερικούς μήνες ο Κούντερα, με ένα ουίσκι στο χέρι, «έφαγε» το τρίωρό τους ρωτώντας λεπτομέρειες για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Δεν έπαψε να επανέρχεται στην κρίση, μού έλεγε ο Χάρης, «για την οποία θεωρούσε ουσιαστικά υπεύθυνη την Ευρώπη, ή πάντως κάκιζε τη στάση της απέναντί μας. Πιθανώς διότι έχει ειδική ευαισθησία, όπως έχει γράψει πολλές φορές, εμμονή, θα έλεγα, με τα “μικρά έθνη”».

 

• Γιατί κατά τη γνώμη σας ο Κούντερα επιμένει γαλλικά; Κάποτε ίσως αυτό να ήταν ένα διαβατήριο για το σινάφι των Γάλλων συγγραφέων. Σήμερα το να έγραφε στα τσέχικα ίσως να λειτουργούσε συμβολικά ως ατού…

 

«Δεν νομίζω πως ο Κούντερα άρχισε να γράφει στα γαλλικά για να ενταχθεί λ.χ. στα γαλλικά γράμματα κτλ. Ο ίδιος δεν έχει μιλήσει γι’ αυτό, κι εμείς μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, εξ ορισμού αυθαίρετες. Σκέφτομαι πως ένας λόγος έχει ίσως να κάνει με την περιπέτεια των μεταφράσεών του. Οπως γράφει ο ίδιος, ζούσε ήδη μερικά χρόνια στη Γαλλία, και κάποιος δημοσιογράφος του λέει: “Το περίτεχνο και μπαρόκ ύφος σας στο Αστείο έγινε λιτό και διάφανο στα επόμενα βιβλία σας. Γιατί αυτή η αλλαγή;” Θορυβήθηκε ο Κούντερα, διαβάζει τη γαλλική μετάφραση, και μένει εμβρόντητος: ήταν άλλο πια βιβλίο. Αργότερα, στην αγγλική μετάφραση είδε να συμπτύσσονται διάφορα κεφάλαια ή να παραλείπονται σελίδες ολόκληρες! Από τότε αποδύθηκε σ’ έναν αγώνα να αναθεωρήσει τις μεταφράσεις του, στις γλώσσες που γνώριζε ο ίδιος· και στις γαλλικές πια, προσθέτει στην αρχή μια σημείωση πως είναι πλήρως αναθεωρημένες και έχουν την ίδια ισχύ πρωτοτύπου με το τσέχικο. Ετσι συγκροτεί ένα γαλλικό corpus, και προτιμά να μεταφράζεται από αυτό, με βάση το αντικειμενικό γεγονός ότι περισσότεροι γνωρίζουν γαλλικά παρά τσέχικα. Ετσι, και με τα χρόνια, έρχεται νομίζω, φυσική συνέπεια, φυσική συνέχεια, το να αρχίσει να γράφει ο ίδιος στα γαλλικά: Στη Γαλλία έχει εγκατασταθεί από το 1975, κάποια στιγμή, το 1981, παίρνει και τη γαλλική υπηκοότητα, δεν φαντάζεται, όπως κανένας μας, την κατάρρευση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, άρα και πως θα ξαναγυρίσει ποτέ στην παλιά του πατρίδα.

 

»Ενας άλλος ίσως λόγος, κι αυτό πια είναι εντελώς προσωπική μου σκέψη, έχει να κάνει με την αισθητική πρόθεση του Κούντερα, με το εξαιρετικά λιτό ύφος, με την προγραφή, θα έλεγα, της “λογοτεχνικότητας”. Ετσι, σκέφτομαι ότι κάποιον ρόλο στην επιλογή του να γράψει σε ξένη γλώσσα παίζει ίσως το γεγονός ότι η ξένη γλώσσα είναι σαν ένα φίλτρο, κάτι σαν εμπόδιο, σαν ανάχωμα απέναντι στη λογοτεχνικότητα που παραμονεύει παντού».

