sinclair

20/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΠΡΩΗΝ ΣΥΖΥΓΟΣ ΤΟΥ ΝΤΟΜΙΝΙΚ ΣΤΡΟΣ-ΚΑΝ ΕΓΡΑΨΕ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΕΜΠΟΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΠΟΛ ΡΟΖΕΝΜΠΕΡΓΚ

Αν Σινκλέρ: Ο παππούς μου, ο Πικάσο κι εγώ

Η πάμπλουτη καλλονή δημοσιογράφος δεν έβγαλε, σαν τη Βαλερί Τριερβελέρ, τα προσωπικά της απωθημένα. Προτίμησε να στραφεί στον πατέρα της μαμάς της, σ' αυτόν που χρωστάει την τεράστια περιουσία της, και να περιγράψει στο «My Grandfather's Gallery» την περιπέτεια ενός Εβραίου συλλέκτη και πρωτοπόρου στον χώρο της σύγχρονης τέχνης, που οι ναζί.
      Pin It

Της Παρής Σπίνου

 

Ο Paul Rosenberg φωτογραφημένος με έργο του Ματίς, 1930

Ο Paul Rosenberg φωτογραφημένος με έργο του Ματίς, 1930

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1940, ο δαιμόνιος Γαλλοεβραίος έμπορος τέχνης Πολ Ρόζενμπεργκ αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη, εγκαταλείποντας τη Γαλλία, έπειτα από την άνοδο της κυβέρνησης του Βισί. Αφησε πίσω του την αγαπημένη του γκαλερί στο Παρίσι και περισσότερους από 400 ανεκτίμητους πίνακες ιμπρεσιονιστικής και μοντέρνας τέχνης, τους οποίους κατάσχεσαν οι ναζί. Ωστόσο, είχε καταφέρει να σώσει ό,τι πιο πολύτιμο είχε: την οικογένειά του.

 

Εβδομήντα χρόνια αργότερα η εγγονή του, Αν Σινκλέρ, καταξιωμένη και ιδιαίτερα δημοφιλής κάποτε δημοσιογράφος της γαλλικής τηλεόρασης, πρώην σύζυγος του πάλαι ποτέ κραταιού άντρα του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, ανακάλυψε ένα κουτί με την αλληλογραφία του παππού της με ορισμένους από τους ζωγράφους οι οποίοι καθόρισαν την τέχνη του 20ού αιώνα: Πικάσο, Ματίς, Μπρακ, κ.ά. Αυτό στάθηκε αφορμή για να γράψει το βιβλίο «My Grandfather’s Gallery» («H γκαλερί του παππού μου»), που κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια στη Γαλλία και πολύ πρόσφατα στην Αμερική.

 

Οπως γράφει η Σινκλέρ, η οποία γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και κυριάρχησε για χρόνια στην τηλεόραση τόσο με την ομορφιά όσο και με την ευστροφία της: «Είχα βυθιστεί σε αυτά τα αρχεία, σε αναζήτηση της ιστορίας της οικογένειάς μου. Για να μάθω ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας της μητέρας μου. Ενας άνθρωπος που χαιρετίστηκε ως πρωτοπόρος στον κόσμο της σύγχρονης τέχνης και στη συνέχεια έγινε παρίας στην ίδια του τη χώρα κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Κυριεύτηκα από επιθυμία να ενώσω αυτά τα κομμάτια της γαλλικής ιστορίας της τέχνης και του πολέμου».

 

Δεν πρόκειται για ένα οργισμένο βιβλίο. Η Σινκλέρ δηλώνει ότι η Γαλλία κατανόησε τις αμαρτίες του πολέμου. «Ασφαλώς τα έργα τέχνης λεηλατήθηκαν, αλλά τουλάχιστον δεν πέθαναν οι άνθρωποι». Τώρα η οικογένειά της βρίσκεται σε επαφή με τις γερμανικές και τις ελβετικές αρχές σχετικά με την επιστροφή της «Καθιστής γυναίκας», του πίνακα του Ματίς που βρέθηκε παράνομα στην κατοχή του ερημίτη Κορνέλιους Γκούρλιτ. Εντοπίστηκε πριν από λίγους μήνες στο διαμέρισμά του στο Μόναχο μαζί με 1.280 ακόμη έργα τα οποία είχαν κλέψει από εβραϊκές οικογένειες οι ναζί.

