Nerantzis-Tasos

09/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σφυρηλατώντας τη λογοκρισία

«Εμείς εδώ δεν συγγράφουμε ιστορία. Η ιστορία είναι έργο άλλων. Εμείς είμαστε Σώμα νομοθετικό. Και ως νομοθετικό Σώμα δεν μπορούμε να μπούμε σ’ αυτούς τους μαιάνδρους». Η αμφιλεγόμενη σχέση του Τάσου Νεράντζη με την Ιστορία, η «γενοκτονία» και το «μίασμα του ελληνικού φυλετικού κυττάρου».
      Pin It

tasos-nerantzhsΗ αμφιλεγόμενη σχέση του Τάσου Νεράντζη με την Ιστορία, η «γενοκτονία» και το «μίασμα του ελληνικού φυλετικού κυττάρου»

 

«Εμείς εδώ δεν συγγράφουμε ιστορία. Η ιστορία είναι έργο άλλων. Εμείς είμαστε Σώμα νομοθετικό. Και ως νομοθετικό Σώμα δεν μπορούμε να μπούμε σ’ αυτούς τους μαιάνδρους».

 

Του Τάσου Κωστόπουλου

 

Η κατηγορηματική διευκρίνιση του βουλευτή της Ν.Δ. Αναστασίου Νεράντζη, κατά τη συζήτηση της 24.9.1998 στη Βουλή για την αναγνώριση της «γενοκτονίας» των Μικρασιατών, ηχεί κάπως παράταιρα σήμερα, καθώς κυβέρνηση και κοινοβουλευτική πλειοψηφία ετοιμάζονται ν’ αναθέσουν στους εισαγγελείς και τα δικαστήρια καθήκοντα λογοκριτή της ιστορικής έρευνας.

 

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο παλαίμαχος βουλευτής της Β΄ Πειραιώς προσπαθούσε, βέβαια, ν’ απαντήσει στην αμήχανη προσπάθεια των τότε βουλευτών του ΣΥΝ και του ΚΚΕ να υπερψηφίσουν μεν την αναγνώριση της γενοκτονίας, μ’ ένα δικό τους όμως «αντιμπεριαλιστικό» και «μη εθνικιστικό» σκεπτικό, βασισμένο σε μια εναλλακτική ανάγνωση των γεγονότων του 1919-1922.

 

Ο Αναστάσιος Νεράντζης, που την περασμένη Παρασκευή κέρδισε τις εντυπώσεις στη Βουλή εξομοιώνοντας την ομοφυλοφιλία με την παιδεραστία και την κτηνοβασία, δεν είναι όμως τυχαίο πρόσωπο. Το 1998 ήταν ο επίσημος εισηγητής της Ν.Δ. κατά την ψήφιση του επίμαχου νόμου, διεκδικώντας με ντοκουμέντα την πατρότητα εκείνης της πρωτοβουλίας. Αρκετά έντονη υπήρξε η παρέμβασή του και στη συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, όταν ψηφίστηκε ο Ν. 2193/1994 για τη «γενοκτονία» των Ποντίων. Οι τοποθετήσεις του εκείνες συνιστούν, ως εκ τούτου, ένα κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο για τον χαρακτήρα και τη στόχευση των επίμαχων αναγνωρίσεων, που στο εξής θα προστατεύονται ποινικά (αυτές και μόνο αυτές, απ’ όσα έχει μέχρι σήμερα ψηφίσει η Βουλή των Ελλήνων) απέναντι σε κάθε «κακόβουλη» αμφισβήτηση.

 

Στερεότυπα

 

Κεντρική ιδέα της εισήγησης του κ. Νεράντζη το 1998 δεν ήταν τόσο το δράμα των Μικρασιατών του 1922, όσο η υποστήριξη μιας «δυναμικής» πολιτικής απέναντι στην Τουρκία, σε αντίθεση με την ύφεση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που μόλις είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση Σημίτη. Η επιθετική αυτή πρόταση αντλούσε τα επιχειρήματά της όχι από τη ρεαλιστική ανάλυση του παρόντος, αλλά κυρίως από τη εθνικιστική ανάγνωση της ιστορίας των τελευταίων έξι αιώνων -με τη «γενοκτονία» του ’22 να αποτελεί απλώς το κερασάκι σ’ ένα στερεοτυπικό σχήμα διαχρονικής εφαρμογής: «Εμείς, λοιπόν», ξεκαθάρισε ο εισηγητής της Ν.Δ., «καλούμε την κοινή γνώμη, την παγκόσμια, να καταλάβει το εξής: ότι οι Βυζαντινοί κάτοικοι της Βασιλεύουσας των Πόλεων το 1453, ο νεοελληνισμός στα τετρακόσια χρόνια της δουλείας, οι Ιωνες του ’22, οι Κωνσταντινουπολίτες, οι Ιμβριοι, οι Τενέδιοι και οι Κύπριοι δέχτηκαν σε μια διαχρονική πορεία αυτή την τουρκική βαρβαρότητα, τους ακούμπησε ο μόνιμος βιαστής της παγκόσμιας νομιμότητας, που λέγεται τουρκική πολιτική. Και τι λέμε; Οτι εμείς από το ’22 και μετά χάνουμε συνέχεια. Το ’22 χάσαμε την Ιωνία, το ’52 εκδιώχθηκε από την Αλεξάνδρεια ζωντανό ελληνικό στοιχείο. [...] Αυτή η τουρκική επεκτατική πολιτική δεν αντιμετωπίζεται, όπως αφελώς ή και σκοπίμως κάποιοι υπέλαβαν, με ρεσιτάλ ποπ μουσικής ή λαϊκής. Δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια, ξόρκια και απλές προσευχές. Δεν αντιμετωπίζεται με οπερέτες του στιλ Νταβός. [...] Αντιμετωπίζεται πρώτα και πάνω απ’ όλα με την παγκόσμια καταδίκη, με τη διατήρηση της παγκόσμιας καταδίκης στην επικαιρότητα -και σε αυτό κατατείνει η πρόταση- και κυρίως με την εφέλκυση της προσοχής όλων» (Πρακτικά Βουλής, σ. 1113).

