29/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δυο ποιητικές φωνές που ήρθαν και θα μείνουν

Συνομήλικες περίπου η Ελευθερία Κυρίτση (1979) και η Μαρία Κουλούρη (1975), γεννημένες στην επαρχία και μένοντας στην Αθήνα, με σπουδές ψυχολογίας στο ενεργητικό τους, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην ποίηση και εντυπωσιάζουν με τη μεστή γραφή και την ήρεμη δύναμή τους.
      Pin It

Συνομήλικες περίπου η Ελευθερία Κυρίτση (1979) και η Μαρία Κουλούρη (1975), γεννημένες στην επαρχία και μένοντας στην Αθήνα, με σπουδές ψυχολογίας στο ενεργητικό τους, κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην ποίηση και εντυπωσιάζουν με τη μεστή γραφή και την ήρεμη δύναμή τους

 

Tης Μαρίας Στασινοπούλου

 

 

Ελευθερία Κυρίτση

«Χειρόγραφη πόλη»

Μανδραγόρας, 2013, σελ. 48

 

 

Δεν βάζεις ποτέ στην άκρη μια συλλογή που φτάνει στα χέρια σου από άγνωστη αποστολέα και αντί για τη συνηθισμένη τυπική αφιέρωση έχει έναν στίχο του Νίκου Καρούζου γραμμένον με στρογγυλή καθαρογράμματη γραφή, που σου χαμογελά λιγότερο αινιγματικά από το αρχαϊκό μειδίαμα της κοπέλας στο αυτί του βιβλίου. Ξεκινάς να τη φυλλομετρήσεις, να της ρίξεις μια ματιά και διαπιστώνεις ότι δεν θέλει να σε αφήσει∙ σε συγκρατεί και σε ταξιδεύει. Βλέπεις την παιδική ηλικία να τροχιοδρομεί τη ζωή: «Εκεί που τελειώνουν τα κεραμίδια / Της νοσταλγίας / Ξεκινούν οι σημύδες της παιδικής εποχής»∙ τη μοναξιά της πόλης να προβάλει την ανθρωπογεωγραφία της μέσα από στιγμές, πτυχές της ζωής των ανθρώπων της: «Πλάι στο φωταγωγό, απ’ τη μέσα μεριά του τοίχου / Μεγαλώνει από καιρό ένα πιάνο […] / Κλειδώνω την πόρτα απ’ την έξω μεριά / Και πάω να συναντήσω την οχλοβοή της πόλης / Που στα χέρια κάποιου εντοιχισμένου ερασιτέχνη / Αναδίνει γωνιές μελωδίας»∙ έρωτες μεγάλοι και έρωτες αδιέξοδοι∙ ελπίδες, υποψίες και ναυαγισμένα όνειρα. Ο χρόνος ως διαδοχή αλλά και ως εποχές. Σε πολλά ποιήματα ο καταληκτικός στίχος, με πλαγιογράμματη γραφή, κλείνει σαν επιμύθιο το ποίημα υποδηλώνοντας ταυτοχρόνως και το ποιητικό υπόβαθρο της Κυρίτση.

 

Ο περιορισμένος χώρος της εφημερίδας με υποχρεώνει να σταματήσω αποσπασματικά σε κάποια μόνον ποιήματα. Στο ποίημα «Ο περιοδεύων θίασος» δίνει με εύστοχο τρόπο την εικόνα της σύγχρονης Ευρώπης και κυρίως την πορεία της κρίσης ανά τις επικράτειές της: «[Ο θίασος] Θα ερχόταν απ’ τα βροχερά σοκάκια στο νυχτερινό Δουβλίνο / Είχε μάθει την παράσταση σε πολλές παραλλαγές / Μια για κάθε χώρα / Μια και για τη δική μου».

 

Στο ποίημα «Μυριοφύτου και Ματάλων» ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απροσδόκητες ανατροπές: «Οταν γύρισα σπίτι / Ελειπε η μέρα […] Μπουκιές φωτός απλοποίησαν / Την εικόνα του δωματίου / Αρκετά για να δω πως ήμουν / Μόνη παρέα με τα παπούτσια που / Μόλις μου ’χες βγάλει» (η μοναξιά με παρουσία άλλου).

 

Η μεταφορά, το κατ’ εξοχήν σχήμα της ποίησης γίνεται κέντημα στα χέρια της Κυρίτση: «Είδαμε το φθινόπωρο να ρίχνει φύλλα», «Μέσα στις ντουλάπες σταφύλια σιωπής στ’ ασπρόρουχα», ή «Οι τελευταίοι τουρίστες είχαν παραιτηθεί απ’ το καλοκαίρι / Τακτοποιούσαν προσεκτικά τις ψηφιακές μνήμες στις αποσκευές».