 

• Στη σελίδα 76 διαβάζουμε: «Ο Ραμόν δεν ήταν Νάρκισσος. Του άρεσε η επιτυχία, ενώ παράλληλα φοβόταν μην προκαλέσει τον φθόνο· του άρεσε να τον θαυμάζουν, αλλά απέφευγε τους θαυμαστές. Η διακριτικότητά του είχε μετατραπεί σε αγάπη για τη μοναξιά, έπειτα από μερικά πλήγματα που είχε δεχτεί στην προσωπική του ζωή, και ιδιαίτερα από πέρσι, όταν υποχρεώθηκε να προστεθεί στην πένθιμη στρατιά των συνταξιούχων· τα αντισυμβατικά λόγια του, που κάποτε τον ξανάνιωναν, τον έκαναν τώρα, παρά την απατηλή εμφάνισή του, πρόσωπο ανεπίκαιρο, έξω από την εποχή μας, δηλαδή γέρο». Αισθάνομαι ότι ο άλλοτε ωραίος Κούντερα, που σταμάτησε να δίνει συνεντεύξεις και δεν έπαιξε το παιχνίδι της διασημότητας (κάτι που δεν άρεσε στους Γάλλους), κρύβεται πίσω από αυτήν την περιγραφή του Ραμόν…

 

«Δεν πιστεύω ότι αυτοβιογραφείται ειδικά μέσα από ένα πρόσωπο ο Κούντερα, ούτε καν στην Αγνοια, ένα συνταραχτικό μυθιστόρημα για τους αυτοεξόριστους, όπως είναι ο ίδιος, που γυρίζουν, μετά την πτώση του κομμουνισμού, στη χώρα τους, και νιώθουν τραγικά ξεκρέμαστοι, πως δεν ανήκουν εντέλει πουθενά.

 

»Εδώ θα σας πω μια χαρακτηριστική ιστορία, που εν μέρει απαντά στο ερώτημά σας. Οταν κυκλοφόρησε το Αστείο, πολλοί, κυρίως πολλές, στάθηκαν στο κεντρικό πρόσωπο, έναν δεινό (και κυνικό) γυναικοκατακτητή, και θεώρησαν πως είναι η περσόνα τού Κούντερα, που κατηγορήθηκε γι’ αυτό σαν μισογύνης. Λοιπόν, δεν ξέρω αν ξέρετε, το Αστείο είχε γυριστεί ταινία στην τότε Τσεχοσλοβακία, με σενάριο του ίδιου του Κούντερα. Μάλλον άγνωστη ταινία, παίχτηκε κάποτε στην ΕΡΤ, απ’ όπου και κατάφερα να εξασφαλίσω μια βιντεοκασέτα. Και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως ο φοβερός γυναικάς, ο γόης κτλ, μόνο γόης δεν είναι· μια μικροαστική φιγούρα είναι, μέτριο μπόι, κυρίως καραφλός! Καμία σχέση με ό,τι φαντάζεται κανείς σαν γυναικά, καμία σχέση και με τον ίδιο τον Κούντερα, τον ψηλό και όντως γόη. Εχει σημασία πιστεύω αυτή η λεπτομέρεια –τι λεπτομέρεια, μιλάμε για τον κεντρικό ήρωα!–, καθώς δεν μπορώ να διανοηθώ ότι ο Κούντερα δεν είχε κανέναν λόγο στο καστ».

