14/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

38ος Διαγωνισμός «Μαρία Κάλλας»

Εκλεκτή σοδειά νέων τραγουδιστών

Γονιμότατος ήταν φέτος ο θεσμός. Και τα βραβεία ήταν αυτονόητα και σωστά. Μας εντυπωσίασε το γεγονός ότι στους Ελληνες υποψηφίους κυριαρχούσαν οι γυναίκες. Και ότι, δυστυχώς, απουσίαζαν συμμετοχές από Κεντρική Ευρώπη και ΗΠΑ, κάτι που δείχνει πώς αξιολογείται σήμερα ο διαγωνισμός διεθνώς.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Υστερα από δύο χρόνια ακυρώσεων, επαναλήφθηκε εφέτος ο Διεθνής Διαγωνισμός «Μαρία Κάλλας» για φωνές όπερας. Η φετινή διοργάνωση ήταν η 38η που πραγματοποιήθηκε από τότε που το καλλιτεχνικό κέντρο Athenaeum ίδρυσε τον δίδυμο θεσμό –για φωνές και για πιάνο- δίνοντας διαβατήρια για το ξεκίνημα λαμπρών σταδιοδρομιών σε πλειάδα ικανών νικητών.

 

Η τελική φάση του διαγωνισμού φιλοξενήθηκε από την ΕΛΣ στο Θέατρο Ολύμπια (11/10/2014). Εύλογα ελέχθη ότι ο θεσμός βρήκε επιτέλους το σπίτι του· το γιατί χρειάστηκε 38 χρόνια ώσπου να συμβεί αυτό το αυτονόητο είναι αντικείμενο διαφορετικής συζήτησης… Ο διαγωνισμός διεξήχθη χάρη στην οργανωτική συνεργασία του Athenaeum με το Ιδρυμα Κακογιάννη και με την ευγενική υποστήριξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που διέθεσε τον χώρο και την ορχήστρα της υπό τον Λουκά Καρυτινό. Σε οικονομικό επίπεδο η διεξαγωγή κατέστη εφικτή χάρη στην ένταξη του προγράμματος στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2007-2013. Ενδιαφέρον σταυρόλεξο, αναμφίβολα!

 

Φέτος, ο διαγωνισμός υπήρξε όχι μόνον γονιμότατος –θυμίζω περασμένες χρονιές δίχως πρώτα βραβεία!– αλλά και τα αποτελέσματα πρόβαλαν αυτονόητα σε όλους. Σωστά και αναμενόμενα, εντοπίστηκαν οι περιζήτητες και σπανιότερες φωνές του τενόρου και της μεσοφώνου. Α’ βραβεία δόθηκαν στη Βραζιλιάνα Λουντμίλα Μιράντα Μπάουερφελντ και στον Νοτιοκορεάτη βαθύφωνο Τζιζάνγκ Ρίου. Αμφότεροι διέθεταν γεμάτες, εύηχες, υγιείς, ρωμαλέες φωνές, ωραία πλασμένο τραγούδι, αίσθηση του ύφους και του δραματικού βάρους της μουσικής, μεσογειακή θεατρική ιδιοσυγκρασία.

 

Β’ βραβεία πήραν η Νοτιοκορεάτισσα μεσόφωνος Εουν-Κιονγκ Λιμ και ο συμπατριώτης της βαρύτονος Κιούμπονγκ Λι. Τις ομοτάξιες φωνές τους, φρέσκες, πλούσιες, με θερμό ηχόχρωμα, αξιοποίησαν σε ορθοτονικά αψεγάδιαστο, δραματικά πειστικό τραγούδι, δοσμένο με ευαισθησία και φροντισμένη φραστική.

 

Γ’ βραβεία κατέκτησαν ο Νοτιοκορεάτης τενόρος Γιόχαν Κιμ και η Ελληνίδα υψίφωνος κολορατούρα Νίνα Κουφοχρήστου. Η α λα Ντιέγκο Φλόρες λαμπερή, διαπεραστική φωνή του πρώτου και η κρυστάλλινης καθαρότητας απόδοση της εφιαλτικά δύσκολης άριας της Τσερμπινέτας από τη δεύτερη «φωτογράφισαν» δύο προικισμένους μονωδούς με μέλλον.

 

Τιμητικές διακρίσεις δόθηκαν στην Ελληνίδα υψίφωνο Αννα Στυλιανάκη και στη Ρουμάνα υψίφωνο Ιουλία Σουρντού, ενώ το ειδικό βραβείο «Πάολο Μονταρσόλο» πήγε επίσης –πού αλλού;- στον θαυμάσιο Νοτιοκορεάτη βαθύφωνο Τζισάνγκ Ρίου.

 

Ελλάς – Νότια Κορέα σημειώσατε Χ

 

Στη διοργάνωση έκαναν αιτήσεις συμμετοχής 74 υποψήφιοι από 15 χώρες και έγιναν δεκτοί 52. Από αυτούς ήρθαν τελικά στην Ελλάδα 43 για να συμμετάσχουν στον Α’ κύκλο δοκιμασίας, 16 πέρασαν στον Β’ κύκλο και οκτώ συμμετείχαν στην τελική φάση. Οι ποσοστώσεις ανά χώρα, φύλο και τύπο φωνής φωτογραφίζουν γλαφυρά τις διαμορφούμενες ισορροπίες διεθνώς, αλλά και καταστάσεις που αξίζει να σχολιαστούν, συνυπολογίζοντας, βέβαια, το γεγονός ότι οι υποψήφιοι που ταξίδεψαν στην Αθήνα πλήρωσαν οι ίδιοι τα έξοδά τους.

