01/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΑ ΕΠΙΚΑΙΡΑ

Η διαλεκτική της επιθυμίας και ο αγώνας για αναγνώριση

Δεν μπορώ να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα.
      Pin It

4884848Του Κώστα Δουζίνα*

 

Για τη φιλελεύθερη φιλοσοφία, η ανθρώπινη ταυτότητα δημιουργείται έξω και πριν από την κοινωνική ένταξη. Για όλους τους άλλους, ο εαυτός δεν γεννιέται στο νησί του Ροβινσώνα ούτε παραμένει σταθερός στο ταξίδι της ζωής. Ο εαυτός δημιουργείται μέσα από αδιάκοπες σχέσεις με άλλους, το υποκείμενο είναι πάντα δι-υποκειμενικό. Η ταυτότητά μου κατασκευάζεται μέσα σε έναν διαρκή διάλογο και αγώνα για αναγνώριση με τους άλλους και τον «Μεγάλο Αλλο» (τους θεσμούς, τον νόμο, την εξουσία).

 

Διαμορφώνω συνείδηση εαυτού όταν οι άλλοι αναγνωρίζουν ορισμένα χαρακτηριστικά, ιδιότητες και γνωρίσματά μου. Αυτός ο συστατικός αγώνας αναγνώρισης υπακούει στη διαλεκτική της επιθυμίας. Η κλασική έννοια της διαλεκτικής του σωκρατικού διάλογου είναι απλή. Οταν ο Σωκράτης μετά από μακρά εξέταση των επιχειρημάτων συμφωνεί με τον Πρωταγόρα ή τον Φαίδρο για την έννοια της δικαιοσύνης ή του έρωτα, το συμπέρασμα δεν ανήκει ούτε στον Σωκράτη ούτε στον Πρωταγόρα. Είναι μια τρίτη θέση που αναδύεται μέσα από τη σύγκρουση και σύνθεση των επιχειρημάτων.

 

Στην νεωτερικότητα, η διαλεκτική συνδέεται με τη φιλοσοφία του Χέγκελ. Στην κλασική λογική, η απαράβατη αρχή της ταυτότητας υποστηρίζει ότι Α=Α και Α–Α. Για τη διαλεκτική λογική όμως το Α επιτυγχάνει τον http://www.dreamstime.com/royalty-free-stock-photo-human-resources-ceo-corporate-hierarchy-concept-recruiter-complete-team-one-leader-person-represented-icon-image31043665εαυτό του μόνο μέσα από την αντίθεση και την υπέρβαση του –Α. Το νεογέννητο βρέφος διατηρεί τη γενετική πληροφορία των δύο γονιών, αλλά ταυτόχρονα ξεπερνάει την αντίθεση των φύλων φτιάχνοντας ένα νέο τρίτο άτομο.

 

Αν ακολουθήσουμε τη λογική αυτή στις ανθρώπινες σχέσεις, το εγώ, ο εαυτός μου, διαχωρίζεται αλλά και εξαρτάται από το μη εγώ, τόσο τον εξωτερικό κόσμο όσο και τον άλλο άνθρωπο. Η εξάρτηση μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είμαστε πλήρεις ή αυτάρκεις. Είμαστε όντα λειψά, η έλλειψη και η ανάγκη του άλλου δημιουργούν και κινούν την ανθρώπινη επιθυμία. Η επιβίωσή μας εξαρτάται από την υπέρβαση του ριζικού διαχωρισμού από το μη εγώ. Μια πρώτη στρατηγική της επιθυμίας είναι να καταργήσει το αντικείμενο.

