modiano-thema

10/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Οι Γάλλοι πανηγυρίζουν το 15ο Νόμπελ Λογοτεχνίας

Πατρίκ Μοντιανό: ο Μαρσέλ Προυστ του καιρού μας

Στα ολιγοσέλιδα μυθιστορήματά του, αυτός ο μεγάλος στιλίστας, με τις εβραϊκές ρίζες από τη Θεσσαλονίκη, αναζητά χαμένα πρόσωπα, ανθρώπους χωρίς ταυτότητα. Εχει εμμονή με τα ηθικά διλήμματα των Γάλλων στη διάρκεια της Κατοχής, που τον σημάδεψε κι ας μην την έζησε. Αγαπάει τα αστυνομικά και τους ντετέκτιβ. Και κάνει τους δρόμους, το μετρό.
      Pin It

Της Παρής Σπίνου

 

REUTERS/ Catherine Helle

REUTERS/ Catherine Helle

Οι Γάλλοι από χθες πανηγυρίζουν. Η βράβευση του Πατρίκ Μοντιανό με Νόμπελ Λογοτεχνίας ήρθε σαν τονωτική ένεση στην εθνική τους συνείδηση, σε μια εποχή οικονομικής κρίσης και γερμανικών πιέσεων. Οχι μόνο γιατί ο 69χρονος Μοντιανό θεωρείται ο σπουδαιότερος σύγχρονος μυθιστοριογράφος τους, αλλά και επειδή ο κύριος κορμός του έργου του επικεντρώνεται στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Γαλλία. Επόμενο είναι ο εκδοτικός οίκος Gallimard, που τον εκπροσωπεί, να βάζει σε πρώτη θέση τα βιβλία του στη Φρανκφούρτη, στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου. Στο περίπτερο παρατηρείται το αδιαχώρητο, ενώ μεγάλη επιτυχία γνωρίζει ήδη το νέο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στις 2 Οκτωβρίου και έχει τίτλο «Pour que tu ne te perdes pas dans le quartier» (Για να μη χάνεσαι μέσα στη γειτονιά).

 

Είναι ο 15ος Γάλλος συγγραφέας που παίρνει Νόμπελ, το οποίο συνοδεύεται με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό του 1,1 εκατ. δολαρίων. Χαμηλών τόνων, ο Μοντιανό αποφεύγει τα media, σπάνια δίνει συνεντεύξεις. Ποια ήταν η πρώτη αντίδρασή του στα ευχάριστα μαντάτα της κορυφαίας βράβευσης; Οταν ο εκδότης του Αντουάν Γκαλιμάρ τού ανακοίνωσε τηλεφωνικά την είδηση, ο συγγραφέας είπε πως «είναι πολύ ευτυχισμένος» αλλά συμπλήρωσε, με τη συνήθη ταπεινότητά του: «Το βρίσκω όλο αυτό πολύ περίεργο»!

 

Σύμφωνα με το σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας ο Μοντιανό βραβεύεται «για την τέχνη της μνήμης, με την οποία φέρνει στον νου τα πιο ασύλληπτα ανθρώπινα πεπρωμένα και αποκαλύπτει τον ζωντανό κόσμο της Κατοχής». «Μαρσέλ Προυστ του καιρού μας» τον χαρακτήρισε ο μόνιμος γραμματέας της Σουηδικής Ακαδημίας Πέτερ Ενγκλουντ. «Είναι πασίγνωστος στη Γαλλία, όμως όχι αλλού. Γράφει βιβλία για παιδιά, σενάρια και κυρίως μυθιστορήματα. Τα θέματά του είναι η μνήμη, η ταυτότητα, ο χρόνος. Τα βιβλία του μιλούν πολύ για την αναζήτηση, αναζήτηση χαμένων προσώπων και φυγάδων, αυτών που εξαφανίζονται, που δεν έχουν ταυτότητα ή έχουν πλαστή ταυτότητα».

 

Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε στις 30 Ιουλίου 1945 σε προάστιο του Παρισιού. Μόλις είχε τελειώσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος που αποδείχτηκε καθοριστικός για το έργο του. Εστω κι αν δεν τον έζησε, οι συγκλονιστικές μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα και οι ολέθριες συνέπειές του τον καθόρισαν. Διόλου τυχαία η εβραϊκότητα, η ναζιστική κατοχή αλλά και η απώλεια της ταυτότητας επανέρχονται στις σελίδες του. Ο πατέρας του, εβραϊκής καταγωγής Ιταλός επιχειρηματίας και η μητέρα του, Βελγίδα ηθοποιός γνωρίστηκαν στην κατάληψη του Παρισιού.

 

Οι ρίζες του όμως φτάνουν μέχρι την Ελλάδα, αφού, όπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος: «Ο παππούς μου γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1867 στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι ήταν αρκετά νέος όταν έφυγε για την Αίγυπτο. Πιστεύω ότι εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. Ο προπάππος μου είχε τέσσερα παιδιά από τον πρώτο του γάμο με την Τζόια Σαράνο. Ο παππούς μου ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία. Και τα τέσσερα γεννήθηκαν πιθανότατα στη Θεσσαλονίκη».

