12/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η μηχανή της μνήμης και της λήθης

Περιγράφουμε συνήθως ως «μνήμη» την ικανότητα του νου μας να καταγράφει, να αποθηκεύει και να ανασύρει παρελθούσες εμπειρίες μας από τον κόσμο και τους ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένου του εαυτού μας). Το γεγονός ότι αγνοούμε το «πού ακριβώς» ή το «πώς» πραγματοποιείται αυτή η μνημονική αποτύπωση και το «ποιος» τελικά ανακαλεί αυτές τις.
      Pin It

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Σε κάθε ιστορική εποχή, για να περιγράψουν τις, εν πολλοίς, ακατανόητες μνημονικές τους ικανότητες οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν παρομοιώσεις και μεταφορές τις οποίες εμπνέονταν από την τεχνολογία αιχμής της εποχής. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Eλληνες πίστευαν ότι οι μνήμες «αποτυπώνονται» μέσα μας όπως τα ίχνη μιας γραφίδας πάνω σε μια πλάκα από κερί. Τον Μεσαίωνα η κυρίαρχη τεχνολογική μεταφορά για τη μνήμη ήταν η περγαμηνή, ενώ μετά την επινόηση της τυπογραφίας έβλεπαν τη μνήμη σαν ένα τυπωμένο βιβλίο.

 

Στη νεωτερική εποχή της τεχνοεπιστημονικής αυθεντίας η μνήμη μετατρέπεται σε «μηχανή» και οι τεχνολογικές μεταφορές για την περιγραφή της γίνονται διαδοχικά η φωτογραφική μηχανή, η κινηματογραφική μηχανή και πιο πρόσφατα ο σκληρός δίσκος των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

 

Μάλιστα, αυτή η τελευταία εξομοίωση της ανθρώπινης μνήμης με τον σκληρό δίσκο των υπολογιστών φαίνεται πια τόσο προφανής και έχει διεισδύσει στη σκέψη της εποχής μας σε τέτοιο βαθμό ώστε θεωρείται πλέον όχι μόνο δόκιμο αλλά σχεδόν επιβεβλημένο για τις βιοϊατρικές επιστήμες να «μεταφράζουν» τις κατακτήσεις τους στην ορολογία της Πληροφορικής.

 

Από τη βραχύχρονη στη μακρόχρονη μνήμη

 

Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας ξενίζει το γεγονός ότι οι περισσότεροι ειδικοί σήμερα μιλάνε -με περισσή ίσως ευκολία- για «κωδίκευση», «εγγραφή» και «ανάκτηση» πληροφοριών όταν περιγράφουν τις, κατά τα άλλα, βιολογικές διεργασίες της μνήμης. Oταν δηλαδή αντιμετωπίζουν μια αυτόνομη και αυτοποιητική ζωική λειτουργία ως ετερόνομη και ετεροποιητική υπολογιστική διεργασία.

 

Πάντως, η βιωματική εικόνα που οι περισσότεροι από εμάς έχουν αναφορικά με τη λειτουργία της μνήμης δεν θυμίζει επ’ ουδενί τις παθητικές καταγραφές μιας φωτογραφικής ή κινηματογραφικής μηχανής, ή ενός προσωπικού ημερολογίου. Ακόμη λιγότερο δε, τις ψηφιακές εγγραφές πληροφοριών στον σκληρό δίσκο (hard disk) ενός υπολογιστή.

 

Αντίθετα, είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για μία, ταυτοχρόνως, βιολογική και νοητική ικανότητα αποτύπωσης των σχέσεών μας με τον κόσμο: ένα εύπλαστο και εύθραυστο δίκτυο «δια-συνδέσεων» μεταξύ προσώπων και αντικειμένων. Κάτι που εξάλλου επιβεβαιώνεται και από πλήθος ιατρικών παρατηρήσεων: ασθενείς οι οποίοι, εξαιτίας μιας νευρολογικής ασθένειας ή ενός σοβαρού ατυχήματος, έχουν απολέσει μεγάλο μέρος των μνημονικών τους ικανοτήτων χάνουν επίσης και κάθε δυνατότητα «σχέσης» και νοητικής «επαφής» με τον κόσμο που τους περιβάλλει.

 

Oπως είδαμε στα δύο προηγούμενα άρθρα μας, τα πολυποίκιλα μνημονικά φαινόμενα υπήρξαν κατά το παρελθόν αντικείμενο έρευνας πολλών φιλοσόφων και γιατρών. Μόνο, ωστόσο, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ξεκίνησε η συστηματική πειραματική διερεύνηση της ανθρώπινης μνήμης.