 

Από τους 48, λοιπόν, του Α’ κύκλου 17 ήσαν Νοτιοκορεάτες, 16 Ελληνες, 3 Ουκρανοί και από ένας από κάθε άλλη χώρα. Στους Κορεάτες, η αναλογία ανδρών-γυναικών ήταν 14 προς 3(!), στους Ελληνες αντιστρεφόταν σε 2 προς 14(!), ενώ όλοι οι υπόλοιποι υποψήφιοι ήταν γυναίκες. Με απλά λόγια παρ’ ημίν η όπερα κρίνεται επάγγελμα κατάλληλο αποκλειστικά για γυναίκες· διπλό το φάουλ! Γιατί; Θα σχολίαζα μόνον πως, παρ’ ότι οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν την όπερα πριν από τέσσερις αιώνες αποπειρώμενοι να αναβιώσουν το «δικό μας» αρχαίο δράμα, εμείς, λόγω της μοιραίας εμπλοκής του πολιτισμού στις πολιτικές/ταξικές αντιπαραθέσεις, καταλήγουμε να την αποποιούμαστε ως «ξενόφερτη», επιστρέφοντας το αντίδωρο ως ανεπίδοτο.

 

Επίσης, η απουσία Κεντροευρωπαίων και Αμερικανών υποψηφίων είναι ενδεικτική για το πώς αξιολογείται σήμερα ο διαγωνισμός «Μαρία Κάλλας» διεθνώς. Και γι’ αυτό, ωστόσο, μέγα μέρος της ευθύνης είναι δικό μας. Οπως πολύ πραγματιστικά τόνισε η πρόεδρος της επιτροπής του διαγωνισμού, Τσέριλ Στούντερ: «Ας υπερασπιστούμε τον πολιτισμό μας!»…

 

ΥΓ.: Μια οφειλόμενη διόρθωση στην κριτική της περασμένης Τρίτης: στο εξαιρετικό δίδυμο των κλαρινέτων της ΚΟΑ, δίπλα στον Σπύρο Μουρίκη έπαιζε ο Γαληνός Κιοσόγλου και, βεβαίως, όχι ο ομποΐστας Δημήτρης Βάμβας.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

CD, DVD, Βιβλίο

 

Callas at La Scala:
Αριες από τις όπερες «Η υπνοβάτισσα», «Μήδεια» και «Η εστιάδα» με τη Μαρία Κάλλας και την Ορχήστρα της Σκάλας του Μιλάνου υπό τον Τούλιο Σεραφίν (ηχογρ. 1955, ψηφιοποίηση 2014) [Warner Classics 0825646430125]

Πουτσίνι:
«Τόσκα». Μαρία Κάλλας, Τζουζέπε ντι Στέφανο, Τίτο Γκόμπι κ.ά. Την Ορχήστρα και τη Χορωδία της Σκάλας του Μιλάνου διευθύνει ο Βιτόριο ντε Σάμπατα.

 

Από τέλη Σεπτέμβρη κυκλοφορεί πλέον και στην Ελλάδα η δικαιολογημένα πολυσυζητημένη επανέκδοση των ηχογραφήσεων λυρικών έργων και ρεσιτάλ που έκανε η Κάλλας σε στούντιο, κατά την πολύ μακρινή πλέον εικοσαετία 1949-1969. Εχοντας απορροφήσει τον δισκογραφικό κολοσσό της ΕΜΙ, που ήταν ο αρχικός παραγωγός τους, σήμερα η Warner Classics τις επανεκδίδει όλες σε ένα κουτί 69 Cds με τα αρχικά τους εξώφυλλα, αλλά και ξεχωριστά.

 

Με δεδομένο το πεπερασμένο του αρχικού υλικού, το όχι λίγο και σημαντικό που προσφέρει ο νέος ιδιοκτήτης του μοναδικού μουσικού θησαυρού είναι η εκ νέου ψηφιοποίησή τους με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Επιστρέφοντας στις αρχικές καταγραφές σε μαγνητοταινίες, ομάδα ειδικευμένων τεχνικών στα στούντιο της Αμπεϊ Ρόουντ είχε πλέον την προηγμένη τεχνική δυνατότητα να αντλήσει από το αρχικό υλικό αμεσότητα, λάμψη και λεπτομέρεια ήχου, που συχνά χάνονταν στις διαδοχικές εγγραφές στις μήτρες για παραγωγή δίσκων βινιλίου και, εξ αυτών, στις πρώτες ψηφιακές μεταγραφές.

 

Το αποτέλεσμα, έτσι όπως το ακούμε στις δύο προτεινόμενες εκδόσεις –το δισκογραφικό ρεσιτάλ του 1955 και την ανυπέρβλητη «Τόσκα» του 1953– δείχνει ότι το εγχείρημα πραγματικά άξιζε: ο παλιός, «επίπεδος» μονοφωνικός ήχος αποκτά διάσταση και βάθος, η ποιότητα της «αναστημένης» λεπτομέρειας ξαφνιάζει, η παρουσία των φωνών μαγεύει, το αχνό, διόλου επιθετικό «φύσημα» περνά απαρατήρητο.

 

Scroll to top