 

Με την ευκαιρία της αμερικανικής έκδοσης του βιβλίου της, η εφημερίδα «The New York Times» συνάντησε τη φημισμένη δημοσιογράφο στην κατοικία της στο Παρίσι και οι πρώτες εντυπώσεις προέρχονται από την ιδιαίτερη «διακόσμηση». Ενα πορτρέτο της σε πολύ νεαρή ηλικία με την υπογραφή τής Μαρί Λορενσέν βρίσκεται δίπλα σε μια ακουαρέλα του Πικάσο, που απεικονίζει μια γυναίκα με μαύρο πλατύγυρο καπέλο. Είναι η σπουδαία κληρονομιά της, παρότι τα έργα που έχει στην κατοχή της μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Η Λορενσέν (1883-1956), από τις λίγες γυναίκες στον ανδροκρατούμενο κόσμο του κυβισμού, υπήρξε και μούσα του Γκιγιόμ Απολινέρ, ο οποίος, πρώτος απ' όλους, τo 1913, συμφώνησε να τον εκπροσωπεί η Γκαλερί Ρόζενμπεργκ. «Πάντα ζωγράφιζε τους ανθρώπους με μαύρα μάτια. Το ίδιο έκανε και με μένα. Και τότε της είπα: «Σας παρακαλώ, έχω μπλε μάτια»», θυμάται η Σινκλέρ.

 

Στο «My Grandfather’s Gallery» είναι αποκαλυπτική, καθώς μιλάει για τέχνη, ναζί, Εβραίους, χρήματα, εξουσία, έρωτα. Ωστόσο, στη συνέντευξή της δεν αποκαλύπτει πολλά για την προσωπική της ζωή. Για το «συμβάν», όπως αποκαλεί το σκάνδαλο Στρος-Καν. «Αυτό που έγινε δεν ήταν η πιο λαμπερή στιγμή της ζωής μου. Ολα αυτά ήταν πολύ οδυνηρά, αλλά τα έχω αφήσει πίσω πια», λέει η Σινκλέρ, η οποία χώρισε το 2012 και γύρισε σελίδα καθώς σύντροφός της είναι πλέον ο Γάλλος ιστορικός και εκδότης, Πιερ Νορά. Επαγγελματικά, τώρα διευθύνει τη γαλλική εκδοχή τού σάιτ «Huffington Post», που ξεκίνησε η εφημερίδα «Le Monde» το 2011, ενώ ετοιμάζει και ραδιοφωνική εκπομπή με συνεντεύξεις, που άλλωστε αποτελούν το φόρτε της.

 

Είχε αρχίσει το βιβλίο της το 2010, όταν ζούσε στην Ουάσινγκτον με τον Στρος-Καν, τότε γενικό διευθυντή του ΔΝΤ, ενώ οι τελευταίες σελίδες γράφτηκαν το 2011 στο πολυτελές λοφτ στην TriBeCa, όπου ο σύζυγός της βρισκόταν υπό περιορισμό με την κατηγορία της σεξουαλικής επίθεσης στην καμαριέρα του νεοϋορκέζικου ξενοδοχείου και η ίδια κυνηγημένη από τους παπαράτσι.

 

Οπως αποδεικνύεται, κρατώντας μια αποστασιοποιημένη στάση, κατάφερε να διασώσει την αξιοπρέπειά της και να κερδίσει τη γαλλική κοινή γνώμη. Υποστήριξε τη γραμμή της εξαπατημένης συζύγου και σε ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε στα γαλλικά κανάλια και επέμενε «πιστέψτε με ή όχι, αλλά δεν το ήξερα», αναφερόμενη στις εξωσυζυγικές περιπέτειες του Στρος-Καν. Βεβαίως, δέχτηκε και επίθεση από τις φεμινίστριες, σε σημείο η Γαλλίδα δημοσιογράφος Ναμπίλα Ραμπντανί να γράψει ότι δεν περίμενε μια τέτοια στάση από τη Σινκλέρ, η οποία ήταν πρότυπο για τις γυναίκες: «Προσπάθησε να υποβαθμίσει το γεγονός και ποτέ δεν επέκρινε την εκτός ορίων συμπεριφορά του συζύγου της».