 

Πρωτοπόρος στη διερεύνηση των ψυχολογικών μηχανισμών της μνήμης, και κυρίως της λήθης, θεωρείται ο Χέρμαν Eμπινγκχαουζ (Hermann Ebbinghaus 1850-1909). Eκτοτε, έχει συσσωρευτεί ένας τεράστιος όγκος πειραματικών και θεωρητικών δεδομένων που αφορούν τόσο τις ψυχολογικές όσο και τις νευροβιολογικές πτυχές αυτής της σύνθετης εγκεφαλικής-νοητικής λειτουργίας.

 

Οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να πιστεύουν πως η μνήμη «τους» είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, αν και από όλες τις σχετικές έρευνες προκύπτει ότι στην πραγματικότητα η μνήμη μας συγκροτείται από δύο ξεχωριστά μνημονικά συστήματα: το πρωτογενές σύστημα της «βραχύχρονης μνήμης» και το δευτερογενές σύστημα της «μακρόχρονης μνήμης». Το κάθε μνημονικό σύστημα επιτελεί διαφορετικές μνημονικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικές δομές του εγκεφάλου μας.

 

Σε τι διαφέρει άραγε αυτή η σύγχρονη επιστημονική διάκριση μεταξύ πρωτογενούς-δευτερογενούς μνήμης από τη μεταφυσική διάκριση μεταξύ μνήμης-αναμνήσεως την οποία πρώτος εισηγήθηκε ο Πλάτων πριν από δύο χιλιετίες στον διάλογό του «Φίληβος»;

 

Η καλύτερη απάντηση σε αυτήν την εύλογη απορία είναι αυτή που έδωσε ο διεθνούς φήμης ερευνητής της μνήμης και των δυσλειτουργιών της Ανδρέας Κ. Παπανικολάου σε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενό του. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου «Οι Αμνησίες», που κυκλοφορεί από τις Παν. Εκδ. Κρήτης, υποστηρίζει χωρίς περιστροφές: «Βέβαια, τα δύο αυτά συστήματα [της πρωτογενούς και της δευτερογενούς μνήμης] είχαν ήδη αναγνωριστεί και ονομαστεί σαφώς λιτότερα, αν όχι προσφυέστερα, από τον Πλάτωνα μνήμη και ανάμνησις, αντιστοίχως.»!

 

Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική περιγραφή των μνημονικών φαινομένων, η «βραχύχρονη μνήμη» (πρωτογενές σύστημα) ισοδυναμεί με την πρόσκαιρη ενδυνάμωση ενός νευρωνικού κυκλώματος και διαρκεί μερικά λεπτά ή λίγες ώρες, ενώ για τη «μακρόχρονη μνήμη» (δευτερογενές σύστημα) απαιτείται η σταθερή ενδυνάμωση, συνήθως μέσω της επανάληψης των ίδιων ερεθισμάτων, των συνάψεων του νευρωνικού κυκλώματος της βραχύχρονης μνήμης.

 

Πάντως οι επιμέρους διεργασίες του καθενός από αυτά τα δύο μνημονικά συστήματα εμπλέκουν πάντα ευρύτερες εγκεφαλικές δομές, αν όχι το σύνολο του εγκεφάλου, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη κάθε προσπάθεια αυστηρού εντοπισμού των μνημονικών διεργασιών και του τόπου αποθήκευσης κάθε μεμονωμένου μνημονικού αποτυπώματος.

 

Σήμερα, ωστόσο, γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι το πέρασμα από την πρόσκαιρη βραχύχρονη μνήμη στη μονιμότερη μακρόχρονη μνήμη προϋποθέτει μια σειρά από διεργασίες νευρωνικής ενεργοποίησης, τις οποίες η Νευροεπιστήμη περιγράφει ως «μακρόχρονη διευκόλυνση» (Long-term facilitation) και ως «μακρόχρονη ενδυνάμωση» (LTP: Long-term potentiation).

 

Αυτές ακριβώς οι διεργασίες οδηγούν στην αύξηση της συνδετικότητας, δηλαδή της συναπτικής ισχύος, μεταξύ των επιμέρους νευρώνων που συναποτελούν ένα εγκεφαλικό κύκλωμα το οποίο, εφόσον διατηρηθεί για λίγο ενεργοποιημένο, λειτουργεί ως βραχύχρονο μνημονικό αποτύπωμα. Μόνο μετά από αυτήν την ενεργοποίηση το συγκεκριμένο νευρωνικό κύκλωμα ενδέχεται να αποτελέσει το αντικείμενο της μνημονικής κωδίκευσης, της παγίωσης και της τελικής αποθήκευσης σε ορισμένες εγκεφαλικές δομές ως μακρόχρονη μνήμη.

