20/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Αίματα», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Επιθετικό θέατρο της γελοιότητας

Οι ρόλοι συγγραφέα (Ευθύμης Φιλίππου) και σκηνοθέτριας (Αργυρώ Χιώτη) μοιάζουν τόσο δεμένοι μεταξύ τους, που η παράσταση των Vasistas κολλάει πάνω στο έργο σαν αυτοκόλλητο, μπαίνει μέσα του και το κατοικεί. Αλλά και από μόνα τους τα «Αίματα» είναι σημαντικά. Η τελευταία απόληξη της πάλαι ποτέ ελληνικής εκδοχής του παραλόγου.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Λέτε να διεκδικεί το ελληνικό έργο τη ρελάνς; Η επιτυχία με την οποία ξεκίνησε η Στέγη το φετινό της πρόγραμμα, η παράταση που δόθηκε στα «Αίματα» του Ευθύμη Φίλιππου λόγω της αθρόας προσέλευσης στη Μικρή Σκηνή, προς εκεί τουλάχιστον δείχνει. Ειδικά όταν, όπως τώρα, η επιτυχία αυτή προέρχεται από μια ομάδα, τους Vasistas, που είχε στηρίξει το στίγμα της στη λεγόμενη «μεταδραματική» σκηνοθεσία, στο συλλογικό έργο, στη συνολική δημιουργία και μάλιστα στη χορικότητα, στον αντίποδα δηλαδή ενός θεάτρου προσωπικότητας και συγγραφέα.

 

Υπάρχουν, ωστόσο, ορισμένες παρατηρήσεις που θα συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό όσων ετοιμάζονται να χειροκροτήσουν την επιστροφή του συγγραφέα στο θέατρό μας. Κατ’ αρχάς ο Φιλίππου δεν είναι νέος συγγραφέας. Αποτελεί ήδη ένα από τα σοβαρότερα στοιχήματα της ελληνικής γραφής, ειδικά μετά τον ντόρο που έφερε η κινηματογραφική μας άνοιξη εν μέσω κρίσης. Με δυο λόγια, η φήμη προηγείται του ονόματός του, και κατά κάποιον τρόπο προλογίζει το ανέβασμα του πρώτου θεατρικού του έργου. Πολύ περισσότερο όταν ως σεναριογράφος έχει κατορθώσει να συνδεθεί με μια «νέα γλώσσα», με έναν κώδικα που αναμφισβήτητα προχωρά την ελληνική εσωτερικότητα παραπέρα.

 

Δεν είναι όμως αυτό το στοιχείο που προέχει κατά τη γνώμη μου στην παράσταση. Είναι που αμέσως μετά το Φεστιβάλ και τα δίδυμα Μαυριτσάκη-Παπακωνσταντίνου και Μπασδέκη-Σκουρλέτη (δεν εξαιρώ το έργο του Καλαβριανού όπου συγγραφέας και σκηνοθέτης είναι το ίδιο πρόσωπο), μόλις ένα χρόνο μετά τον «Κυκλισμό του τετραγώνου» των Δημητριάδη-Καραντζά στον ίδιο χώρο της Στέγης, υπάρχει ακόμη μια ελληνική πρόταση σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπου οι ρόλοι συγγραφέα και σκηνοθέτη, έργου και παράστασης μοιάζουν τόσο δεμένοι μεταξύ τους, ώστε να συμφύονται. Η παράσταση των Vasistas δεν είναι ακριβώς ανέβασμα, με την τυπική σημασία του όρου. Η δράση τους έρχεται και κολλάει πάνω στο έργο σαν αυτοκόλλητο, μπαίνει μέσα του και το κατοικεί. Τι θα σήμαινε για εμάς το έργο του Φιλίππου χωρίς το ανέβασμα των Vasistas, χωρίς το ιδιαίτερο επιχείρημα της Αργυρώς Χιώτη; Θα έμενε, πιστεύω, ένα αξιοπερίεργο, μια δραματουργική άσκηση για λίγους, και κάπως μπλαζέ θεατές. Τώρα είναι κάτι πολύ περισσότερο: ένα παραστασιακό κείμενο, λόγος θεάτρου.

 

Μόνο για λόγους τυπικούς λοιπόν τηρώ την παράδοση, διακρίνω τα αδιαίρετα και ξεκινώ να μιλώ «από το έργο». Δεν χρειάζονται πολλά: Το εύρημα μιας πληγής που αιμορραγεί ακατάσχετα και δίνει λαβή για μια σποραδική αλληλογραφία δύο αντρών στο μεσοδιάστημα των ετών 1990-1993, πρέπει κάποτε να απασχολήσει την κριτική θεώρηση σαν τελευταία απόληξη της πάλαι ποτέ ελληνικής εκδοχής του παραλόγου. Θα ήταν εξάλλου εύκολο να διακρίνει σ’ αυτήν κανείς δάνεια από ιονεσκικές εμπνεύσεις, όπως και από τον μακάβριο χαρακτήρα και το υπερρεαλιστικό βάθος που απέκτησε κάποτε το παράλογο όταν προσάραξε στις όχθες του νέου Κόσμου (από τον Κόπιτ μέχρι τον Σίλβερ).

