- Εφημερίδα των Συντακτών - http://archive.efsyn.gr -

Η φωτεινή αφετηρία έγινε τροχοπέδη

28/09/14 ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗ*

 

[1]Εθνική υπερηφάνεια, παγκόσμια πολιτιστική ακτινοβολία, ενθάρρυνση σε δύσκολους καιρούς, οικονομικό και τουριστικό όφελος. Λίγα από όσα ακούστηκαν -και από τα πλέον επίσημα χείλη τις μέρες αυτές- για την ανασκαφή της Αμφίπολης, αντλώντας από το μεγάλο οπλοστάσιο των στερεοτύπων για τη σχέση μας με την αρχαιότητα. Και το μισοσκαμμένο ακόμη ταφικό μνημείο πήρε ήδη τη θέση του δίπλα στα αρχαία αριστουργήματα που αναδεικνύουν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους και παράλληλα αποδεικνύουν τη σημαντικότητά του.

 

Τίποτα από αυτά δεν εκπλήσσει. Από τη σύσταση του ελληνικού κράτους έως σήμερα η αρχαιότητα αναδείχθηκε στο πλέον λαμπερό σημείο της ιστορικής του διαδρομής. Από τις μεταφράσεις του Κοραή έως τις φωτογραφίες της Νέλλης, τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη ή τα σποτάκια του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, η ελληνική αρχαιότητα αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας. Οι προσλήψεις και οι χρήσεις της χαρακτήρισαν την ιστορική διαδρομή του έθνους-κράτους, διαφοροποιητικό στοιχείο από τους Βαλκάνιους γείτονες και πολύτιμος συνδετικός κρίκος με την Ευρώπη.

 

Από τον 18ο αιώνα ήδη και αφού η αρχαία κληρονομιά, βαφτισμένη στα νάματα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, αναγνωρίστηκε από τους Ελληνες λόγιους ως προγονική, χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο για την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης και την επαναστατικοποίηση των εθνικών και κοινωνικών προσδοκιών που θα κατέληγαν στην Επανάσταση του 1821. Στο μικρό ελληνικό βασίλειο, η νεοκλασική Αθήνα με τον αποκαθαρμένο από κάθε άλλη μεταγενέστερη προσθήκη Παρθενώνα, η αρχαΐζουσα γλώσσα, οι μετονομασίες χωριών και πόλεων πρόσθεσαν τους αναγκαίους κόμπους στο διακεκομμένο σκοινί της σύνδεσης των Νεοελλήνων (ο όρος διόλου τυχαίος) με τους Αρχαίους, ενισχύοντας την εικόνα τους στα μάτια των ξένων.

 

Γιατί αν σε μεγάλο βαθμό οι Νεοέλληνες είδαν την αρχαιότητα μέσα από τα μάτια των ξένων, πάλι μέσα στα ίδια μάτια ζήτησαν να καθρεφτιστεί η σχέση με τους παλαιούς προγόνους τους. Να καθρεφτιστεί ως κύριο νομιμοποιητικό στοιχείο του νέου κρατικού σχηματισμού, καθοριστικό στοιχείο αναγνώρισής του από τις Μεγάλες Δυνάμεις και τους λαούς τους, όπως αποτυπώθηκε και στο συγκλονιστικό κίνημα του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού.

 

Εξ ου και οι μεγάλες αντιδράσεις που προκάλεσαν οι θεωρίες του Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράιερ, τον 19ο αιώνα, καθώς έφερναν ισχυρά πλήγματα σε αυτή την ιδεατή γενεαλογική γραμμή. Ο χαρακτηρισμός του μισέλληνα θα ακολουθούσε από εκεί και πέρα όποιον, από τον Τόινμπι και τον Ντιροζέλ έως τους «γυφτοσκοπιανούς», θα επιχειρούσε να την αμφισβητήσει. Ενώ παράλληλα, στην ελληνική κοινωνία, θα εσωτερικευόταν όλο και περισσότερο η σύγκριση με ένα ιδεατό και άρα δυσβάσταχτο πρότυπο, ένα όριο που θα ήταν δύσκολο να γίνει η υπέρβασή του.