 

Αναζητώντας τα «ίχνη» του Πλάτωνα στον εγκέφαλο και όχι στο υπερπέραν

 

Εύλογα λοιπόν, κατά τον εικοστό αιώνα, η επιστημονική διερεύνηση του εγκεφαλικού-νευρολογικού υποστρώματος της μνήμης επικεντρώθηκε κυρίως στη μελέτη των νευρωνικών συνάψεων και στο περίπλοκο δίκτυο επικοινωνίας μεταξύ των νευρικών κυττάρων. Ενα «ταπεινό» ίσως νευρωνικό δίκτυο που, ωστόσο, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από το πλατωνικό «ψυχικόν εκμαγείον» όπου αποτυπώνονται -άλλοτε πρόσκαιρα και άλλοτε πιο μόνιμα- όλες οι αναμνήσεις μας.

 

Και, όπως αποδείχτηκε, η ικανότητα του νευρικού συστήματος να σχηματίζει νέες μνημονικές εγγραφές αλλά και να διατηρεί τις παλιές εξαρτάται από τη λεγόμενη «συναπτική πλαστικότητα»: τη δυνατότητα δηλαδή του εγκεφάλου μας να δημιουργεί νέες συνάψεις μεταξύ των νευρώνων του ή να εξαλείφει παλαιότερες.

 

Χάρη σε αυτήν την εντυπωσιακή πλαστικότητα το νευρικό μας σύστημα είναι σε θέση να τροποποιεί τόσο τη δομή όσο και τη λειτουργία του ανάλογα με τα ερεθίσματα που δέχεται. Και σε αυτήν στηρίζονται οι ιδιαίτερα αναπτυγμένες ανθρώπινες ικανότητες για μάθηση και μνήμη.

 

Πράγματι, σύμφωνα με τους ειδικούς (νευροεπιστήμονες, γνωσιακούς ψυχολόγους) δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την ανάδυση της ανθρώπινης μνήμης: η σχετική σταθερότητα των πολύπλοκων νευρωνικών δομών και η μεγάλη συναπτική πλαστικότητα. Η σταθερότητα είναι απαραίτητη προκειμένου να διατηρούνται και να ανακαλούνται πιο εύκολα οι καταγεγραμμένες πληροφορίες, ενώ η πλαστικότητα επιτρέπει στον ανθρώπινο εγκέφαλο να μαθαίνει διαρκώς νέα πράγματα και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να προσαρμόζεται -ενεργητικά και όχι παθητικά όπως οι υπολογιστές!- στο ιδιαιτέρως ασταθές ανθρώπινο περιβάλλον.

 

Η ικανότητά μας να συγκρατούμε στη μνήμη μας έναν αριθμό τηλεφώνου, να οδηγούμε ένα αυτοκίνητο, να χορεύουμε ταγκό ή να διηγούμαστε ένα επεισόδιο από τις καλοκαιρινές μας διακοπές είναι μερικά πολύ οικεία παραδείγματα άσκησης των μνημονικών ικανοτήτων μας. Ωστόσο, όπως προκύπτει από όλες τις σχετικές έρευνες, κάθε μια από αυτές τις δεξιότητες απαιτεί έναν διαφορετικό τύπο μνήμης!

 

Το να θυμόμαστε για λίγο τον αριθμό τηλεφώνου που μόλις μας είπανε είναι ένα τυπικό παράδειγμα «βραχύχρονης» μνήμης που διαρκεί μερικά λεπτά. Η μετατροπή αυτής της πρόσκαιρης μνήμης σε πιο μόνιμη «μακρόχρονη» μνήμη (ημέρες, εβδομάδες ή και χρόνια) είναι ένα επόμενο στάδιο και εμπλέκει διαφορετικές εγκεφαλικές δομές.

 

Το πέρασμα από την πρόσκαιρη βραχύχρονη μνήμη στη μονιμότερη μακρόχρονη μνήμη συνοδεύεται από μια σειρά από νευρωνικές και βιοχημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε συγκεκριμένες εγκεφαλικές δομές. Για παράδειγμα, εγκεφαλικές δομές στο βάθος του κροταφικού λοβού, όπως ο ιππόκαμπος, η αμυγδαλή (καθώς και δύο πυρήνες του θαλάμου και τα μαστία), δεν συμμετέχουν ενεργά τόσο στη διαμόρφωση του αρχικού-βραχύχρονου μνημονικού αποτυπώματος όσο στην παγίωση και την αποθήκευση της βραχύχρονης σε μακρόχρονη μνήμη.

