01/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«ΤΕΛΕΤΗ ΚΑΘΑΡΜΟΥ«, «ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ»

Γυναίκες-ιεράρχες ελεύθερες και μόνες

Είναι προς τιμήν της ομάδας «Λευκή Σκηνή» που στο δεύτερο μόλις βήμα της ασχολήθηκε με το παραγνωρισμένο, δύσκολο και ποιητικό θέατρο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Επί τέσσερις ώρες κατάφερε ενθουσιώδης να μας βυθίσει σε μια μυστικιστική και ολιστική εμπειρία, σε μια ουσιαστικά ερωτική παράσταση, κι ας είχε, ως άσκηση που ήταν, αδυναμίες.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Στο ενδιάμεσο της περασμένης σεζόν και της σεζόν που έρχεται, στο μεταξύ τους κράτημα, θα μου επιτραπεί να παρεμβάλω με μεγάλη χαρά μια προσπάθεια νέων παιδιών –φοιτητών ακόμα στο πανεπιστήμιο– που παρακολούθησα πριν από κάποιο καιρό στο «Βυρσοδεψείο». Και μακάρι να γίνει η δική μου αυτή παρέμβαση εφαλτήριο δικό τους για ακόμα μεγαλύτερα επιτεύγματα.

 

Το «Βυρσοδεψείο», λοιπόν, φιλοξένησε στα μέσα του καλοκαιριού, εποχή που μεσουρανεί κανονικά το Φεστιβάλ, την ομάδα της «λευκής σκηνής» με την παράσταση της Μαργαρίτας Λυμπεράκη «Τελετή καθαρμού». Από μια άποψη επρόκειτο για καθαρή τρέλα. Η Λυμπεράκη ως γνωστόν είναι η αγαπημένη άγνωστος του ελληνικού θεάτρου. Ολοι γνωρίζουν και εκτιμούν τη γραφή της, ελάχιστοι όμως αποτολμούν το ανέβασμά της. Ο λόγος είναι εξαιρετικά προφανής: είναι μια πάρα πολύ δύσκολη συγγραφέας, απαιτητική και βαρύγδουπη, κάπως ντεμοντέ τώρα πια που η νεανική μας σκηνή κινείται σε άλλες, άλλου τύπου πολιτικές και φορμαλιστικές απαιτήσεις.

 

Μια κρίσιμη γνωριμία με το «άλλο»

 

Και αληθινά η ίδια η παράσταση στο «Βυρσοδεψείο» ήταν από πολλές απόψεις μια τέτοιου τύπου δοκιμασία: τετράωρη βύθιση στο σύμπαν μιας γυναικείας κι αρχέγονης τελετής, συμμετοχή αργή και βασανιστική στο σπάσιμο της ανδροπρεπούς σαφήνειας, ένα μυστικιστικό και ολιστικό θέατρο, που επιτελείται μπροστά μας σε χρόνο αληθινό και ρέοντα.

 

Είναι προς τιμήν αυτών των παιδιών πως διάλεξαν να πατήσουν με το δεύτερο κιόλας βήμα τους (έχει προηγηθεί οι «Βάκχες») στον βυθό της Λυμπεράκη. Διαφέρουν ως προς τις προθέσεις και την τόλμη από πολλούς. Γι’ αυτούς, είναι φανερό, η επιλογή της Λυμπεράκη αποτελεί μια επιλογή κυρίως «ποιητική», πα’ να πεί βαθιά ηθική, βαθιά προσωπική, βαθιά κρίσιμη. Ετσι και η ίδια η παράσταση. Στο μέσον του «Βυρσοδεψείου» θεμελιώνεται ένα κόσμος ποιητικής, προσωπικής και κρίσιμης γνωριμίας με το «άλλο». Είναι ένας κόσμος μεσογειακού καλοκαιριού, σε ένα ερημονήσι του Αιγαίου ίσως, όπου γυναίκες μόνες, τόσο μόνες ώστε να είναι αληθινές, λιώνουν η μια μετά την άλλη το περίβλημα της θυγατέρας, συζύγου, μάνας και αδελφής. Και επιστρέφουν, επιστρέφουν.

