28/09/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η αρχαιολογία της μνήμης

Στην εποχή μας η Μνημοσύνη, η αρχαία θεότητα της μνήμης, έχει πλέον εγκαταλείψει ανεπιστρεπτί τα αιθέρια δώματα του Ολύμπου για να εγκατασταθεί οριστικά και αμετάκλητα στους μαιάνδρους του εγκεφάλου και, πιο πρόσφατα, στα τσιπάκια μνήμης των υπολογιστών. Η φαινομενικά ανίερη υποβάθμιση της μνήμης από θεότητα σε ταπεινή εγκεφαλική.
      Pin It

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Η αινιγματική ικανότητα καταγραφής, αποθήκευσης και ανάκλησης στο παρόν προγενέστερων εμπειριών και γνώσεων είναι ό,τι συνήθως περιγράφουμε ως «μνήμη».

 

Καμία άλλη λειτουργία του ανθρώπινου νου δεν παίζει τόσο αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ατομικής και της συλλογικής συμπεριφοράς και στην παγίωση της προσωπικής και της κοινωνικής μας ταυτότητας: από τη λειτουργία της μνήμης και την κοινωνική-ιστορική διαχείρισή της εξαρτάται η τόσο σκοτεινή «ιδιωτική» αντίληψη του εαυτού.

 

Ως γνωστόν, η απώλεια μνήμης εξαιτίας κάποιας ασθένειας -π.χ. αμνησίες ή άλλες νευρολογικές παθήσεις- ισοδυναμεί με απώλεια ενός σημαντικού μέρους του εαυτού. Επομένως, η κατανόηση του πώς σχηματίζεται και εδραιώνεται η μνήμη και πώς η εισβολή της λήθης επηρεάζει τις ζωές μας υπήρξε ένα αποφασιστικής σημασίας αίτημα που ανέκαθεν απασχολούσε τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους. Ωστόσο, οι απαντήσεις που δόθηκαν, κάθε ιστορική εποχή, σε αυτό το γνωστικό αίτημα διέφεραν σημαντικά. Αυτό το γεγονός δεν εξαρτάται τόσο από τις γνωστικές ανεπάρκειες της κάθε εποχής όσο από τις διαφορετικές προτεραιότητες και ανάγκες της κοινωνίας που δημιουργεί και διαχειρίζεται τη γνώση της μνήμης.

 

Από την ιεροποίηση στην εκκοσμίκευση

 

Για να δώσουμε ένα νόημα στο παρόν μας και να χαράξουμε το μέλλον μας οφείλουμε διαρκώς να ανατρέχουμε στα μνημονικά εγγράμματα του παρελθόντος μας. Ισως γι’ αυτό, από αρχαιοτάτων χρόνων, οι άνθρωποι ένιωσαν την ανάγκη να δημιουργήσουν, στο πλαίσιο πάντα των ιστορικών και πολιτισμικών τους παραδόσεων, μία κατά το μάλλον ή ήττον ευλογοφανή εξήγηση τόσο για την προέλευση όσο και για τις αινιγματικές λειτουργίες της μνήμης.

 

Οι αρχαίοι Ελληνες, για παράδειγμα, αναγνωρίζοντας τη θεμελιώδη λειτουργία της μνήμης για την ανθρώπινη ζωή (ατομική και συλλογική), τη θεοποίησαν ταυτίζοντάς την με τη Μνημοσύνη. Η Μνημοσύνη ήταν μια σκιώδης τιτανική θεότητα, θυγατέρα του Ουρανού και της Γαίας και αδελφή του Κρόνου και του Ωκεανού. Από την ερωτική συνεύρεση της Μνημοσύνης με τον ερωτιάρη Δία θα γεννηθούν οι Μούσες. Πράγματι, ήδη από την πρώιμη αρχαιοελληνική σκέψη, όλες ανεξαιρέτως οι ανώτερες πνευματικές δραστηριότητες των ανθρώπων -όπως η επιστήμη, η ποίηση και οι καλές τέχνες- έλκουν την καταγωγή τους από τη Μνημοσύνη και σε αυτήν τελικά οφείλουν κάθε ανάπτυξή τους.

