20/07/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι, με ποικίλες θεματικές εμμονές και τεχνοτροπικές κλίσεις, που τα πρώτα τους βιβλία ήδη απασχόλησαν κριτικούς, επιτροπές βραβείων αλλά και αναγνώστες, για δέκα συνεχόμενα Σάββατα, σχεδόν όλο το καλοκαίρι, θα μας κρατάνε συντροφιά με καλοκαιρινές αφηγήσεις, θρυμματισμένες ή αρραγείς, ρεαλιστικής, ονειρικής ή ενδοσκοπικής πνοής, που εκτυλίσσονται εντός ή εκτός Ελλάδας και σε διαφορετικές χρονικές συγκυρίες, γραμμένες σε τόνο ανέμελο, σαρκαστικό ή δύσθυμο. Μετά τον Ιάκωβο Ανυφαντάκη, τη Χριστίνα Καράμπελα, τον Αλέξανδρο Κυπριώτη, τoν Γιάννη Τσίρμπα και τη Γεωργία Τάτση, τη σκυτάλη παίρνει ο Αλέξανδρος Στεφανίδης.

Διακοπές

      Pin It

Δέκα πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, δέκα καλοκαιρινά διηγήματα

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

Του Αλέξανδρου Στεφανίδη

 

Μόλις είχε κλείσει τα εννέα του χρόνια. Ολο το χειμώνα στο ορφανοτροφείο περίμενε με ανυπομονησία τους δυο μήνες του καλοκαιριού. Τότε που θα πήγαινε διακοπές στο σπίτι του. Δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο παρά να ζήσει έστω και για λίγο τη μάνα του από κοντά. Αλλά τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Η μάνα του αποφάσισε να τον στείλει ένα μήνα στην κατασκήνωση. Του το ανακοίνωσε ξαφνικά. Οι αντιρρήσεις και τα κλάματα δεν έπιασαν τόπο. Ηδη βρισκόταν μέσα στο λεωφορείο, το οποίο κατευθυνόταν μακριά από τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε, σε μια διαδρομή ερημική που κατέληγε στο βουνό.

 

Ηταν πέντε η ώρα το απόγευμα, στις 20 Ιουνίου 1971, όταν τον παρέδωσε στον υπαρχηγό της κατασκήνωσης.

 

Ν’ ακούς ό,τι σου λένε και να φροντίζεις τον εαυτό σου, του είπε, τον φίλησε στο μάγουλο και του ευχήθηκε καλές διακοπές, αφήνοντάς τον να βλέπει τη σκόνη του λεωφορείου που απομακρυνόταν στο χωματόδρομο.

 

Είχε μπροστά του ένα μήνα, αυτόν που η μάνα του αποκαλούσε «διακοπές». Τι να διακόψει όμως; H ζωή στην κατασκήνωση ήταν γι’ αυτόν λίγο-πολύ όμοια με την καθημερινή ζωή του Ιδρύματος. Αναγκαστικό εγερτήριο, ομαδικές δραστηριότητες, αγγαρείες. Θα γλίτωνε βέβαια τον ξυλοδαρμό. Κι αυτό δεν ήταν λίγο. Δεν είχε άλλη επιλογή. Θα έκανε υπομονή. Ηταν ο μόνος τρόπος να φτάσει στο τέρμα εκείνων των ημερών. Είχε πείρα εξάλλου.

 

Για να κυλήσει πιο γρήγορα ο χρόνος ήταν αεικίνητος. Προσφερόταν για κάθε εργασία κάνοντας πρόθυμα ακόμα κι αυτές που τ’ άλλα παιδιά τις απέφευγαν. Σκούπιζε τη σκηνή, φρόντιζε το τέντωμα των σκοινιών, άσπριζε μικρές πέτρες και τις τοποθετούσε πολύ κοντά τη μια στην άλλη δημιουργώντας σχήματα με θαλασσινά θέματα, στολίζοντας τον περιβάλλοντα χώρο. Οι άλλοι τον κοίταζαν παράξενα αλλά δεν τον ένοιαζε.

 

Τις τελευταίες μέρες της κατασκήνωσης η αδημονία του κορυφώθηκε. Ηθελε να μηδενίσει το χρόνο, να ελαχιστοποιήσει τις ώρες, να βιάσει, αν ήταν δυνατόν, ώς και αυτές τις στιγμές. Ετσι έφτασε η λήξη της κατασκηνωτικής περιόδου. Το πρωί θα σήμαινε την αναχώρησή του για το σπίτι. Τα παιδιά ξάπλωσαν όπως συνήθως στα κρεβάτια τους και σκεπάστηκαν με τα σεντόνια τους για να κοιμηθούν. Εκείνος ένιωθε ανήσυχος. Είχε ταχυπαλμία. Ιδρωνε, ξεΐδρωνε. Σκέφτηκε πως αν γδυνόταν, θα έχανε χρόνο την επόμενη μέρα στο ντύσιμο. Αν τσαλάκωνε τα σεντόνια, θα αργοπορούσε ξημερώνοντας να τα στρώσει. Η ιεροτελεστία του πρωινού ξυπνήματος θα καθυστερούσε την πολυπόθητη φυγή. Αποφάσισε λοιπόν να ετοιμαστεί αποβραδίς για την αναχώρηση. Πλύθηκε, βούρτσισε τα δόντια του, ντύθηκε, γυάλισε και φόρεσε τα παπούτσια του, έσφιξε τα κορδόνια, ετοίμασε το βαλιτσάκι του, έριξε μια τελευταία ματιά μήπως ξέχασε τίποτα απέξω και πέρασε το λουκέτο στην κλειδωνιά. Τέλος, έστρωσε όσο πιο αθόρυβα γινόταν το κρεβάτι του, τέντωσε το σεντόνι και ξάπλωσε ντυμένος, χτενισμένος, με τα παπούτσια του να λάμπουν.