 

Πάντως η Σινκλέρ υποστηρίζει «ότι η ιδιωτική ζωή είναι ιδιωτική ζωή». Και στο βιβλίο της γράφει χαρακτηριστικά: «Σιχαίνομαι την απόλυτη διαφάνεια, τη βρίσκω ηδονοβλεπτική, στην καλύτερη περίπτωση, και λίγο ολοκληρωτική στη χειρότερη». Αναφέρει επίσης ότι πάντα ενδιαφερόταν περισσότερο για πολιτική παρά για τέχνη και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα της, ο οποίος συνεργάστηκε με τη Γαλλική Αντίσταση στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ άλλαξε το επίθετό του από Σβαρτς σε Σινκλέρ, επιλέγοντάς το από τις σελίδες ενός νεοϋορκέζικου τηλεφωνικού καταλόγου.

 

………………………………………………………………………………….

 

Οικογενειακή περιουσία βασισμένη στην τέχνη

 

To κλεμμένο από τους ναζί έργο του Ματίς «Καθιστή γυναίκα» που βρέθηκε στο σπίτι του Γκούρλιτ, διεκδικούν τώρα οι κληρονόμοι του Πολ Ροζενμπεργκ

To κλεμμένο από τους ναζί έργο του Ματίς «Καθιστή γυναίκα» που βρέθηκε στο σπίτι του Γκούρλιτ, διεκδικούν τώρα οι κληρονόμοι του Πολ Ροζενμπεργκ

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου της αρχίζει με ένα πιο πρόσφατο επεισόδιο, όταν πήγε να ανανεώσει την ταυτότητά της και ένας Γάλλος γραφειοκράτης αρχίζει να ρωτάει για την καταγωγή της. Αυτό το γεγονός και ο θάνατος της μητέρας της το 2006 δίνουν αφορμή για μια αναδρομή στο παρελθόν, μια προσπάθεια να ανακαλύψει τις ρίζες της. Επιπλέον, επιχειρεί να αποδείξει ότι η οικογενειακή της περιουσία βασίζεται στον πολιτισμό, το πιο πολύτιμο αγαθό για τους Γάλλους. «Ηθελα να φτιάξω μόνη τη ζωή και την καριέρα μου, όχι να είμαι μια κληρονόμος», δηλώνει τώρα. «Στην Αμερική δεν συζητούν για τον πλούτο του άλλου. Εκεί νιώθεις περήφανος εάν έχεις χρήματα, επειδή τα κέρδισες και δεν χρειάζεται να το κρύψεις. Στους Γάλλους, όμως, δεν αρέσει να πετυχαίνουν οι άλλοι. Γι' αυτούς η επιτυχία είναι κάτι, θα λέγαμε, «στραβό»».

 

Ο παππούς της, που πέθανε το 1959, όταν η ίδια ήταν 11 ετών, κληρονόμησε την γκαλερί από τον πατέρα του, έμπορο σιτηρών, ο οποίος στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο έργων ιμπρεσιονιστών. Το 1910 ο Πολ Ρόζενμπεργκ πάτησε στα δικά του πόδια ανοίγοντας μια μεγάλη γκαλερί στο ακριβό όγδοο διαμέρισμα του Παρισιού και ανέδειξε τους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες της εποχής. «Εάν οι επισκέπτες ήταν διστακτικοί με τους κυβιστές, τον Μπρακ και τον Λεζέ, ο Πολ τους προσκαλούσε στον επάνω όροφο για να δουν πιο «κλασικά» έργα των Ντεγκά, Ρενουάρ και Ροντέν», γράφει η Σινκλέρ.