 

Ιδού πώς περιγράφει ο μεγάλος ιστορικός και ανθρωπολόγος Ζαν-Πιερ Βερνάν (J. Ρ. Vernant) στο συγκλονιστικό βιβλίο του «Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Δαίδαλος) την ανάγκη θεοποίησης αυτής της βασικής ψυχολογικής λειτουργίας κατά την αρχαιότητα: «Η μνήμη δεν ξαναπλάθει τον χρόνο, αλλά ούτε και τον καταλύει. Γκρεμίζοντας το φράγμα που χωρίζει το παρόν από το παρελθόν, ρίχνει μια γέφυρα ανάμεσα στον κόσμο των ζωντανών και στον Αλλο Κόσμο, όπου ξαναγυρίζει κάθε τι που άφησε το φως του ήλιου».

 

Η λειτουργία της μυθικής μνήμης ήταν συνεπώς διττή: να προσφέρει στους θνητούς ένα μαγικό όχημα αφ’ ενός για την υπέρβαση του ανθρώπινου χρόνου και αφ’ ετέρου για την πρόσβαση στην αιώνια θεϊκή πραγματικότητα, την οποία ταύτιζαν με την «αλήθεια», με την αντίσταση δηλαδή στην εισβολή της παραπλανητικής «λήθης».

 

Μια πραγματικά αξιοπερίεργη φιλοσοφική μετεξέλιξη της μυθικής αντίληψης για τη λειτουργία της μνήμης βρίσκουμε, πολύ αργότερα, στην πλατωνική θεωρία της ανάμνησης. Μετά τον Πλάτωνα, όπως διευκρινίζει ο Ζ.-Π. Βερνάν, «η Μνημοσύνη, υπερφυσική δύναμη, εσωτερικεύεται για να γίνει μέσα στον άνθρωπο η ίδια η γνωστική δύναμη»!

 

Η μνήμη ως «κήρινον εκμαγείον»

 

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η αληθινή γνώση δεν είναι ποτέ απλώς «μνήμη» αλλά πάντοτε «ανάμνησις». Πρώτος αυτός θα εισηγηθεί την αναγκαιότητα να διακρίνουμε επιμελώς αυτές τις δύο βασικές νοητικές λειτουργίες.

 

Πράγματι, στα περισσότερα έργα του περιγράφει τη «μνήμη» ως επισφαλή φυσική-βιολογική λειτουργία εγγραφής (αποτύπωσης), ενώ την «ανάμνηση» ως μια αποκλειστικά ανθρώπινη «μετα-φυσική» ικανότητα της ψυχής να ανακαλεί τις αιώνιες ιδέες.

 

Ακόμη πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι ο Πλάτων, στον περίφημο διάλογο «Θεαίτητος», έκρινε σκόπιμο να προτείνει και έναν υποθετικό βιοψυχολογικό μηχανισμό για τη δημιουργία των μνημονικών «εγγραμμάτων», τα οποία αποκαλούσε «τύπους», δηλαδή αποτυπώματα.

 

Για να εξηγήσει μάλιστα το πώς αποτυπώνονται («αποτυπούσθαι») και ανασύρονται οι μνημονικές εγγραφές, καταφεύγει στην περίφημη μεταφορά του εκμαγείου από κερί (βλ. «Θεαίτητος» 163d). Κάθε νέα εμπειρία ή γνώση αφήνει το ίχνος της στην ψυχή μας διότι μπορεί -χωρίς βέβαια να διευκρινίζεται το πώς- να εγγράφεται παθητικά πάνω σε αυτήν την εύπλαστη πλάκα από κερί («κήρινον εκμαγείον»). Κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ένα εσωτερικό μνημονικό αποτύπωμα, μια εικόνα (είδωλο) που λειτουργεί ως «ενθύμιο» ή ως «μνημόνευμα» ενός απόντος αντικειμένου.

