- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Εξωθεσμική αρχαιολογία σε μια δυστοπική Ελλάδα

28/09/14 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΑΝΤΖΟΥ*

 

Η άρχουσα τάξη της Δύσης αγάπησε από νωρίς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Μέσα από τα κείμενα και τα ερείπια της Ελλάδας και της Ρώμης, οι ευγενείς της Ευρώπης επιχείρησαν να συγκροτήσουν μια διακριτή πνευματική γενεαλογία για τον εαυτό τους και την τάξη τους, υπονοώντας ότι με την αρχαιότητα του Πλάτωνα, του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κικέρωνα και του Οκταβιανού Αυγούστου τούς συνέδεε ένα συγκεκριμένο, όσο και εξαιρετικό, διαχρονικό ήθος.

 

Από την Αναγέννηση έως και την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, η αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία, η φιλοσοφία, η πολιτική θεωρία, η μυθολογία και η αισθητική των «αρχαίων» λειτούργησαν ως μηχανισμός κοινωνικής διάκρισης στις νεωτερικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής και, ως εκ τούτου, η κλασική αρχαιότητα φάνηκε να ξαναζεί – ένδοξη, υπέρλαμπρη και διαχρονική. Απαλλαγμένη, θα λέγαμε, από την ίδια της την ιστορία.

 

Αυτή η συστηματική οικειοποίηση του πολιτισμού των «αρχαίων» συνετέλεσε ουσιαστικά στην εκ νέου επινόηση της κλασικής κουλτούρας ως ενός υπέρτατου παραδείγματος για τον νεωτερικό βίο, ενός παραδείγματος βάσει του οποίου οργανώθηκε και εμπεδώθηκε η δυτική πατριαρχία και εμπλουτίστηκε η πολιτισμική βιογραφία των εθνικών κρατών. Μην ξεχνάμε ότι βασικό μέλημα της Εθνοσυνέλευσης αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση ήταν να εμπλουτιστεί η συλλογή κλασικών γλυπτών του Λούβρου με τη μεταφορά (σήμερα θα μιλούσαμε για «αρπαγή») διάσημων στην εποχή τους αριστουργημάτων της ελληνικής πλαστικής από την Ιταλία, ως κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας.

 

Η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους λίγο πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα όφειλε πολλά τόσο στη συστημική αρχαιολατρία της Δύσης όσο και στη βαθύτατα εμπεδωμένη πλέον νεοκλασική αισθητική. Η σχέση των Νεοελλήνων με «τις αρχαιότητες» υπήρξε αρχικά ασταθής και αμφίρροπη. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό –από πολιτικούς, διανοούμενους, ευρύτερη κοινή γνώμη– πως η προβολή της νεοελληνικής σχέσης με την κλασική αρχαιότητα αφ’ ενός υπενθυμίζει στους φιλέλληνες κάθε συνομοταξίας πως μόνο το ελληνικό έθνος διατηρεί αρραγή και αδιάλειπτη σχέση (πνευματική, αν όχι βιολογική) με το κλασικό ιδεώδες και αφ’ ετέρου πως το ελληνικό κράτος είναι απολύτως ικανό να προστατέψει αυτή την κληρονομιά.

 

Και αυτό τη στιγμή που το νεοκλασικό όραμα έδειχνε να ξεθωριάζει και πολλοί στη Δύση αναρωτιούνταν τι σχέση μπορεί να έχει αυτός ο λαός των ρακένδυτων και υπανάπτυκτων Βαλκάνιων με τη δόξα που κάποτε υπήρξε η Ελλάς: «Θλιβερό λείψανο μιας αξίας χαμένης» χαρακτηρίζει, θυμίζω, την Ελλάδα της εποχής του ο λόρδος Βύρων.

 

Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι οι εγγενώς ευαίσθητες ισορροπίες στο τρίγωνο Ελλάδα – Δύση – κλασική κληρονομιά παραμένουν επισφαλείς. Οπως διαπιστώσαμε όλοι με ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο και κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση, κάθε αναφορά στην «υστέρηση» της σύγχρονης Ελλάδας έναντι των επιταγών της δυτικής νεωτερικότητας (από τις περίφημες διαρθρωτικές αλλαγές που μονίμως χωλαίνουν μέχρι τη θρυλούμενη ανικανότητα των Ελλήνων να τηρήσουν νόμους και κανόνες) συνοδεύεται ανελλιπώς από εικόνες της κλασικής αρχαιότητας, ως σκληρή επισήμανση πως οι σύγχρονοι κάτοικοι αυτής της ένδοξης χώρας δεν αξίζουν στ’ αλήθεια τη μοναδική κληρονομιά που τους δόθηκε.