 

Για παράδειγμα, όταν τρώμε η ανάγκη και επιθυμία τροφής καταργεί το αντικείμενο. Αλλά μόνο η επιθυμία και αναγνώριση του άλλου ανθρώπου συμβάλλει στην ανάδυση της ταυτότητας. Ενα πρώτο είδος αναγνώρισης αντιμετωπίζει τον άλλο ως κατώτερο διατηρώντας τη σχέση εξωτερικά. Η αναγνώριση του αφέντη από τον δούλο ή τον υπηρέτη είναι καταναγκαστική και μονόδρομη. Η υπηρεσία που προσφέρει δεν ανταποδίδεται από τον αφέντη, ο οποίος τον αντιμετωπίζει σαν αντικείμενο. Ομως, αυτή η μονόδρομη αναγνώριση είναι ανεπαρκής και για τον αφέντη, καθώς προέρχεται από κάποιον που δεν μπορεί να ανταποδώσει μια και δεν αντιμετωπίζεται ως άξιος ή ισότιμος εταίρος.

 

Μόνο η αμοιβαία αναγνώριση πετυχαίνει. Πρέπει να με αναγνωρίσει κάποιος που τον αναγνωρίζω και εγώ ως αξιοθαύμαστο, έξυπνο, καλό για να αποκτήσω αυτά τα χαρακτηριστικά μέσα από το βλέμμα της επιθυμίας του. Πρέπει να γνωρίσω αμοιβαία τον εαυτό μου μέσα στον άλλο. Μπορώ να γίνω ένα συγκεκριμένο είδος ατόμου μόνο αν αναγνωρίσω στον άλλο τα χαρακτηριστικά του είδους αυτού, τα οποία της επιθυμίας αντανακλά μετά επάνω μου.

 

Δεν μπορώ επομένως να αλλάξω τον εαυτό μου χωρίς να αλλάξω τον άλλο και οι αλλαγές του άλλου, ο οποίος δέχεται την αναγνώριση από εμένα, αλλάζουν κι εμένα. Το συνειδητό υποκείμενο, που δημιουργείται μέσα από την επιθυμία του άλλου, δεν ταυτίζεται με τον εαυτό του: είναι ένα αμάλγαμα εαυτού και ετερότητας, ταυτότητας και διαφοράς.

 

Η ταυτότητα είναι λοιπόν δυναμική, βρίσκεται πάντοτε σε κίνηση. Είναι ένας διαρκής διάλογος με τους άλλους, που αλλάζει τους άλλους και αναδιαμορφώνει την εικόνα μου για τον εαυτό μου. Αλλά ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Τα τρία βασικά συστατικά της ταυτότητας είναι η αγάπη, η ισονομία και η εκτίμηση. Αποτελούν ιδεότυπους, ιδανικές κατασκευές, αλλά μόνο όταν συνυπάρχουν και οι τρεις, έστω και λειψά, η ταυτότητά μας ολοκληρώνεται.

 

Αγάπη, ισονομία, εκτίμηση

 

Λέμε αγάπη την αναγνώριση που δίνουν οι σημαντικοί άλλοι: σύζυγοι, σύντροφοι, στενοί συγγενείς και φίλοι. Η αγάπη μου για κάποιον με κάνει να τον βλέπω συνολικά και συγκεκριμένα, γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που κάνει. Ο άλλος είναι για μένα πατέρας, κόρη, σύντροφος, κάποιος με όλα του τα χαρακτηριστικά και ιδιομορφίες, τα καλά του και τα κουσούρια του.

 

«Τι θέλει ακριβώς η άλλη;» διερωτώνται διαρκώς οι εραστές. Η ερώτηση είναι βασανιστική και αναπάντητη. Μας κάνει να προσπαθούμε να δούμε τον εαυτό μας από τη σκοπιά του άλλου, να βρούμε τι θα μας έκανε επιθυμητό στα μάτια της αλλά η προσπάθεια αποτυγχάνει. Ο άλλος όσο και εγώ βασανίζεται από το ίδιο ερώτημα και εξίσου δεν βρίσκει απάντηση. Το ερώτημα επιμένει και διατηρεί την αγωνία της επιθυμίας – έτσι διατηρείται ο πόθος. Οταν αγαπώ, βλέπω τον εαυτό μου μέσα από τα μάτια της αγαπημένης. Βρίσκω τον άλλο μου και μένα μέσα στον άλλο.