 

Οι πρώτες του εμπειρίες ήταν τραυματικές. Ο αδελφός του πέθανε σε ηλικία 10 ετών κι αυτό σημάδεψε την εφηβεία του. Μεγάλωσε σε οικοτροφεία και έβλεπε τους γονείς του μόνο τα Σαββατοκύριακα. Σπούδασε στο Lycée Henri-IV στο Παρίσι, όπου είχε την τύχη δάσκαλός του στη γεωμετρία να είναι ο γνωστός συγγραφέας Ρεϊμόν Κενό, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή του. Εκείνος του άνοιξε την πόρτα του Gallimard. Ετσι, το 1968, μόλις 23 ετών, κάνει την εμφάνισή του στα γαλλικά γράμματα με το «La place de l’ etoile», αφήνοντας πολύ θετικές εντυπώσεις. «Με αυτό το βιβλίο γεννήθηκα», είχε δηλώσει τότε, αφιερώνοντας στον νεκρό αδελφό του το μυθιστόρημα, που αργότερα θεωρήθηκε έργο-κλειδί για το Ολοκαύτωμα.

 

Ο Μοντιανό γράφει «μικρά, κομψά αριστουργήματα», που δεν ξεπερνούν τις 150 σελίδες. Με απλές λέξεις και σιωπές, σε τόνο μελαγχολικό δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μαγική, σαγηνεύοντας τον αναγνώστη. Καταδύεται στο σκοτεινό πηγάδι του χρόνου, ρίχνει φως σε ανώνυμα πρόσωπα, αναμοχλεύει τη συλλογική μνήμη, ματώνει τις δικές του πληγές. Οι ιστορίες του έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα ή υπόβαθρο γεγονότα που συνέβησαν στη γερμανική κατοχή. Συχνά, η πόλη του Παρισιού είναι παρούσα στα κείμενά του: οι σταθμοί του μετρό, τα μεγάλα βουλεβάρτα, τα καφέ, τα καμπαρέ αλλά και οι σιδηρόδρομοι -τόποι αφίξεων, χωρισμών, με την υπενθύμιση της δυνατότητας φυγής. Ορισμένες φορές αντλεί υλικό από συνεντεύξεις, άρθρα εφημερίδων ή από προσωπικές σημειώσεις που κρατούσε στην πάροδο του χρόνου.

 

Χαρακτηριστικό είναι πως υπάρχει συνέχεια στα έργα του, καθώς επεισόδια που συναντάμε στα πρώτα του βιβλία εξελίσσονται σε μεταγενέστερα και συγκεκριμένα πρόσωπα εμφανίζονται σε διαφορετικές ιστορίες. Το πιο γνωστό του μυθιστόρημα είναι το «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος), για το οποίο τιμήθηκε με το βραβείο Γκονκούρ το 1978. Εντονα αυτογραφικό, αναφέρεται στην ιστορία ενός ντετέκτιβ που έχει χάσει τη μνήμη του και στην τελευταία του υπόθεση ανακαλύπτει ποιος πραγματικά είναι. Χαρακτήρα ντοκουμέντου έχει ένα άλλο πολυδιαβασμένο βιβλίο του με τίτλο «Ντόρα Μπρούντερ» (Πατάκης). Διαδραματίζεται στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και xτίστηκε πάνω στην πραγματική ιστορία μιας 15χρονης Γαλλιδούλας, η οποία υπήρξε θύμα του Ολοκαυτώματος.

 

Ο νέος νομπελίστας έχει επίσης γράψει βιβλία για παιδιά, σενάρια ταινιών αλλά και στίχους τραγουδιών (όπως της Φρανσουάζ Αρντί). Ξεχωριστή ήταν η συνεργασία του με τον Λουί Μαλ, που έδωσε καρπό τη συγκλονιστική ταινία «Επώνυμο: Λακόμπ. Ονομα: Λισιέν», με φόντο τη Νότια Γαλλία του 1944. Οταν προβλήθηκε προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς παρουσιάζει έναν 16χρονο οργισμένο Γάλλο να αρνείται την Αντίσταση και να συνεργάζεται με την Γκεστάπο, ενώ παράλληλα ερωτεύεται με πάθος μια Εβραία.

 

«Είχα πάντα την εντύπωση ότι ήμουν ένα φυτό που γεννήθηκε από τους καπνούς της Κατοχής», έχει πει ο Μοντιανό, ο οποίος σμιλεύει ακούραστα το συναρπαστικό του σύμπαν όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον διαλύονται ή συγχέονται, καθώς πασχίζει να ανασυνθέσει τη μνήμη αναζητώντας το νόημα της ζωής, αλλά και το νόημα της αναζήτησης.

 

………………………………………………………………………………………….

