14/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ

«Η ελληνική πραγματικότητα κι εγώ είμαστε δύο ξένοι»

Με την ευκαιρία του βιβλίου του «Είκοσι τρεις σημειώσεις (και οχτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano», ο συγγραφέας και μεταφραστής μάς μιλά για τις σχέσεις του με τη Λατινική Αμερική, μια περιοχή στην οποία ποτέ δεν έχει πάει, αλλά και με το έργο του, που συχνά έχει τη δική του προσωπικότητα και τον «προδίδει».
      Pin It

Της Νόρας Ράλλη

 

ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ ΦΩΤΟ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ ΦΩΤΟ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Οταν είναι να πάρεις συνέντευξη από τον μεταφραστή του Ραμπελέ («Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ»), του Πεσόα («Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καγιέιρο») και του Μισέλ ντε Μοντένι («Δοκίμια»), δεν ξέρεις τι ακριβώς να περιμένεις. Ο Φίλιππος Δρακονταειδής έχει το σπάνιο προνόμιο να συνδυάζει ιδιάζον χιούμορ με απίστευτες γνώσεις, πράγμα μη αναμενόμενο συνήθως. Πριν από λίγους μήνες καταπιάστηκε με τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, συνεργαζόμενος με τον Πάπυρο, τον εκδοτικό οίκο που έχει ταυτιστεί με την εργογραφία του υπέροχου αυτού Ουρουγουανού συγγραφέα. «Είκοσι τρεις σημειώσεις (και οχτώ παρενθέσεις) στο έργο του Eduardo Galeano» είναι ο τίτλος και το νόημα μαζί. Πρόκειται ουσιαστικά για μια πρώτη, ελληνική δοκιμή διαλόγου συγγραφέα προς συγγραφέα, όπου μνήμες του πρώτου «συζητούν» με αφηγήσεις του δεύτερου.

 

• Το τελευταίο σας βιβλίο συμπληρώνει κατά κάποιο τρόπο και «εμπνέει» ίσως για μία ακόμη συνέχεια των κειμένων του Γκαλεάνο. Πόσο κοντά του νιώθετε; Το ρωτώ, γιατί τα κείμενά του περιορίζονται κυρίως στην Ουρουγουάη, η γραφή του, όμως, είναι περισσότερο κοντά στους Κεντροευρωπαίους.

 

Εχω διαβάσει τους σημαντικότερους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής του 19ου, 20ού αιώνα, είχα την τιμή να περάσω μια μέρα παρέα με τον Μάριο Βάργκας Λιόσα, μετέφρασα ποιητές και τον ξεχωριστό Μεξικάνο πεζογράφο Χουάν Ρούλφο, έχω γράψει ένα μυθιστόρημα στηριγμένο στον Εμιλιάνο Ζαπάτα… Δεν έχω πατήσει όμως το πόδι μου σε αυτή την περιοχή του κόσμου. Ετσι, όταν στις εκδόσεις είδαμε πως οι σύντομες ιστορίες του θύμιζαν Ελλάδα και Ευρώπη, δέχτηκα δίχως δισταγμό να χρησιμοποιήσω ως αφορμή ό,τι καταλάβαινα από τον Γκαλεάνο μέσα από δικές μου, ιστορικά τεκμηριωμένες, αφηγήσεις. Οπως, για παράδειγμα, το πρώτο ταξίδι ελληνικών πλοίων στις αρχές του 19ου αιώνα από τη Βαρκελώνη στο Μοντεβιδέο. Ψάχνοντας, ανακάλυψα πως έχω μακροσυγγενείς στην Ουρουγουάη, πως ένας καπετάνιος ταξιδευτής είχε το επώνυμο της μητέρας μου. Και, ακόμα περισσότερο, κάθισα και σχεδίασα το εξώφυλλο, έβαλα μοτίβα, ζωγραφιές, στις αρχές των κεφαλαίων. Πρόκειται για ένα θα έλεγα «χειροποίητο» βιβλίο, που ανήκει στην παρέα του «Παπύρου». Οσο για το «κεντροευρωπαϊκό» στοιχείο του Γκαλεάνο, έχω την άποψη πως η Λατινική Αμερική στο σύνολό της έχει μοναδικά χαρακτηριστικά πολιτικής και κοινωνικής αίρεσης. Κάστρο, Αλιέντε, Τουπαμάρος, Ζαπατίστας, Σαντινίστας θυμίζουν τις θρησκευτικές και πολιτικές αιρέσεις της Μεσευρώπης από την πρώιμη Αναγέννηση ώς την πτώση της Σοβιετίας.