 

Η αγάπη βέβαια ανθεί κυρίως στον χώρο της οικειότητας, της εγγύτητας, της οικογένειας. Η επιθυμία των αγαπημένων μας χαρίζει την πιο πλήρη και συγκεκριμένη ταυτότητα. Αλλά ταυτόχρονα ο ιδιωτικός είναι ο χώρος που ασκείται η πιο αποπνικτική εξουσία και ο πιο καταπιεστικός νόμος. Η έντονη αγάπη γεννάει την Αντιγόνη, που πεθαίνει για να προστατεύσει τον αδελφό, και τη Μήδεια, που σκοτώνει για να προστατεύσει την επιθυμία της.

 

Γενικότερα, η επιθυμία είναι παράσιτο της εξουσίας και ο νόμος αποτελεί συνεχή πηγή παθών μια και δημιουργεί την ισχυρότερη επιθυμία: αυτήν της ανυπακοής και παραβίασης του νόμου. Δεν θα υπήρχε αμαρτία, λέει ο Απόστολος Παύλος, αν ο νόμος δεν είχε απαγορεύσει την επιθυμία και τη μοιχεία.

 

Η ισονομία, η μορφή αναγνώρισης που μας δίνει το δίκαιο, βρίσκεται στο αντίθετο άκρο. Το υποκείμενο του νόμου και των δικαιωμάτων είναι αφηρημένο, ακαθόριστο, μια περσόνα ή θεατρική μάσκα που μπαίνει πάνω στο πρόσωπο για να κρύψει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μας κάνουν μοναδικούς. Το δίκαιο αναγνωρίζει τις λίγες ομοιότητές μας, ό,τι είναι κοινό σε όλους, αλλά ξεχνάει την προσωπική μας ιστορία με τις ανάγκες, τα αισθήματα, τις επιθυμίες της.

 

Οπως έλεγε ο Ανατόλ Φρανς, το δίκαιο καταδικάζει με την ίδια αυστηρότητα πλούσιους και άστεγους όταν κοιμούνται κάτω από γέφυρες ή όταν κλέβουν μια φραντζόλα ψωμί. Ο Χέγκελ συμφωνεί: «Αν η ζωή μπορεί να συντηρηθεί κλέβοντας ένα καρβέλι, αυτό σίγουρα αποτελεί παραβίαση της ιδιοκτησίας κάποιου, αλλά θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε μια τέτοια πράξη ως κοινή κλοπή».

 

Οι φτωχοί μπορεί να έχουν νομικά δικαιώματα, καθώς και την αξιοπρέπεια που αυτά προσφέρουν. Αλλά το δίκαιο δεν δίνει τα απαραίτητα μέσα για να τα ικανοποιήσουν. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη νομική αναγνώριση της αφηρημένης ισότητας και την υλική ανισότητα, μας θυμίζουν την περιγραφή του Φανόν όταν πρωτοπήγε σε κινηματογράφο στη Μασσαλία. Η ματιά των θαμώνων με την έντονη περιφρόνηση προς τον μαύρο ξένο χώρισε την ταυτότητά του μεταξύ αυτού που πίστευε για τον εαυτό του και ενός «υπάνθρωπου» όπως τον έβλεπαν οι άλλοι. Οι άλλοι μας φτιάχνουν την ταυτότητα, αλλά είναι ταυτόχρονα και οι μεγαλύτεροι κατεδαφιστές της.

 

Αυτός είναι ο λόγος που οι απεικονίσεις της δικαιοσύνης έχουν τα μάτια της καλυμμένα, για να μη βλέπει το πρόσωπο των διαδίκων. Γι΄ αυτό δίκαιο και δικαιοσύνη είναι συχνά αντίπαλες έννοιες.