 

Αφιερώνω το Νόμπελ στον Σουηδό εγγονό μου

 

REUTERS/ Charles Platiau

REUTERS/ Charles Platiau

Στην αναγκαστική του συνύπαρξη χθες με τους δημοσιογράφους, στα γραφεία του εκδοτικού του οίκου Γκαλιμάρ στο Παρίσι, ο νέος νομπελίστας δήλωσε: «Ολο αυτό μού φαίνεται λίγο εξωπραγματικό γιατί θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια ακόμα το Νόμπελ του Καμί, πρέπει να ήμουνα 12 χρονών. Και στη συνέχεια και άλλα Νόμπελ. Είναι λίγο σαν ψέμα να αντιπαρατίθεσαι με ανθρώπους που τόσο θαυμάζεις. Ενιωσα ξαφνικά και ένα είδος διχασμού, σαν να υπήρχε κι άλλος ένας με το δικό μου όνομα. Είχα δει ότι το όνομά μου ήταν στις λίστες των υποψηφίων, αλλά δεν το περίμενα καθόλου».

 

Ο Πατρίκ Μοντιανό αφιέρωσε το Νόμπελ στον εγγονό του. «Εχω δεσμούς με τη Σουηδία. Ο εγγονός μου είναι Σουηδός, του αφιερώνω, λοιπόν, το βραβείο αφού μου το δίνει η χώρα του», είπε. Και πρόσθεσε ότι βιάζεται να μάθει «τους λόγους που τον διάλεξαν». Οσο για τον εκδότη του Αντουάν Γκαλιμάρ, αυτός είπε ότι περίμενε, μετά το Νόμπελ του Λε Κλεζιό (2008), να περάσουν τουλάχιστον 30 χρόνια μέχρι να ξαναρθεί το βραβείο στη Γαλλία.

 

……………………………………………………………………………………….

 

Ψάχνω τη μουσική στις φράσεις

 

«Δεν ξέρω πώς με επηρέασαν τα βιβλία που διάβαζα. Περισσότερο έψαχνα να βρω μια μουσική στις φράσεις. Μπορούσα να τη βρω στους ποιητές. Πάντα σκεφτόμουνα ότι τελικά αν γράφεις πρόζα, το κάνεις επειδή είσαι κακός ποιητής. Σαν αναγνώστης αγαπούσα το ξερό ή ρητορικό ύφος. Αλλά τελικά οι συγγραφείς που θαύμαζα δεν με επηρέασαν. Γιατί αυτό που έψαχνα εγώ γράφοντας μυθιστόρημα ήταν φράσεις, όχι ελλειπτικές, αλλά, πώς να το πω, φράσεις που ζωντανεύουν από ένα είδος λακωνικότητας, φράσεις πολύ σύντομες, που κομματιάζουν κάτι που θα μπορούσε να καταντήσει ρητορικό, για να το κάνουν να πλησιάσει την ανθρώπινη φωνή. Το έβρισκα στον Χέμινγουεϊ και τον Παβέζε, τον Σελίν και τον Τζιονό, όχι στα θέματά τους, αλλά στο σφιχτό τους ύφος».

 

(από συνέντευξή του στη «Λιμπερασιόν», 2007)

 

………………………………………………………………………………….

 

Αχιλλέας Κυριακίδης: «Ο μεταφραστής του Μοντιανό απεκδύεται την αυταρέσκεια»

 

«Ενα σχόλιο για τη βράβευση του αγαπημένου μου Πατρίκ Μοντιανό οφείλει να είναι ολιγόλογο, σεμνό, σχεδόν ψιθυριστό, όπως τα έργα και η ζωή αυτού του ανθρώπου. Ο κόσμος του Μοντιανό είναι ένας κόσμος σπαραγμένος και σπαραχτικός, γεμάτος αλλοιωμένες μνήμες και επώδυνες ανασκαφές στην παιδική ηλικία εξ ης τα πάντα εκπορεύονται.

 

Οσο για τη δική μου “εισβολή” σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν έχω παρά να παραθέσω την τελευταία παράγραφο του Επιμέτρου μου στη “Μικρή Μπιζού” (το ένα από τα δύο μυθιστορήματά του που μετέφερα στα ελληνικά για τις Εκδόσεις Πόλις): «Η ηρωίδα του Μοντιανό οδηγείται στο καθαρτήριο μιας μετά ζωήν ζωής· ο μεταφραστής του Μοντιανό νιώθει ότι σχεδόν εξαναγκάστηκε να απεκδυθεί κάθε στοιχειώδη αυταρέσκεια, να θυσιάσει τον δημιουργικό ναρκισσισμό του στον βωμό μιας απόλυτης κυριολεξίας: σ’ ένα τόσο ευλαβικό κείμενο μπαίνεις κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερο θόρυβο»».

 

…………………………………………

 

 

* Βιβλία του στα ελληνικά

 

«Η μικρή Μπιζού» (Πόλις), «Στο cafe της χαμένης νιότης» (Πόλις), «Νυχτερινό ατύχημα» (Πόλις), «Ηταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά…» (Πόλις), «Ντόρα Μπρούντερ» (Πατάκης), «Κυριακές του Αυγούστου» (Καστανιώτης), «Η βίλα της θλίψης» (Λιβάνης), «Ανθη ερειπίων» (Οδυσσέας), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος), «Η χαμένη γειτονιά» (Χατζηνικολή).

 

[email protected]

 

Scroll to top