 

Το εύλογο ερώτημα είναι γιατί ορισμένες μνημονικές εγγραφές διαρκούν περισσότερο, ίσως για όλη μας τη ζωή, ενώ άλλες εξαλείφονται μέσα σε λίγα λεπτά; Πώς είναι δυνατόν η μνήμη και η ανάμνηση να απειλούνται διαρκώς από τη λήθη;

 

Ακριβώς επειδή δεν εστίασε τόσο στις διεργασίες της μνήμης όσο σε αυτές της ανάμνησης ο Πλάτων, υιοθετώντας την ψυχολογία του κοινού νου, μας προσφέρει την εξής εξήγηση: το «κήρινον εκμαγείον», δηλαδή το υλικό υπόστρωμα της μνήμης, διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο (κάποιοι διαθέτουν υψηλής ποιότητας μνημονικά εκμαγεία ενώ άλλοι όχι), αλλά και από ηλικία σε ηλικία (νέοι και γέροι δεν έχουν τις ίδιες μνημονικές ικανότητες).

 

Από τα παραπάνω προκύπτουν δύο θεμελιώδη γνωσιολογικά συμπεράσματα. Πρώτον, οι μνήμες δεν είναι φερέγγυες, άρα η αληθής γνώση είναι εφικτή μόνο εφόσον προκύπτει από την επιτυχή ανάμνηση. Και δεύτερον, ο ανθρώπινος νους πλανάται όταν οι εξωτερικές εικόνες-είδωλα δεν συμφωνούν, δηλαδή δεν «συναρμόζονται» με τα ενυπάρχοντα (στην ανθρώπινη ψυχή) νοητικά «ίχνη» τους!

 

Οπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο επιφανής φιλόσοφος Πολ Ρικέρ (P. Ricoeur), ο Πλάτων στον Θεαίτητο (194a) «εξομοιώνει την αληθινή γνώμη με την ακριβή συναρμογή και την ψευδή γνώμη με την έλλειψη προσαρμογής». Για μια εξαντλητική ανάλυση αυτού του γοητευτικού θέματος παραπέμπουμε στο εντυπωσιακό βιβλίο του Ρικέρ «Η μνήμη, η ιστορία και η λήθη» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Ινδικτος).

 

Βέβαια, υιοθετώντας την αναμφίβολα επιτυχημένη προσομοίωση της μνήμης με εύπλαστη πλάκα από κερί, ο Πλάτων δεν είχε την πρόθεση να προτείνει μια πρόωρη για την εποχή του επιστημονική εξήγηση. Αντίθετα, μάλλον ήθελε να αναδείξει τις εγγενείς ατέλειες των πρόσκαιρων σωματικών αποτυπωμάτων της μνήμης σε σύγκριση με τις άυλες και αιώνιες οντότητες που ανακαλεί στο παρόν η αμιγώς πνευματική διεργασία της ανάμνησης.

 

Πάντως, αυτή η όντως ρηξικέλευθη πλατωνική ιδέα της μνήμης ως «εσωτερικού» οργανικού αποτυπώματος θα ακολουθήσει στους επόμενους αιώνες μια ανεξάρτητη πορεία. Η οποία, παρά τις προσδοκίες του δημιουργού της, θα οδηγήσει σε υλιστικότατες επιστημονικές θεωρίες για τη μνήμη.

 

Πράγματι, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, οι σύγχρονες Νευροεπιστήμες είναι σήμερα σε θέση να μας προσφέρουν πολύ πιο ικανοποιητικές απαντήσεις για τη δομή και τη λειτουργία της μνήμης. Απαντήσεις τις οποίες αναζητούν αποκλειστικά στο «νευρωνικό εκμαγείο» του ανθρώπινου εγκεφάλου: τη μηχανή της μνήμης όπου αποτυπώνονται όλες οι εμπειρίες και τα βιώματά μας.

 

Πάντως, η πλατωνικής εμπνεύσεως «ιδεαλιστική» θεώρηση της μνήμης ως παθητικής εγγραφής θα γνωρίσει στις μέρες μας μια (απρόσμενη;) τεχνολογική «μετενσάρκωση»: από τις ψυχές στις… μονάδες μνήμης των υπολογιστών.

 

Αριστοτέλης: ο πρώτος γνωσιακός επιστήμονας;

 

Σε μια μικρή αλλά ιδιαίτερα διαφωτιστική πραγματεία με τίτλο «Περί μνήμης και αναμνήσεως», ο μεγάλος Σταγειρίτης φιλόσοφος εκθέτει την αξιοπερίεργα επίκαιρη προσέγγισή του για τα ανθρώπινα μνημονικά φαινόμενα.