 

• Με τον Γκαλεάνο έχετε γεννηθεί την ίδια χρονιά, τον ίδιο μήνα, αλλά σας περνάει 14 ημέρες… Τελικά, τίποτε δεν είναι τυχαίο;

 

Δεν είχα προσέξει τη σύμπτωση που ανακαλύψατε. Δεν ξέρω αν το κοινό ζώδιο (της Παρθένου) και το κοινό έτος γέννησης (1940) επιτρέπουν μια «εκλεκτική συγγένεια». Εκείνο που ξέρω είναι πως η μενταλιτέ του μού ταιριάζει, δεν έχω όμως τις αναγνωρισμένες αγωνιστικές περγαμηνές του. Η διαρκής ανάγκη μου να επιβιώσω με υποχρέωσε να φυλάγομαι, να μετακινούμαι τα τελευταία 25 χρόνια από χώρα σε χώρα εργαζόμενος. Εχω κάνει όσα η κληρονομιά του πατέρα μου μού υπέδειξε, δεν θέλω όμως να το ξέρει κανείς, ούτε εγώ ο ίδιος. Τι χάλι, τι ντροπή, τι προσβολή της μνήμης του, αν δήλωνα «αντιστασιακός»…

 

• Γράψατε, αποκηρύξατε και ξαναγράψατε κάποια από τα λογοτεχνικά σας έργα. Γιατί;

 

Δεν έπαψα να ξαναδιαβάζω τα κείμενά μου και δεν ήταν λίγα εκείνα που είχαν γραφτεί με ευκολία, δεν ολοκλήρωναν το θέμα τους ή το ανέπτυσσαν με προχειρότητα. Και σαν να επρόκειτο για ένα είδος διάρρηξης της σχέσης μου, εκείνα που έκρινα ανεπίδεκτα βελτίωσης, τα έβαλα στην άκρη. Θα μου πείτε πως το φταίξιμο είναι δικό μου. Ομως και το ίδιο το έργο έχει τη δική του προσωπικότητα, που οφείλει να την υποστηρίζει και αν δεν το κάνει, φταίει το ίδιο. Ισως ποτέ δεν γράφουμε αυτό που θέλουμε, αλλά γράφουμε αυτό που θέλει οπωσδήποτε να γραφτεί. Νιώθω πως αυτό που ήθελε να γραφτεί, κάποιες φορές δεν μου επέτρεψε να το γράψω. Αυτή η «προδοσία» έχει κόστος. Για το έργο και για εμένα. Δεν είναι εύκολο να αποξενώνεσαι τελεσίδικα από ένα γέννημά σου.

 

• Μεταφράζετε και γράφετε σε μια γλώσσα που πλέον ομιλείται από ελάχιστους. Τι πιστεύετε πως έχει να προσφέρει σήμερα;

 

Οταν ξεκίνησα να μεταφράζω από τα γαλλικά και τα ισπανικά, δεν φανταζόμουν πόσο θα με ωφελούσε στο να μάθω καλά ελληνικά. Πέρα από το «διαχρονικό ενδιαφέρον» της ελληνικής γλώσσας, η νεοελληνική έχει εκπροσώπους παγκόσμιας εμβέλειας, όπως ο Σολωμός, ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Ροΐδης για να σταθώ στους παλαιότερους. Πρόκειται για μια «κρίσιμη μάζα» λόγου, που μένει στρατηγικά ανεκμετάλλευτη, επειδή, για να το πω έντονα, η χώρα δεν ξέρει ποια είναι, πού πάει, τι θέλει. Το μέλλον της γλώσσας μας δεν είναι ρόδινο. Οι εννοιολογικές απλοποιήσεις προς διευκόλυνση της «αγοράς», η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών και πόσα ακόμη, οδηγούν και την ελληνική γλώσσα σε τέλμα. Δεν έχει να «προσφέρει» κάτι, έχει όμως να χάσει πολλά σε αυτό το περιβάλλον, με πιθανότερη απώλεια προσεχώς το αλφάβητό της.

 

• Διαβάζοντας τα κείμενά σας, τα άρθρα σας, δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να… γελάσω λίγο ακόμη. Φαίνεται να σας έχει απογοητεύσει η ελληνική πραγματικότητα.

 

Θα σας δώσω τρεις συμβουλές. Πρώτη, από τον Ραμπελέ, να γελάτε. Δεύτερη από τον Μονταίνι, να ξέρετε πως ακόμα και στον ψηλότερο θρόνο του κόσμου, καθόσαστε στον πισινό σας. Και η σύνοψη των δύο προηγούμενων, από τη γιαγιά μου: ο άνθρωπος δεν πρέπει να παίρνει την πορδή του για άγιο μύρο. Η ελληνική πραγματικότητα και εγώ είμαστε δύο ξένοι, που συμβαίνει να απεχθάνονται ο ένας τον άλλο, δίχως έλεος, αλλά να χαιρετιούνται κατ’ ανάγκη και με αηδία. Μετά από κάθε χειραψία, πλένω τα χέρια μου. Μετά από κάθε χαιρετισμό, κοιτάζω αν το πορτοφόλι μου είναι ακόμα στην τσέπη μου. Δεν λέω περισσότερα, φοβούμενος πως οι συνδικαλιστές θα γράψουν στον υπουργό!

 

[email protected]

 

Scroll to top