 

Δεν θα γυρνούσε τη νύχτα πέρα-δώθε στο κρεβάτι για να μην τσαλακωθεί∙ ούτε πλευρό θα άλλαζε. Ξαπλωμένος ανάσκελα θα παρίστανε τον πεθαμένο. Στο ορφανοτροφείο, όταν γινόταν φασαρία στο θάλαμο, επέβαλλαν σε όλα τα παιδιά ανεξαιρέτως την τιμωρία του νεκρού. Ως νεκρός όφειλες με τα μάτια κλειστά να παραμείνεις ασάλευτος πάνω στο στρώμα. Δεν επιτρεπόταν η παραμικρή κίνηση. Μόνο το ανεπαίσθητο ανεβοκατέβασμα του στήθους μαρτυρούσε πως είσαι ζωντανός. Μια φορά κάποιο παιδί πήρε τόσο σοβαρά το ρόλο του που στο τέλος αγκύλωσαν τα μέλη του, κόπηκε η ανάσα του κι έμοιαζε πραγματικά νεκρό. Τόσο πολύ τρόμαξε ο επιμελητής, που όταν συνήλθε το απάλλαξε μια για πάντα από τη συγκεκριμένη τιμωρία. Εκείνος όμως για να την κάνει πιο εύκολη την έβλεπε σαν παιχνίδι και τα κατάφερνε. Πόσο μάλλον τώρα που υποδυόμενος το νεκρό θα προσπερνούσε τις ώρες φέρνοντας πιο κοντά τις διακοπές∙ τις πραγματικές διακοπές, στο σπίτι του.

 

Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τον βρήκαν στη θέση του νεκρού. Πετάχτηκε από το κρεβάτι, με νευρικές κινήσεις ίσιωσε το σεντόνι, έριξε λίγες σταγόνες νερό στο πρόσωπό του, έστρωσε τα μαλλιά στο πίσω μέρος του κεφαλιού, σήκωσε το βαλιτσάκι του και στήθηκε έξω από τη σκηνή. Ηδη στο μυαλό του προβάλλει το σπίτι, τους φίλους, τη γειτονιά. Αρχισε κιόλας το παιχνίδι στο δρόμο. Η μάνα του φτιάχνει το αγαπημένο του φαγητό και στρώνει το τραπέζι για να φάνε μαζί.

 

Χτυπά το εγερτήριο. Οι ήχοι της φύσης συγχέονται με τις κινήσεις των παιδιών που ξυπνούν. Οταν σηκωθούν θα τον βρουν να στέκεται έξω από τη σκηνή, ενώ αυτά θα θέλουν χρόνο για να ετοιμαστούν. Να, τα πρώτα που τον αντικρίζουν γελάνε ξαφνιασμένα. Τον βλέπουν ακίνητο με το βαλιτσάκι στο χέρι να κοιτά προς την έξοδο της κατασκήνωσης, εκεί που περιμένει να φανεί η μάνα του.

 

Οταν έρθει, μαθαίνοντας τα καλά του νέα θα τον καμαρώσει που ξαγρύπνησε όλη νύχτα για να φέρει πιο κοντά το πρωί.

 

Είμαι περήφανη για σένα, θα του πει χαμογελώντας και θα τον σφίξει στην αγκαλιά της.

 

Ακόμα και ο ομαδάρχης όταν ξυπνήσει θα τον θαυμάσει.

 

-Είναι το καλύτερο παιδί, θα σχολιάσει στους υπόλοιπους κατασκηνωτές.

 

Αυτός όμως τρίβοντας απορημένος τα μάτια του κοιτάζει μια στο στρωμένο κρεβάτι στο βάθος της σκηνής και μια σ’ εκείνον. Επαναλαμβάνει έκπληκτος την κίνηση του κεφαλιού δυο-τρεις φορές, ώσπου στο τέλος τον δείχνει με το χέρι του και κραυγάζει:

 

Τι κάνεις εκεί ρε βλαμμένο;

 

Η συλλογή διηγημάτων «Το χάδι» του Αλέξανδρου Στεφανίδη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αγρα (2013)

 

Επιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

Scroll to top