 

Στην πραγματεία αυτή, ήδη από τον τίτλο, ο Αριστοτέλης διακρίνει ρητά -αλλά δεν διαχωρίζει απόλυτα όπως ο δάσκαλός του ο Πλάτων!- τις διεργασίες της μνήμης (το μνημονεύειν) από τις διεργασίες της ανάμνησης (το αναμιμνήσκεσθαι).

 

Η διάκριση αυτή των μνημονευμάτων από τις αναμνήσεις είναι η απαραίτητη μεθοδολογικά προϋπόθεση για την εξεύρεση μιας έλλογης «λύσης» στο πλατωνικό αίνιγμα της παρουσίας του απόντος και της ανάκλησής του από τη μνήμη. Οπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Αριστοτέλης, «Πώς άραγε, ενώ το ψυχικό φαινόμενο είναι παρόν και απουσιάζει το πράγμα, ανακαλείται στη μνήμη αυτό που δεν είναι παρόν;» (450a, 26-27).

 

Για να εξηγήσει ο Αριστοτέλης το παράδοξο της μνημονικής παρουσίας του απόντος αντικειμένου καταφεύγει στην πλατωνική ιδέα του μνημονικού «αποτυπώματος», το οποίο ωστόσο περιγράφει ως «ζωγραφιά», δηλαδή ως εγγραφή της πραγματικότητας στο μέρος της ψυχής όπου συντελείται η μνημονική διεργασία. Προκαταβάλλοντας μάλιστα τις ιδέες των Βρετανών εμπειριστών, προσδιορίζει σαφώς ότι αυτό το μέρος της ψυχής είναι «το αισθητικό»!

 

Το πόσο πρωτοποριακή ήταν αυτή η αριστοτελική θεώρηση του διπόλου μνήμη-ανάμνηση επιβεβαιώνεται στις μέρες μας από τις πιο πρόσφατες κατακτήσεις της γνωσιακής νευροεπιστήμης. Οπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο μας, αρκετές δυσλειτουργίες -π.χ. φαινόμενα λήθης και αμνησίας- εξηγούνται σήμερα όχι ως απώλεια μνήμης αλλά ως πρόσκαιρη ή μόνιμη αποτυχία στην ανάκληση των μνημονικών εγγραφών, ως δυσλειτουργία δηλαδή των μηχανισμών αναμνημόνευσης!

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης υποστήριξε πως «η μνήμη είναι του παρελθόντος» και «διό μετά χρόνου πάσα μνήμη», δηλαδή δεν μπορούμε να μιλάμε για μνήμη χωρίς χρόνο. Η διαπίστωση των διαφορών μεταξύ της παθητικής μνήμης και της ενεργητικής ανάμνησης του επέβαλαν να αναγνωρίσει την εγγενή και αναπόδραστη εξάρτηση των μνημονικών φαινομένων από τον χρόνο.

 

Να πώς σχολιάζει ο αείμνηστος Κωστής Παπαγιώργης στο γοητευτικό βιβλίο του «Περί Μνήμης» (κυκλοφορεί από τις εκδ. Καστανιώτη) αυτή τη μεγάλη αριστοτελική ανακάλυψη: «Η συνείδηση βαυκαλίζεται με την αυταπάτη της αχρονίας» [...] «Μολονότι υπονομεύεται από τη διαδοχή, το εγώ τρέφει την πεποίθηση ότι βιώνει πραξικοπηματικές αχρονίες, σκασιαρχεία από την τάξη της στιγμής, σάμπως να έχει τη δυνατότητα να αφαιρέσει από τα πράγματα τον χρόνο και να παρατείνει το μη παρατεινόμενο. Εκεί ακριβώς το προδίδει η μνήμη». Ας διαβαστεί αυτό το οξυδερκές και (αυτο)σαρκαστικό απόσπασμα ως «μνημόσυνο» για τον πρόωρα απολεσθέντα συγγραφέα.