 

Ο επιλήσμων εγκέφαλος: η σημασία της λήθης στη δημιουργία της μνήμης

 

Στο διήγημά του «Φούνες, ο μνήμων» ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας Χόρχε Λουίς Μπόρχες περιγράφει την τραγωδία ενός ατόμου που δεν ξεχνά ποτέ τίποτα αναδεικνύοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την αποφασιστική σημασία των διεργασιών της λήθης για μια υγιή και ισορροπημένη ανθρώπινη ζωή.

 

Πράγματι, από διάφορες πειραματικές και κλινικές παρατηρήσεις προκύπτει ότι η ικανότητα να σβήνονται επιλεκτικά από τη μνήμη μας κάποιες πληροφορίες ή επουσιώδεις λεπτομέρειες αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη για την καλή και αποτελεσματική λειτουργία της πολύπλοκης βιολογικής μηχανής της μνήμης.

 

Αντίθετα με ό,τι συνήθως πιστεύουμε, η μνήμη μας δεν είναι μια τεράστια αποθήκη με αμέτρητα και καλά ταξινομημένα «συρταράκια», στα οποία καταχωρίζονται αυτομάτως και ανασύρονται μηχανικά ό,τι γνωρίζουμε ή βιώνουμε καθημερινά.

 

Πρόκειται, όπως είπαμε, για ένα πολύπλοκο και εκτενές δίκτυο νευρωνικών κυκλωμάτων, που ενώ ενδέχεται να εξειδικεύονται στην επεξεργασία ορισμένου τύπου πληροφοριών, μπορούν να επικοινωνούν και έτσι να επηρεάζουν σημαντικά το ένα το άλλο: κάθε νέο ερέθισμα, αφού υποστεί κάποια επεξεργασία, εντάσσεται επιλεκτικά και διαμορφώνεται από το προϋπάρχον μνημονικό πλαίσιο.

 

Μόνο χάρη στη δημιουργική παρέμβαση της λησμοσύνης μπορούμε, σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής μας, να συγκρατούμε ό,τι είναι σημαντικό από έναν χείμαρρο από ασήμαντες λεπτομέρειες, αλλά και να αφομοιώνουμε νέες εμπειρίες και γνώσεις.

 

Επί δεκαετίες η ψυχοβιολογία της μνήμης (καθώς και η ψυχανάλυση!) βασίστηκε στην εντελώς αυθαίρετη αλλά καθησυχαστική αρχή της σταθερότητας ή της μη μεταβλητότητας των μνημονικών αποτυπωμάτων και άρα των αναμνήσεών μας.

 

Η εγκυρότητα αυτής της αρχής άρχισε να αμφισβητείται σοβαρά μετά από τις έρευνες της διάσημης νευροψυχολόγου Ελίζαμπεθ Λόφτους (Elisabeth Loftus), η οποία μελετώντας, επί σειρά ετών, τη λεγόμενη «αυτοβιογραφική μνήμη» κατέληξε στο ανησυχητικό συμπέρασμα ότι η σταθερότητα της μακρόχρονης μνήμης είναι ένας μύθος!

 

Αντί της υποτιθέμενης αμεταβλητότητας των πολύ προσωπικών μας αναμνήσεων, η Λόφτους ανακάλυψε μια πολύ περίεργη και δημιουργική «αλχημεία» του ανθρώπινου νου: την ικανότητά του να αναμιγνύει και να αναδιευθετεί διαρκώς τόσο τα βασικά «ιστορικά πλαίσια» όσο και τα δομικά-νευρωνικά στοιχεία των περισσότερων αναμνήσεών μας.

 

Μετέπειτα έρευνες των Κάριν Νέιντερ (Karin Nader), Τζόουζεφ Λεντού (Joseph LeDoux) και Σούζαν Σάρα (Susanne Sara) έδειξαν ότι υπάρχει και μία διεργασία «ανα-παγίωσης» που επιφέρει σημαντικές αναδομήσεις στις αναμνήσεις των εμπειριών μας. Και άλλες όμως πιο πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν τόσο την εγγενή πλαστικότητα κάθε μνημονικής διαδικασίας όσο και τον δυναμικό χαρακτήρα των δήθεν «παγιωμένων εφ’ όρου ζωής» αναμνήσεών μας.