 

Το ωραίο όμως στο έργο του Φιλίππου είναι πως τα πάντα σ’ αυτό μοιάζουν με όνειρο… Πως διαθέτει μια επιφανειακή ελαφρότητα, που το καθιστά αδιάβροχο στις σοβαροφανείς αναλύσεις μας… Δείτε ας πούμε το εξής: Η πληγή ανοίγει και τρέχει ακατάπαυστα, αλλά το όλο θέμα αντιμετωπίζεται με σουρεαλιστική ελαφρότητα, σαν κοινό κρυολόγημα που δεν λέει να φύγει. Η περίοδος είναι στις αρχές του ’90 -εποχή ανίας για τα περιρρέοντα μικροαστικά ήθη-, πιστεύει ωστόσο κανείς ότι το ίδιο καλά θα μπορούσε να συμβαίνει οποτεδήποτε στα μεταπολιτευτικά χρόνια (με μόνη -φαντάζομαι- σύμβαση να συντηρείται ακόμα η τέχνη της αλληλογραφίας). Πόσα άραγε γράμματα να ανταλλάσσονται μεταξύ των φίλων και των οικογενειών τους; Δέκα, τριάντα; Και γιατί όχι εκατό;… Οι δύο φίλοι βυθίζουν τη ζωή τους σε μυστικά και ψέματα, στο τρυφηλό, ασήμαντο και επουσιώδες. Αλλά μήπως και αυτό πια δεν είναι σήμερα κάτι το επουσιώδες; Και τελικά ποιος αφηγείται; Αφού τα πάντα μοιάζουν με όνειρο… μήπως τελικά είναι το όνειρο που βλέπει κάποιος;…

 

Υπάρχει κάπου κρυμμένο σε εμάς το μυστικό αυτών των έργων (και όχι μόνο των «Αιμάτων»), μια δύναμη που συγκροτεί κάτι γενικότερο και χτίζει ένα ύφος, ένα κλίμα, και με όλα αυτά το ίχνος μιας νέας γενιάς συγγραφέων. Εχω πει και παλιότερα ότι είμαι έτοιμος να σκεφτώ ένα θέατρο που στηρίζεται στο γελοίον του θέματος, που αναδίδει τη νεοελληνική σαχλαμάρα, την πλάκα και τον χαβαλέ, που στηρίζει την ιθαγένειά του στο σποραδικό, στο ευτελές και επιπόλαιο. Αν υπάρχει μια τέτοια διάθεση θα μιλούμε πια για ένα ελληνικό επιθετικό θέατρο της γελοιότητας, μια κυνική κατάληξη του παραλόγου που στρέφεται στα θεμέλια της ιδιοσυγκρασίας μας. Με στόχο, τι άλλο; να διαλύσει τη σοβαροφάνεια τόσων χρόνων, την υποκρισία ενός λαού, που μετατρέπεται σε παχύδερμο.

 

Αυτά τα «Αίματα» κάνουν το εξής: ξεκινούν από μια χαίνουσα πληγή ή, αν θέλετε, από μια πλαστή μεταπολίτευση, για να καταλήξουν μέσω της ελαφρότητας σε κάτι ιδιαίτερα σοβαρό. Οχι σε αυτό που προτείνουν, γιατί στην πραγματικότητα ούτε προτείνουν ούτε αντιπροτείνουν τίποτα, μια μαύρη ονειρική κωμωδία είναι. Αλλά σε ό,τι προσδιορίζουν: μια χώρα που συνηθίζει να ζει με τις πληγές της, να μιλάει γι’ αυτές, να αστειεύεται, στο τέλος πια να τις καταναλώνει. Τα «Αίματα» είναι πλασμένα με τον δικό μας αβδηριτισμό και τη δική μας υπνοβασία.

 

Για τον ρόλο της παράστασης απέναντι στο έργο έχω εκφράσει τη γνώμη μου παραπάνω. Τίποτα στο έργο του Φιλίππου δεν θα γινόταν κατανοητό και θεατρικό χωρίς την προεργασία των Vasistas σε ένα μεταδραματικό θέατρο κοινής θέας και ευελιξίας στις τέχνες, τις γλώσσες, τις σύγχρονες εκφραστικές. Η επιτυχία λοιπόν είναι μια συλλογική υπόθεση, που περιλαμβάνει τη γεμάτη ένταση σκηνοθεσία της Χιώτη, την εκτονωτική μουσική του Jan van de Engel, τους φωτισμούς του Τάσου Παλαιορούτα, τα κοστούμια του Παύλου Θανόπουλου και τη σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη. Εχει όμως στη βάση της πάντα τις ερμηνείες των ηθοποιών της ομάδας: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Αντώνης Αντωνόπουλος, Ελένη Βεργέτη, Γιώργος Γάλλος, Ευθύμης Θέου, Εύη Σαουλίδου και Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη. Αυτοί συγκροτούν έναν κόσμο που τίποτα –ούτε καν ένας τέτοιος εφιάλτης– δεν μπορεί να τον ξυπνήσει από τον ύπνο του.

 

Scroll to top