 

Το πού επιστρέφουν δεν είναι ζήτημα του έργου εκείνου της Λυμπεράκη, ούτε αυτής της παράστασης. Ανήκει στα μυστικά του ανθρώπου, στη θύρα της αποκόλλησης από τα οικεία, που κρατούνται απωθημένα και καλυμμένα με ένα σωρό φόβους και ενοχές. Εκείνο μόνο που μπορεί να υπαινιχθεί η παράσταση, ακολουθώντας τις λέξεις της ποιήτριας, είναι τα σώματα που νιώθουν ελεύθερα να υπάρξουν και τις λέξεις που μπορούν πια να σημάνουν.

 

Στο βάθος η ελευθερία αυτή των γυναικών-ιεραρχών μπορεί να θυμίζει μια επανάσταση. Μια χειραφέτηση άλλη από εκείνη που καθηλώθηκε κάποτε σε ιδεολογίες, μια επιστροφή σε μια κατάσταση κυριαρχίας και αυτάρκειας για το γυναικείο φύλο. Είναι μια κατάσταση που κάνει τις γυναίκες της Λυμπεράκη να γυρνούν πίσω στο σώμα τους, και μέσα από αυτό πίσω στη γη, ώστε να εκδηλώνουν από εκεί μέσα, χθόνιες και ριζικές, τη δική τους κατάφαση της ύλης.

 

Ο φόνος του ανδρός –αν υπάρχει– υπάρχει σε αυτό το επίπεδο. Είναι η αποδέσμευση από τα δεσμά του ανδρικού κόσμου, ένας φόνος σε συμβολικό, φροϊδικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Και το τι να είναι άραγε αυτή η τελετή εξαρτάται από το ποιος είναι ο καθαρμός που επιτελεί. Πρόκειται για καθαρμό από τον συμβολικό φόνο κάποιου ανδρός ή μήπως πρόκειται για καθαρμό από τον παλιό εκείνο φόνο που διαπράχτηκε κάποτε σε βάρος του γυναικείου φύλου;

 

Δεν μεταδίδονται όλα αυτά με νοήματα ή λέξεις. Χρειάζεται να πεισθούμε πρώτα εμείς, οι θεατές, για τη συμμετοχή μας σε μια θεατρική τελετουργία, σε μια ανοιχτή κι ωστόσο μυστική σύναξη. Κάτι στο κέντρο της παράστασης με έπειθε γι’ αυτό. Και έπιασα τον εαυτό μου να μετρώ τον χρόνο όχι με τις ώρες του έξω κόσμου, αλλά με τον μέσα μου ρυθμό, με την ανάσα ενός χορού γυναικείου που απλωνόταν σε όλη τη σκηνή, ξεμουδιάζοντας αρχικά, ύστερα περπατώντας, στο τέλος χορεύοντας και κάνοντας έρωτα. Ηταν μια ουσιαστικά ερωτική παράσταση με τη σημασία μιας βακχικής τελετής. Ναι, αυτή η Λυμπεράκη ακολουθούσε τις προηγούμενες «Βάκχες» της ομάδας, σαν επίμετρο στο μεγάλο κεφάλαιο του Ευριπίδη.

 

Επρόκειτο βέβαια για άσκηση ακόμα, φυσιολογικά και αναμενόμενα αδύναμη σε πολλά τεχνικά μέρη. Κι ωστόσο σε αυτή την παρέα των ενθουσιωδών αλεξανδρινών νέων βρήκα μια Λυμπεράκη σπάνια και πολύτιμη, αληθινά ακριβή. Στη σκηνοθεσία ήταν ο Γιώργος Δούλος, σε συνεργασία με την Κατερίνα Σκριβάνου για τη δραματουργική επεξεργασία των κειμένων της Λυμπεράκη. Στη διανομή της παράστασης εμφανίστηκαν φυσικές και χαριτωμένες, κάπως άτσαλες ακόμα, κι ωστόσο σημαντικές, οι Αλκινόη Ζαχαρόγιωργα, Κατερίνα Γλωσσοπούλου, Παρασκευή Λυπημένου, Μελίνα Σαραντάκου, Ηλιάνα Δουλάμη, Λουτσιάνα Παπαδάκη.

 

Scroll to top