 

Πιο πρόσφατα μάλιστα κατάφεραν να δείξουν πειραματικά ότι κάθε πράξη μνημονικής ανάκλησης οδηγεί σε επιμέρους τροποποίηση των αντίστοιχων νευρωνικών μικροκυκλωμάτων που αποτελούν το εγκεφαλικό υπόστρωμα αυτών των μακροχρόνιων αναμνήσεων!

 

«Η κλασική ιδέα ήταν ότι οι αναμνήσεις μας θα έπρεπε να είναι κάτι ανάλογο με την πιστή φωτογραφική αποτύπωση του αρχικού συμβάντος. Σήμερα, αντίθετα, γνωρίζουμε ότι πρόκειται μόνο για την τελευταία εκδοχή της αρχικής ανάμνησης, διότι κάθε φορά που την ανακαλούμε στη μνήμη μας η ανάμνηση αυτή τροποποιείται κατά τι», υποστηρίζει η Ντανιέλα Σίλερ (Daniela Schiller), επιφανής ερευνήτρια ανάλογων μνημονικών διεργασιών.

 

Επί πολλές δεκαετίες οι ειδικοί πίστευαν, ή μάλλον ήλπιζαν, ότι οι μακροχρόνιες και πιο ανθεκτικές αναμνήσεις μας παραμένουν αμετάβλητες και ανεξίτηλες στην πάροδο του χρόνου, απρόσβλητες στις «επιθέσεις» της λήθης. Ομως, τα τελευταία χρόνια έχουν συσσωρευτεί τόσα πολλά πειραματικά και ιατρικά δεδομένα για το αντίθετο, ώστε τελικά αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.

 

……………………………………………………………………………………………

 

Από την τέχνη της μνήμης στην τεχνολογική αμνησία

 

getF2333ileΣτο προηγούμενο άρθρο μας για τις «μνημοτεχνικές» (βλ. «Εφ. Συν.» 4/10/14) διαπιστώσαμε ότι μέχρι πολύ πρόσφατα η συστηματική καλλιέργεια και η επίπονη εξάσκηση της μνήμης αποτελούσε για τους ανθρώπους ζωτική αναγκαιότητα (ατομική και κοινωνική).

 

Στις μέρες μας, αντίθετα, το να αποθηκεύει κανείς στη μνήμη του πληροφορίες και γνώσεις όχι μόνο δεν θεωρείται απαραίτητο, αλλά είναι και περιττό αφού μπορεί να έχει κάθε στιγμή πρόσβαση στις πιο ετερογενείς πληροφορίες. Αρκεί να ανοίξει το κινητό ή τον υπολογιστή του και να μπει στο Διαδίκτυο.

 

Παρά τις ασύλληπτες, μέχρι χθες, τεχνολογικές διευκολύνσεις, όλο και μεγαλύτερος αριθμός σχετικά νέων ανθρώπων στις ανεπτυγμένες κοινωνίες διαμαρτύρεται σήμερα ότι έχει ανεξήγητα κενά μνήμης και ότι, εκτός από τα σοβαρά αμνησιακά προβλήματα, αντιμετωπίζει επίσης μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής και αφομοίωσης νέων πληροφοριών. Οι σημερινοί τριαντάχρονοι φαίνεται να έχουν μικρότερες μνημονικές ικανότητες από τους γονείς τους. Υποφέρουν από… «τεχνολογική αμνησία»! Γιατί συμβαίνει αυτό;

 

Σύμφωνα με τη γνώμη αρκετών τολμηρών ειδικών, τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στη συστηματική χρήση των ψηφιακών συσκευών οι οποίες δημιουργήθηκαν για να διευρύνουν τις μνημονικές μας ικανότητες και για να απαλλάξουν το μυαλό μας από τα «περιττά» μνημονικά βάρη. Και το κάνουν τόσο καλά, ώστε κάποιες ζωτικές λειτουργίες του μυαλού των χρηστών -όπως η μνήμη και η αφομοίωση νέων πληροφοριών- έχουν αρχίσει να ατροφούν.

 

Το νέο φαινόμενο της «τεχνολογικής αμνησίας», δηλαδή της κατάπτωσης ή και του εκφυλισμού της ανθρώπινης μνήμης λόγω της χρήσης «έξυπνων» τεχνημάτων, διαπιστώθηκε και επιβεβαιώθηκε χάρη στις συστηματικές έρευνες του Ιαν Ρόμπερτσον (Ian Roberston), καθηγητή Νευροεπιστημών στο Trinity College του Δουβλίνου. Ανάλογες έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί στις πιο αναπτυγμένες χώρες. Και δυστυχώς όλες καταγράφουν μια δραματική πτώση των μνημονικών ικανοτήτων στις νεότερες γενιές.

 

Scroll to top