 

Διεισδυτική ματιά

 

• Τι αγαπάτε περισσότερο σ’ αυτόν τον συγγραφέα;

 

«Αυτό που κυρίως με συναρπάζει στον Κούντερα είναι η εντυπωσιακά διεισδυτική ματιά, το πώς εστιάζει στη λεπτομέρεια, από τον εξωτερικό κόσμο έως, κυρίως, την ψυχολογία και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Σου δείχνει κάτι που ήταν πάντα μπροστά σου ή μέσα σου, αλλά δεν το είχες συνειδητοποιήσει, πολύ περισσότερο δεν το είχες εκφράσει. Ομως το αναγνωρίζεις αμέσως. Λες, “ναι, μωρέ· αυτό είναι”! Δεν σου δείχνει το άγνωστο· σου αναδεικνύει το γνωστό αλλά λανθάνον. Σου ρηματοποιεί τον κόσμο –δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω».

getFile (4) [4]

• Στη Γιορτή της ασημαντότητας «συναντάμε» (και) τον Στάλιν να νιώθει σατανική χαρά που ως ο ισχυρότερος πολιτικός ηγέτης μπορεί να παίρνει αποφάσεις «ιδιότροπες, παράλογες, θεσπέσια άτοπες». Και όταν πλησιάζει η ώρα της αποκαθήλωσής του, να δηλώνει κοροϊδευτικά: «Ολες οι ονειροφαντασίες τελειώνουν κάποια μέρα». Διαβάζεται και ως πολιτικό αυτό το βιβλίο;

 

«Πολιτικό, με την έννοια ότι κάθε λόγος για την κοινωνία είναι και πολιτικός, εξ ορισμού. Και ιδιαίτερα στον Κούντερα, όπου ο λόγος αυτός είναι συχνά άμεσος, με τη μορφή δοκιμιακών παρεκβάσεων. Πολιτικό με την έννοια του στρατευμένου, όχι. Είναι χαρακτηριστικό, με την ευκαιρία, ότι ο Κούντερα διαμαρτύρεται για τη “μονόπλευρα πολιτική ανάγνωση” του Αστείου, κάτι που οφείλεται κυρίως στην εποχή που διαβάζεται το μυθιστόρημα αυτό, αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην τότε Τσεχοσλοβακία. Οχι, γράφει ο Κούντερα, το Αστείο είναι “μυθιστόρημα και μόνο μυθιστόρημα”».

 

[email protected]

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Πολιτικές επιφυλλίδες

 

Παράλληλα με τη μεταφραστική δουλειά του, ο Γ.Η. Χάρης επιδόθηκε και σε συστηματική επιφυλλιδογραφία – τώρα στην «Εφ.Συν.» και παλιότερα στα «Νέα» – η οποία αποδείχθηκε ιδιαίτερα παρεμβατική μετά το 1999. Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί ο έκτος τόμος με κείμενά του. Είναι τα Στοιχήματα Δ΄ (Γαβριηλίδης) που εστιάζουν στην πολιτική και στην ιδεολογία όπως αποτυπώνονται σε μείζονα γεγονότα της τελευταίας δεκαετίας και στη στάση μας απέναντι σ’ αυτά.

 

«Τέτοιες αναδρομές (π.χ. πόλεμος στο Ιράκ, Δίκη της 17Ν, Ιστορία της ΣΤ' Δημοτικού, Δεκέμβρης του 2008 κ.ά)» λέει, «έχουν σημασία σαν ασκήσεις αυτογνωσίας και σαν προσπάθεια να ανακτήσουμε το παρελθόν μας, βασική προϋπόθεση για τον ασφαλή βηματισμό μας στο παρόν. Πολύ περισσότερο σε εποχή που ο ηθικός πανικός καταλαμβάνει τη θέση της πολιτικής ανάλυσης, και, με τη συνδρομή ενός συστηματικού και προπάντων ανιστορικού αναθεωρητισμού, οδηγεί σ’ έναν πολιτικοϊδεολογικό αμοραλισμό. Κάπως έτσι γεννάται ή τροφοδοτείται η διακηρυγμένα απολιτική στάση τού “όλοι ίδιοι είναι”, η οποία, αλίμονο, είναι βαθιά πολιτική εντέλει, χρώματος φαιού έως μαύρου, όπως αυτό που λερώνει όλο και περισσότερο τις μέρες μας».

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

«Βάλτε και τον Σολωμό!»

