Pin It

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο Γιούρι Λιουμπίμοφ, ο σκηνοθέτης που κυριάρχησε για πάνω από μισό αιώνα στο ρωσικό θέατρο, πέθανε χθες ήρεμα στον ύπνο του σε νοσοκομείο της Μόσχας. Ηταν 97 χρόνων. Ο εκπρόσωπος του Βλαντίμιρ Πούτιν έκανε αμέσως δήλωση («ό,τι και να πει κανείς για τον ρόλο του στην εξέλιξη του σύγχρονου ρωσικού θεάτρου θα ήταν λίγο»), τα ραδιόφωνα και οι τηλεοράσεις διέκοψαν το πρόγραμμά τους και μετέδωσαν την είδηση. Αυτός ο μεγάλος σκηνοθέτης όμως δεν θα είχε κατακτήσει το παγκόσμιο θέατρο δουλεύοντας στα μεγάλα κέντρα της Δύσης, αν το σοβιετικό καθεστώς δεν είχε φροντίσει για μερικά χρόνια να τον οδηγήσει στην εξορία.

 

Το όνομα του Λιουμπίμοφ είναι ταυτισμένο με το περίφημο θέατρο «Ταγκάνκα». Το ίδρυσε το 1964, στην ομώνυμη πλατεία της Μόσχας, και παρέμεινε το σπίτι του για περισσότερα από 40 χρόνια. Εκεί έχτισε τη σκηνική φιλοσοφία και τη φήμη του. Ανέβασε Μπρεχτ, Μολιέρο, Γκόρκι, Σέξπιρ, Πούσκιν, Μπουλγκάκοφ («Ο μετρ και η Μαργαρίτα» ήταν από τις μεγάλες επιτυχίες του), Ντοστογιέφσκι. Πίστευε σε ένα θέατρο ιδεών και ταυτόχρονα κοινωνικό. Κάθε του παράσταση ήταν κι ένα μεγάλο γεγονός, που έπαιρνε πολιτικές διαστάσεις σε μια δύσκολη για τις ελευθερίες εποχή της Σ. Ενωσης.

 

Την ίδια στιγμή ανέδειξε και τουλάχιστον δύο ταλέντα: τη μυθική πια Αλα Ντεμίτοβα, με την οποία κάποια στιγμή ο Θόδωρος Τερζόπουλος συνεργάστηκε σε μεγάλες ελληνικές του (και ρωσικές) παραστάσεις (και ακόμα δουλεύει μαζί της), και τον επαναστατημένο τροβαδούρο και ίνδαλμα της ρωσικής νεολαίας Βλαντιμίρ Βισότσκι, που πέθανε το 1980 καταπονημένος από ναρκωτικά, αλκοόλ και την πίεση από το καθεστώς. Ηταν ο «Αμλετ» του «Ταγκάνκα» (1971) και όχι μόνο. Ο θάνατος και η κηδεία του, που οργάνωσε ο Λιουμπίμοφ, προκάλεσε τέτοια συγκίνηση και κοσμοσυρροή στο θέατρο που το Κρεμλίνο αντέδρασε. Απαγόρευσε παραστάσεις του Λιουμπίμοφ, ανάμεσά τους κι ένα θέαμα αφιερωμένο στη μνήμη του Βισότκσι. Ο σκηνοθέτης απάντησε το 1984 με μια οργισμένη συνέντευξη στους «Times», ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο. Αμέσως το καθεστώς τού αφαίρεσε το διαβατήριο και του απαγόρευσε να επιστρέψει.

 

Στη διάρκεια της εξορίας του έγινε ανάρπαστος από Αγγλία μέχρι Αμερική. Εμεινε στη Δύση μέχρι το 1988, οπότε χάρη στην περεστρόικα του Γκορμπατσόφ η πατρίδα του τον ξαναδέχτηκε και τον αγκάλιασε. Συνέχισε τη δουλειά του στο «Ταγκάνκα» και το 2011 αποχώρησε με ηχηρό τρόπο από το ίδιο του το δημιούργημα, ενώ ετοίμαζε τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν». Οι ηθοποιοί αρνήθηκαν να κάνουν πρόβες αν δεν τους καταβάλλονταν τα δεδουλευμένα τους. Ο Λιουμπίμοφ άστραψε και βρόντηξε. Αφησε τον θίασο στα κρύα του λουτρού και δήλωσε: «Δεν θα ξαναδουλέψω μαζί του, ασ’ τον να άγεται και να φέρεται από το συνδικάτο του. Αρκετά ανέχτηκα την έλλειψη όρεξής του για δουλειά και την επιθυμία του μόνο για χρήματα». Ετσι αναβλήθηκε τότε και η «Αντιγόνη» του, που περιμέναμε πώς και πώς τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στην Αθήνα.

 

Είχαμε, ευτυχώς, πάρει τα προηγούμενα χρόνια μια γερή δόση της δουλειάς του τόσο με το «Ταγκάνκα» όσο και με ελληνικές παραστάσεις του. Μας πρωτοέφερε αρχές του ’80 τις «Τρεις αδελφές» του στο Εθνικό Θέατρο και το 1992 ανέβασε στο Μέγαρο Μουσικής μια συναρπαστική «Ηλέκτρα» με την Αλα Ντεμίτοβα. Η Κάτια Δανδουλάκη ήταν η τυχερή Ελληνίδα ηθοποιός που τον έζησε ως σκηνοθέτη τρεις φορές: «Γλάρος» (1993), «Δανειστές» και «Βυσσινόκηπος» (1994). Το 1995 συμμετείχε με «Μήδεια» στη Διεθνή Θεατρική Ολυμπιάδα της Αθήνας, το 2001 παρουσίασε στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών τη «Μύηση του Σωκράτη».

 

Παρά τη μεγάλη του ηλικία δεν είχε σταματήσει να εργάζεται. Το 2013 ανέβασε στο Μπολσόι την όπερα «Πρίγκιπας Ιγκόρ» του Μποροντίν. Η κηδεία του θα γίνει την Τετάρτη στο ιστορικό θέατρο Βαχτάνγκοφ της Μόσχας, εκεί όπου δούλεψε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στα πρώτα του βήματα κι αφού πρώτα είχε την τύχη να γνωρίσει και να δουλέψει με τον γιο του Τσέχοφ, Μιχαήλ, τον Μέγερχολντ, τον Σοστακόβιτς και τον Ερντμαν. Τώρα πια είναι μαζί τους, κομμάτι της μεγάλης ρώσικης καλλιτεχνικής ιστορίας.

 

Β.Γεωργ.

 

Scroll to top