 

Ο Ρόζενμπεργκ πουλούσε έργα των Ζερικό, Ενγκρ, Ντελακρουά, Σεζάν, Μανέ, Γκογκέν, Μονέ, Μπονάρ, Μοντιλιάνι. Αλλά είχε ιδιαίτερα στενή σχέση με τον Πικάσο, ο οποίος μάλιστα είχε φιλοτεχνήσει και το πορτρέτο της γυναίκας του μαζί με την κόρη τους. Αρχισαν να συνεργάζονται το 1918 και ένα χρόνο μετά οργάνωσε την πρώτη έκθεση του Πικάσο στην περίφημη γκαλερί του, με τολμηρά μετακυβιστικά έργα. Επί σειρά ετών οι δύο φίλοι και συνεργάτες αλληλογραφούσαν και τα αρχεία βρίσκονται στο Μουσείο Πικάσο στο Παρίσι, το οποίο ανακαινίστηκε και ανοίγει ξανά στο τέλος Οκτωβρίου.

 

Τη δεκαετία του ’30, με τον πόλεμο προ των πυλών, ο Ρόζενμπεργκ είχε προνοήσει να στείλει ορισμένα έργα της συλλογής του στο εξωτερικό και επιπλέον τα δάνειζε σε μουσεία, όπως το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Με την έναρξη του πολέμου, η οικογένειά του κατέφυγε στο Μπορντό, φοβούμενη τους βομβαρδισμούς. Εκεί ο συλλέκτης έκρυψε 160 έργα, ανάμεσά τους δημιουργίες των Ματίς, Βαν Γκογκ, Σεζάν, Μπρακ – αριστουργήματα που οι ναζί χαρακτήρισαν «εκφυλισμένη τέχνη». Στη συνέχεια, η οικογένεια διέφυγε, μέσω Πορτογαλίας, στη Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκαν για τα επόμενα πέντε χρόνια. Εκεί άνοιξε άλλη μια γκαλερί την οποία ο γιος του, Αλεξάντρ, διατηρούσε μέχρι τη δεκαετία του ’80.

 

Η Αν Σινκλέρ γράφει ότι ο παππούς της, βετεράνος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και πατριώτης, πληροφορήθηκε το 1942 ότι του αφαίρεσαν τη γαλλική υπηκοότητα και έστειλε μια επιστολή διαμαρτυρίας στους ηγέτες του Βισί, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επίσης, με τη λήξη του πολέμου, το 1946 έφτιαξε μια λίστα με τα έργα που ανήκαν στη συλλογή του και κατέληξαν στα χέρια των ναζί και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του για να τα εντοπίσει. Πολλά από αυτά, που βρίσκονταν διάσπαρτα σε ιδιωτικές συλλογές καθώς και σε μουσεία, κατάφερε να τα πάρει πίσω, ωστόσο αρκετά αγνοούνται μέχρι σήμερα.

 

Λέγεται πως η διάσημη κληρονόμος πούλησε ορισμένους από αυτούς τους πανάκριβους πίνακες για να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του Στρος-Καν με τη Δικαιοσύνη. Επίσημα, σε δημοπρασία, μέσω των Christie’s έδωσε το 2007 την «Οδαλίσκη, αρμονία σε μπλε» του Ματίς, που «χτυπήθηκε» στο ποσό-ρεκόρ των 33,6 εκατομμυρίων δολαρίων.

 

Ασφαλώς οικονομικό πρόβλημα δεν αντιμετωπίζει. Ονειρευόταν όμως να γίνει κάποτε πρώτη κυρία της Γαλλίας, δίπλα στον Στρος-Καν; Η ίδια το αρνείται: «Εχω δει την πολιτική σκηνή από τόσο κοντά, για χρόνια, που ποτέ δεν ονειρεύτηκα να είμαι μέρος της». Γιατί όμως επέλεξε να μείνει με έναν άντρα που την εξέθετε; τη ρωτάει η δημοσιογράφος της αμερικανικής εφημερίδας. Και τι θα έλεγε στην καμαριέρα, τη Ναφισάτου Ντιάλο, αν τη συναντούσε; Θα έκανε αυτές τις ερωτήσεις αν έπαιρνε συνέντευξη από τον εαυτό της; «Ναι, θα τις έκανα», παραδέχεται, αλλά «κι εγώ δεν θα τις απαντούσα», καταλήγει χαμογελώντας.

 

[email protected]

 

Scroll to top