 

Τελειώνοντας διαπιστώνεις πως κατοικούν στους στίχους της νεαρής ποιήτριας φιλοσοφικές ριπές ωριμότερες από την ηλικία της και παρά τη διαφορά των χρόνων καταφέρνει να συγκινήσει, μεταφέροντάς μας υπερβατικά στον χρόνο «τότε / που μαζεύαμε τα ξύλινα / αλογάκια / για να ’χουν στρατό / τα όνειρά μας».

 

 

…………………………………………

 

 

Μαρία Κουλούρη

«Μουσείο άδειο»

Μελάνι, 2013, σελ. 46

 

Αφιερωμένο στους ποιητές, το πρώτο βιβλίο της Μαρίας Κουλούρη (Βραβείο Γιάννη Βαρβέρη 2013). Ενδειξη εκτίμησης, ευγνωμοσύνης προς τους ομοτέχνους; Επιθυμία ένταξης ή ειρωνική διάθεση; Τι απ’ όλα έχει κατά νου η ποιήτρια με αυτή την αφιέρωση;

 

Θέμα της, η αναζήτηση ταυτότητας για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που βρέθηκε στη γη. Ο καθορισμός του ανθρώπου σε συνάρτηση με το περιβάλλον όπου του έτυχε να ζει. Ελλάδα, ο δικός μας τόπος. Από το πρώτο κιόλας ποίημα ορίζεται η χώρα μέσω της τέχνης, αρχιτεκτονικής και ποίησης: «Δεν έχει άλλη ταυτότητα / ερείπια και ίαμβοι»∙ διαθέτει όμως και ένδοξη ιστορία: «Εδώ χώρος κλειστός / Μονάχα λάβαρα και δόξες». Μέσα σ’ αυτήν ο άνθρωπος πένης, οργισμένος «εις απόγνωσιν εδάφους», ζητά τα δεδουλευμένα «φαΐ θέλω, / κουράστηκα». Και ύστερα «βρήκε τόπο για την οργή του», «Αγκιστρώθηκε κάποτε στην έλλειψη του χρόνου», «Και φυσικά [πορεύτηκε] με δυο τρεις αυταπάτες». Και συνεχίζει να ελπίζει, προσμένοντας επόμενη αυλαία σε θέατρο σκιών. Ψάχνει παντού: «Ψάχνω να βρω το χώρο / Δεν ευδοκιμεί παντού το οριστικό / Χώμα κυρίως θέλει»∙ το προσφέρει συνήθως ο θάνατος.

 

Αγάλματα κι ερείπια, παράτες και ιαχές στο συλλογικό. Αγάπες, χωρισμοί και κλαίουσες προδοσίες, χαμηλόφωνα, χωρίς κραυγές, στο ατομικό. «Κοινά τα λόγια της θλίψης / τίποτα πρωτότυπο στο πένθος». Ματαιωμένα ταξίδια και αναμονές: «Το εισιτήριο δέρμα δεύτερο στο χέρι του». Σκηνές θεάτρου ανοίγονται σε πολλά ποιήματα. Οικογενειακές φωτογραφίες παγώνουν τον καιρό. Ο χρόνος, τα σπίτια, το φως.

 

Μια γυναίκα προσφέρει «Βλέμμα υποταγμένο στη φροντίδα», περιφέρεται, μόνη, χωρίς ελπίδα «Και ποιος ο λόγος να βγω / Δεν κυκλοφορεί καμιά ελπίδα πια», ψάχνει. Η κόρη που θέλει να σκοτώσει τον αγαπημένο της πατέρα (το θηλυκό αντίστοιχο του Δία με τον Κρόνο) στο ποίημα «Απόπειρα πρώτη»∙ από την άλλη, στο ποίημα «Το χρυσόμαλλο δέρας» ο γιος αμνός και ελπίδα, αγώνας και θυσία. «Κι η παράσταση συνεχίζεται / επ’ άπειρον». Τα σπίτια γκρεμίζονται, πέτρες παντού, λαχτάρα να κρατηθεί η ζωή σ’ «ένα κλαδί καρφωμένο στο χώμα / [που] ρουφά φως». Μάχες χαμένες, στη στεριά ή στη θάλασσα. Θρησκευτικοί απόηχοι με διάθεση αναιρετική της καθιερωμένης πίστης. Ειρωνική πίκρα στις ανατροπές των εννοιών.

 

Η Μαρία Κουλούρη με ευδόκιμη θητεία, όπως συνάγεται από τον δικό της λόγο, στα γραπτά του Μπέκετ, του Κάφκα, του Καβάφη, της Δημουλά και με λόγο ώριμο, έντεχνα δουλεμένο σε γλώσσα χυμώδη που αρδεύεται από τη διαχρονία, δίνει έγκυρα διαπιστευτήρια για το μέλλον.

 

Scroll to top