 

Η πραγματολογική σοβαρότητα της παραπάνω ρητορικής είναι, βέβαια, αυταπόδεικτη –από την (ανύπαρκτη) «παγκόσμια νομιμότητα» του… 1453, που «βιάστηκε» από τον Πορθητή, μέχρι τη χρέωση της (παραχρονολογημένης) απέλασης των Ελλήνων Αιγυπτιωτών από τον Νάσερ στους (παντελώς άσχετους) Τούρκους.

 

Ο ίδιος ο κ. Νεράντζης διατηρεί άλλωστε μια μάλλον αμφιλεγόμενη σχέση με την Ιστορία, όπως προδίδει η βεβαιότητα που κατέθεσε αυτολεξεί και στις δυο συζητήσεις, ότι «ο αιώνας του λίθου δεν έχει καμία ποιοτική διαφορά με τον αιώνα του ατόμου» (Πρακτικά της 24/2/94, σ.2887, και 24/9/98, σ.1113).

 

Ακόμη αποκαλυπτικότερες υπήρξαν, στην αγόρευσή του το 1994, μια σειρά διατυπώσεις που κινούνται στα όρια της -ποινικοποιούμενης σήμερα- «ρητορικής του μίσους»: με την αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας, διακήρυξε, «θέλουμε να επισημάνουμε την παγκόσμια καταισχύνη για εκείνο το οποίο είναι και εκείνο το οποίο έπραξαν οι Τούρκοι όλων των εποχών», το «στίγμα-μίασμα του ελληνικού φυλετικού κυττάρου και του παγκόσμιου πολιτισμού» (σσ. 2886-7).

 

Η πιο συγκεκριμένη αναφορά του στο 1922 αφορούσε την προτροπή του για δραστική αλλαγή ορολογίας, προκειμένου ν’ αποφεύγεται η σημειολογική ταύτιση των τότε ελληνορθόδοξων προσφύγων με τους αλλοεθνείς τωρινούς: «Πρέπει επιτέλους να ληφθεί μέριμνα από τις επίσημες κρατικές αρχές, να παύσει να χρησιμοποιείται η λέξη “πρόσφυγες” γι’ αυτούς τους Μικρασιάτες. Γιατί; Γιατί στη λέξη “πρόσφυγες” μπήκαν και άλλα στοιχεία – μπήκαν Κούρδοι και χίλιοι δυο άλλοι» (Πρακτικά 24/9/98, σ. 1114).

 

«Αλύτρωτες και σκλαβωμένες πατρίδες»

 

Θα πρέπει, πάντως, ν’ αναγνωρίσουμε πως οι παραπάνω διατυπώσεις κάθε άλλο παρά παράφωνα ηχούσαν στο γενικότερο κλίμα των δύο συνεδριάσεων. Ο επίσημος εισηγητής της Ν.Δ. για την αναγνώριση της «γενοκτονίας» των Ποντίων, Γιάννης Κεφαλογιάννης, διακήρυξε λ.χ. πως «η εξωτερική [μας] πολιτική πρέπει να είναι επιθετική» κι ότι «δεν έχουμε δικαίωμα να υποστηρίζουμε ότι δεν διεκδικούμε τίποτα, διότι είναι ως να αρνούμεθα την ιστορία μας» (Πρακτικά 24/2/94, σ. 2868)˙ ακόμη πιο προωθημένος, ένας βουλευτής του ΠΑΣΟΚ (Ανέστης Σαατζόγλου) ξεκαθάρισε, χειροκροτούμενος από το κόμμα του, ότι «δεν υπάρχουν χαμένες πατρίδες. Υπάρχουν αλύτρωτες και σκλαβωμένες πατρίδες» (όπ.π., σ. 2876).

 

Εν όψει της επερχόμενης ποινικοποίησης, αρκετά εύγλωττες είναι, τέλος, οι τότε δηλώσεις του κυβερνητικού εισηγητή Ακη Τσοχατζόπουλου, πως «οι υποκειμενικές ερμηνείες κάθε εποχής, παρόλο που είναι αναφαίρετο δικαίωμα καθενός, δεν έχουν θέση» στη συζήτηση περί γενοκτονιών «διότι υποκαθιστούν το κλίμα ενότητας, προσέγγισης και τιμής με το οποίο πρέπει να προσεγγίσουμε το συγκεκριμένο θέμα».

 

Απαντώντας στον εισηγητή του ΚΚΕ, ο πρωτεργάτης (με το αζημίωτο) της αθρόας αγοράς όπλων που πήγαινε πακέτο με την «εθνική ανάταση» των ημερών (και την αναγνώριση των «γενοκτονιών»), δεν δεχόταν ιστοριογραφική μύγα στο πατριωτικό σπαθί του: «Προβληματισμοί όπως αυτοί που ακούσαμε μόλις προηγουμένως, ότι δεν είναι δυνατόν στο όνομα της ιστορικής μνήμης να μην αναλύουμε σε βάθος γεγονότα, δε νομίζω ότι μπορούν ούτε ιστορικά, ούτε πολιτικά, ούτε ηθικά να γίνουν αποδεκτοί. Γιατί έχουμε ένα φαινόμενο ιστορικά και εθνικά κατοχυρωμένο».

 

Scroll to top