 

Τη στιγμή, επομένως, που η Δύση επιχειρεί να ελέγξει την Ελλάδα με βάση το νεοκλασικό πρότυπο που η ίδια δημιούργησε γι’ αυτήν, οι Ελληνες διεκδικούν την κυριότητα της κλασικής κληρονομιάς έχοντας προηγουμένως αποδεχτεί τον ρόλο του αρχαιοφύλακα που τους ανέθεσαν οι άλλοτε πάτρωνές τους – έστω κι αν υπάρχουν φορές που δυσφορούν με αυτή την ανάθεση. Πρόκειται για έναν πολυμέτωπο αγώνα αντιμαχόμενων αποικισμών: έχοντας αποικίσει τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, η δυτική νεωτερικότητα επιχειρεί να κατοχυρώσει την πολιτισμική και ηθική ανωτερότητά της έναντι των «άλλων», τη στιγμή που ένας από αυτούς τους «άλλους», εμείς οι Ελληνες, προσπαθεί να περιθωριοποιήσει τη Δύση πατώντας στο ίδιο εκείνο εφαλτήριο της κλασικής μοναδικότητας.

 

Ταυτόχρονα, όμως, οι «αρχαίοι» βρίσκουν την εργαλειακή τους χρήση και εντός της χώρας. Η καταστατική αρχαιολατρεία υπήρξε διαχρονικά δείγμα πατριωτισμού όσο και νομιμοφροσύνης, με πιο… φωτογενή παραδείγματα το μεταξικό καθεστώς και την απριλιανή χούντα. Ιδίως μετά τη δεκαετία του 1990 και την περιπέτεια του «Μακεδονικού» φαίνεται να διολισθαίνουμε εκ νέου σε έναν κάπως παλαιομοδίτικο πολιτισμικό αυτοχθονισμό, ένα συστηματικά διακινούμενο αφήγημα φυλετικής καθαρότητας του έθνους που βασίζεται σε μια κάπως ιδιοσυγκρασιακή, εναλλακτική και φυγόκεντρη εθνικιστική αρχαιολογία.

 

Ο παροξυσμός με την Αμφίπολη που ζούμε εδώ και περίπου δύο μήνες δείχνει ακριβώς αυτό: υπάρχουν εκτεταμένα στρώματα στην ελληνική κοινωνία τα οποία, με την απροκάλυπτη πλέον ενθάρρυνση πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών, εννοούν να περιχαρακώσουν την εθνική ταυτότητα μέσα στο ασφυκτικό περίβλημα της προγονικής μας δόξας και της βιολογικής συνέχειας που μας συνδέει με αυτήν.

 

Τη στιγμή που ο υπουργός Πολιτισμού δηλώνει πως, ως έθνος, «περιμέναμε 2.300 χρόνια γι’ αυτόν τον τάφο» και ο Ανθιμος Θεσσαλονίκης προφητεύει πως «όποιος κι αν είναι θαμμένος εκεί είναι Ελληνας», η κοινή γνώμη συνειδητοποιεί πως έχει ακόμη έναν λόγο να αρνείται, για παράδειγμα, σε αλλοδαπούς το δικαίωμα της μόνιμης εγκατάστασης στη χώρα, να αποφεύγει την ειλικρινή συζήτηση για τις προκλήσεις που θέτει η πολυπολιτισμικότητα ή η παγκοσμιοποίηση ή, εν τέλει, να θεωρεί περίπου φυσικό να πνίγονται δεκάδες ή και εκατοντάδες «λαθρομετανάστες» στα γαλανά νερά του Αιγαίου όπου, προφανώς, μπορούν να κολυμπούν μόνον οι απ’ ευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (και οι πάντα καλοδεχούμενοι τουρίστες).

 

Μέσα από αυτή την εξωθεσμική αρχαιολογία αναδύεται μια δυστοπική Ελλάδα, προσηλωμένη στο ίνδαλμα της κλασικής αρχαιότητας, ενός Ελληνισμού αρχέγονου, αμιγούς και ανεπανάληπτου, μιας εθνικής ταυτότητας που καθορίζεται από τον βαθμό που κάποιος ομνύει ή όχι στο σκήνωμα του Μεγαλέξαντρου.

 

* Επίκουρος καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πρόσφατα βιβλία του: «Ελληνική τέχνη και αρχαιολογία, 1100-30 π.Χ.» (Εκδόσεις Καπόν, 2011) και «Οι αρχαιολογίες του κλασικού. Αναθεωρώντας τον εμπειρικό κανόνα» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014)

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=238443