 

Σε αυτές τις διαδικασίες η ελληνική αρχαιότητα αντιμετωπίστηκε ως ένα σύνολο φωτεινών στιγμών, ως μια συλλογή σημαντικών κειμένων ή ιστοριών από το παρελθόν. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους αρχαιογνωστικούς κλάδους στη χώρα μας εκείνος που αναπτύχθηκε διαχρονικά και με διεθνή αναγνώριση ήταν η αρχαιολογία. Η αρχαιολογική σκαπάνη πρόσφερε τα ωραία ερείπια, τα σημαντικά μνημεία, τους πολύτιμους αναβαθμούς της εθνικής πορείας μέσα στον χρόνο. Η κλασική Αθήνα αναδείχθηκε σε προνομιακό τόπο αναφοράς, τα μνημεία της αρχαιότητας αποτέλεσαν την κατεξοχήν τουριστική ατραξιόν, τις εικόνες-σύμβολα της νέας Ελλάδας.

 

Στο διάβα του χρόνου ό,τι μπορούσε να ενσωματωθεί σε αυτή την πορεία, επιβεβαιώνοντας τα επιτεύγματα των αρχαίων, γινόταν και αυτό μέρος της προγονικής μας κληρονομιάς. Οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι αποτέλεσαν τους πλέον μακρινούς προγόνους μας, αναδείχθηκαν με τα έργα τέχνης τους ως η ιδανική έναρξη ενός αέναου πολιτισμού, έγιναν μέρος μιας αλυσίδας που δεν γνώριζε κενά ή ασυνέχειες. Ο,τι δεν ενδιέφερε ή δεν μπορούσε να ενταχθεί στο εθνικό αφήγημα, όπως τα παλαιολιθικά χρόνια, ή ακόμη χειρότερο, ό,τι θα μπορούσε να αμαυρώσει τη φωτεινή εικόνα, ξεχνιόταν ή λοιδορούνταν.

 

Στο πλαίσιο αυτό η αρχαιότητα μεταβλήθηκε πολλές φορές από φωτεινή αφετηρία σε τροχοπέδη. Η εικόνα της αφυδατώθηκε, η συμβολή της στην ανάπτυξη ριζοσπαστικών και επαναστατικών ευρωπαϊκών κινημάτων αποσιωπήθηκε. Η αρχαιοπληξία, η εμμονή στο αθάνατο προγονικό κάλλος, η αποστροφή για κάθε τι νεωτερικό στο πλαίσιο ενός ακμάζοντος κλασικισμού αποτέλεσαν χαρακτηριστικά της ελληνικής πνευματικής και ακαδημαϊκής ζωής. Την ίδια ώρα δικτατορικά καθεστώτα, όπως εκείνο της 4ης Αυγούστου ή της 21ης Απριλίου, στράφηκαν στην αρχαιότητα αναζητώντας σύμβολα και ιδεολογικές συνάφειες. Οι συνεχείς αναφορές στη Σπάρτη και η χρήση μιας σειράς λανθασμένων κατά κύριο λόγο ιστορικών στοιχείων για την αρχαιότητα από την ελληνική νεοναζιστική Ακροδεξιά σήμερα είναι χαρακτηριστικά των επιλεκτικών και διαστρεβλωτικών προσλήψεων και χρήσεων της αρχαιότητας.

 

Σε έναν νέο αιώνα και σε έναν νέο υπό διαμόρφωση κόσμο, το «μαρμάρινο κεφάλι» εξακολουθεί να εξαντλεί τους αγκώνες και να μην έχει κανείς πού να το ακουμπήσει, όπως έγραφε και ο Γιώργος Σεφέρης, εκπρόσωπος μιας γενιάς, εκείνης του ’30, που σε μεγάλο βαθμό επανακαθόρισε, μέσω της αισθητικής, τη σχέση μας με την αρχαιότητα. Διόλου τυχαία, ένα ποίημα που περιλήφθηκε στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μιας γιορτής με παγκόσμια προβολή που το μεγαλύτερο μέρος της αφιερώθηκε στην υπόμνηση της ελληνικής αρχαιότητας. Προγονική κληρονομιά και παράλληλα θεμέλιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τόπος αναφοράς αλλά και δυσβάσταχτο πρότυπο, έμπνευση και τροχοπέδη μαζί, η αμφιθυμική σχέση μας με τους Αρχαίους ταξιδεύει μαζί μας στις νέες εποχές που έρχονται.

 

………………………………………………………………………………

 

* Ιστορικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΑΣΚΙ

 


Σύνδεσμος άρθρου : http://archive.efsyn.gr/?p=238487