 

Η ισονομία μάς δίνει την ελάχιστη αναγνώριση της αφηρημένης ανθρώπινης ύπαρξης, αυτό που λέμε «αξιοπρέπεια». Αλλά ακόμη και αυτό το ελάχιστο πολλές φορές λείπει. Οταν το δίκαιο δημιουργεί δύο έννομες τάξεις, μία για τους ημεδαπούς με όλα τα δικαιώματα και άλλη για τους αλλοδαπούς με ελάχιστα ή κανένα τότε το κράτος βάζει τους πολίτες εκούσια-ακούσια στη θέση του Εγελιανού αφέντη απέναντι σε δούλους ή του θεατή στη Μασσαλία.

 

Η αναγνώριση είναι μονόπαντη: ο άλλος οφείλει απόλυτη υπακοή και σεβασμό σε μένα, αλλά εγώ δεν χρωστάω τίποτε. Οτι οι μεταναστές στην Ελλάδα πνίγονται στο Αιγαίο και υποφέρουν στους δρόμους από ταπεινώσεις και τα στρατόπεδα από βάναυσες συμπεριφορές είναι γνωστό και επαναλαμβάνεται επίσημα τις λίγες φορές που ελέγχεται η νομιμότητα της μεταχείρισης τους.

 

Αλλά το αποτέλεσμα είναι εξίσου καταστροφικό και για εμάς, τους πολίτες. Η μονόδρομη αναγνώριση, η επιθυμία που δεν ανταποδίδεται, η υποτίμηση της αξιοπρέπειας του άλλου δημιουργεί ένα αυτιστικό, ελαττωματικό εγώ. Και υπάρχει συνέχεια.

 

Οταν ο άλλος χαρακτηρίζεται επίσημα ως άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας εύκολα μετακυλίει στον «υπάνθρωπο» κάθε ανοικτού και υπόγειου φασισμού.

 

Τέλος, η τιμή της εκτίμησης. Στην αγάπη, αναγνωρίζω τον άλλο γι΄αυτό που είναι, στην εκτίμηση γι΄ αυτό που κάνει. Σε κάθε δουλειά, επαγγέλμα, ενασχόληση ή παιχνίδι, οι γνώστες και το σινάφι έχουν κριτήρια για να αποφασίσουν αν ένα άρθρο, μια εγχείρηση ή ένα πέτρινος τοίχος είναι περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένα.

 

Η αγάπη βοηθά να αναδυθεί μια πυκνή ταυτότητα, η εκτίμηση συνεισφέρει στις «ισχνές» ταυτότητες που μας δίνουν οι απασχολήσεις και δεξιότητες. Οταν κάνω καλά τη δουλειά μου και δεν πληρώνομαι όσο οι άλλοι, όταν ο εργοδότης με απολύει ή με προσβάλλει, η αυτοεκτίμηση και η υπόληψή μου υποχωρούν και η ταυτότητά μου μειώνεται.

 

Και στις τρεις περιπτώσεις, η αναγνώριση των άλλων είναι πάντα μερική γιατί υπολείπεται της φαντασιακής μου ταυτότητας, αυτής που θα είχα αν μου αναγνώριζαν τα «πραγματικά» μου χαρίσματα. Η διαλεκτική της επιθυμίας κάνει κάτι τέτοιο αδύνατο. Ετσι κάθε αποτυχία αναγνώρισης οδηγεί στη δική της παθογένεια. Η έλλειψη ή ελαττωματική αναγνώριση από τους αγαπημένους αποτελεί προδοσία, από τον νόμο αδικία, από τους συνάδελφους προκατάληψη.

 

Ο αγώνας για αναγνώριση δεν σταματά ποτέ. Η ταυτότητά μας συνεχώς μεταβάλλεται και βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση στις συναντήσεις μας με τους άλλους, από τους γνωστούς και συναδέλφους μέχρι τους αγνώστους που συναντάμε στον δρόμο. Αν η διαλεκτική παρουσιάζει την επιθυμία του άλλου θετικά, η ψυχανάλυση παρουσιάζει μια πιο σκοτεινή εικόνα. Αλλά γι΄ αυτό, στο επόμενο.

 

 

* Καθηγητής της Νομικής, αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Ερευνών στο Κολέγιο Μπίρκμπεκ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

 

Scroll to top