 

Κούντερα και παλιότερα (1989-1996) Ελύτης –ο Γιάννης Χάρης θεωρεί εξαιρετική τύχη τη συνεργασία του με δύο κορυφαίους συγγραφείς, από αυτούς που λάτρεψε από νέος. Οπως και τη «συνάντησή» του με τον Σίμωνα Καρά και τον Λυκούργο Αγγελόπουλο, που του χάρισαν ένα συναρπαστικό ταξίδι στον κόσμο της βυζαντινής μουσικής.

 

«Ο Κούντερα είναι πολύ πρόθυμος να απαντάει σε ερωτήσεις, σαν να το γλεντάει κιόλας» σχολιάζει ο Χάρης. «Εχω έτσι την άνεση να τον ρωτάω για οτιδήποτε, ακόμα και για θέματα ύφους, ή και για φαινομενικά ασήμαντες λεπτομέρειες, παγίδες εντέλει για τον μεταφραστή.

 

»Στην Αγνοια, λόγου χάρη, σε μια μπιραρία στη Δανία, ένας βλέπει μια γυναίκα μ’ ένα ποτήρι eau de vie στο χέρι, ρακή ας πούμε, όμως μια γυναίκα με μια ρακή στο χέρι, με τη διαφορά των “πολιτισμικών συμφραζομένων”, αν μπορώ να το πω έτσι, ανάμεσα στη δική μας ρακή και το eau de vie, θα έδινε μια κάπως αλλόκοτη εικόνα, παραπλανητική επιπλέον για τον χαρακτήρα της γυναίκας. Τι κάνουμε; Αποκλείουμε τη ρακή, αλλά προσδιορίζουμε το ποτό, αφού ακριβώς θα προσδιορίσει τη γυναίκα σαν πρόσωπο, σαν χαρακτήρα; Οπότε, τι πίνει: μπίρα, ουίσκι, βότκα; Κάτι πιο “γυναικείο”; λικέρ; Είναι “μ’ ένα ποτήρι στο χέρι” γενικά και αόριστα; Θα είχαμε τότε την εικόνα μιας γυναίκας που το τσούζει! “Μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι”, κάτι που μοιάζει πολύ φυσικό και απλό για μας; Προπάντων όχι! Ιδού η παγίδα που έλεγα: το κρασί στη Δανία είναι πανάκριβο, είδος πολυτελείας. Ολα αυτά, πρώτα φαξ με τις σκέψεις μου, έπειτα μακρύ τηλεφώνημα, και μετά φαξ επιβεβαιωτικό δικό του. Καταλήξαμε στο πιο άχρωμο, στο πιο ουδέτερο: “μ’ ένα ποτό στο χέρι”.

 

»Ποια από τις διαφορετικές σημασίες του Rideau θα επιλεγεί; Η κουρτίνα, για τίτλος μάλιστα βιβλίου; Το παραπέτασμα, που έτσι σκέτο πάλι, στον τίτλο, θα θυμίζει το σιδηρούν παραπέτασμα; Η αυλαία, που θα υπαινίσσεται το τέλος του κόσμου; Δέχτηκε το: πέπλος, αρσενικό: Ο πέπλος. Ο πέπλος τον οποίο σκίζει ο Θερβάντες και ξανοίγεται μπροστά στον Δον Κιχότη ο κόσμος σ’ όλη την κωμική γύμνια του.

 

»Στην Αγνοια πάλι, αναφέρεται στους μεγάλους ρομαντικούς και πατριώτες ποιητές της “Ευρώπης των μικρών εθνών”, που ήταν όλοι και μεγάλοι πότες. Ο Χάλλγκριμσον στην Ισλανδία, ο Πέτεφι στην Ουγγαρία, και άλλοι, στη Βοημία, στην Ουκρανία κτλ. “Εχουμε κι εμείς τον Σολωμό, που είναι και ο εθνικός μας ποιητής”, του λέω. “Έπινε;” ρωτάει. “Ουουου” του λέω. “Ε, τότε βάλτε τον”. Και τον έβαλα».

 

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=210829