 

…………………………………………………………………………………………………

 

Δύο βιβλία για τη διαλεκτική της μνήμης-λήθης στην Ιστορία

 

Ζακ Λε Γκοφ

Ιστορία και Μνήμη

μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής,

εκδ. «Νεφέλη», σελ. 326

 

Το βιβλίο αυτό του κορυφαίου Γάλλου μεσαιωνολόγου και πρωτεργάτη της νέας ιστοριογραφίας θεωρείται ήδη κλασικό και αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή στο δυσεπίλυτο πρόβλημα του πώς η μνήμη παγιώνεται σε ιστορία αλλά και, αντιστρόφως, πώς η ιστορία επηρεάζει τη μνήμη.

 

Χάρη στη σειρά «Ιστορία» των εκδ. Νεφέλη, υπεύθυνος της οποίας είναι ο γνωστός ιστορικός Αντώνης Λιάκος, και την άψογη μετάφραση του Γιάννη Κουμπουρλή, η σημαντική αυτή μελέτη κυκλοφόρησε πριν από μερικά χρόνια και στα ελληνικά.

 

Το έργο χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες, οι οποίες πραγματεύονται τέσσερις βασικές και αλληλένδετες έννοιες της ιστορικής σκέψης, που χάρη στις αναλύσεις του Λε Γκοφ αναδεικνύονται σε τέσσερις θεμελιώδεις κατηγορίες κάθε ανθρώπινου πολιτισμού: τη σχέση παρελθόντος και παρόντος, τη σχέση ανάμεσα στο «αρχαίο» και το νεωτερικό, τη μνήμη, την ιστορία.

 

Ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι πολυάριθμες σελίδες που ο συγγραφέας αφιερώνει στην επιλεκτική παρουσία και τις αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της μνήμης και ιστορίας.

 

Οπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Λε Γκοφ: «Η μνήμη από την οποία αντλεί η ιστορία, για να την τροφοδοτήσει με τη σειρά της, προσπαθεί να διασώσει το παρελθόν μονάχα για να εξυπηρετήσει το παρόν και το μέλλον. Ας δράσουμε έτσι ώστε η συλλογική μνήμη να εξυπηρετήσει την απελευθέρωση, και όχι την υποδούλωση των ανθρώπων».

Paul Ricoeur

Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη

μτφρ. Ξενοφών Κομνηνός,

εκδ. «Ινδικτος», σελ. 848

 

Ο Πολ Ρικέρ αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους φιλοσόφους. Σε αυτό το έργο-ορόσημο καταφέρνει κάτι σχεδόν ασύλληπτο, να συμπεριλάβει σε ένα, έστω ογκωδέστατο βιβλίο, όλα όσα η δυτική σκέψη έχει σκεφτεί από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα γύρω από τις εν πολλοίς αδιαφανείς σχέσεις της μνήμης-λήθης με την ιστορία. Χωρίς μάλιστα να θυσιάσει τις εκτενείς περιγραφές των μνημοτεχνικών πρακτικών που επινοήθηκαν για τη βελτίωση και τη διαχείριση των μνημονικών μας ικανοτήτων.

 

Με εργαλεία που δανείζεται από τη φαινομενολογική και ερμηνευτική φιλοσοφική παράδοση ο Ρικέρ μάς προσφέρει ένα δαιδαλώδες αλλά και μεγαλειώδες πνευματικό οικοδόμημα: τον σύγχρονο πύργο της Βαβέλ για την ανταγωνιστική και ταυτόχρονα συμπληρωματική λειτουργία του διπόλου Μνήμη-Λήθη στην ανθρώπινη κατάσταση.

 

Στους χαλεπούς -πνευματικά και οικονομικά- καιρούς που διανύουμε η απόφαση να εκδοθεί ένα τόσο ογκώδες και απαιτητικό βιβλίο είναι ένα παράτολμο αλλά αξιέπαινο εκδοτικό εγχείρημα. Ενα εγχείρημα που από μόνο του γράφει ιστορία. Οσο για την απόδοση στα ελληνικά της περίπλοκης σκέψης και του «στρυφνού» ύφους γραφής του Ρικέρ, αυτό αποτελεί έναν μικρό άθλο, που ο μεταφραστής Ξενοφών Κομνηνός πραγματοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

 

Scroll to top