22/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πέθανε ο κορυφαίος φωτογράφος του Magnum, Ρενέ Μπουρί

Ξεκίνησε με Τσόρτσιλ, δοξάστηκε με Τσε

      Pin It

Πήρε την πρώτη του φωτογραφία στα 13 του χρόνια, το 1946. Αρπαξε την Κόντακ του πατέρα του και φωτογράφισε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, όρθιο πάνω σε μια λιμουζίνα, στους δρόμους της Ζυρίχης, λίγο πριν εκφωνήσει στο Πανεπιστήμιό της τον περίφημο λόγο του «Let Europe arise».

 

Πήρε την πιο διάσημη φωτογραφία του το 1963 στην Αβάνα. Ο Τσε με το πούρο. Φωτογραφία-σύμβολο τόσο του επαναστάτη όσο και του ίδιου του Ρενέ Μπουρί, του διάσημου Ελβετού, αυτής της εμβληματικής προσωπικότητας του φωτορεπορτάζ, που πέθανε χθες στα 81 του χρόνια.

 

Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, συνάντησε τις μεγαλύτερες προσωπικότητες, έζησε πολέμους, πάντα με μια μηχανή στο χέρι. «Πολύ γρήγορα η φωτογραφική μηχανή μού έδωσε τη δυνατότητα να χώνω τη μύτη μου σε ιστορίες όλων των ειδών», έλεγε το 2004 στη «Liberation», παραμονές μιας ρετροσπεκτίβας του σε μουσείο της Λωζάννης. Ο πατέρας του ήταν Ελβετός σεφ, η μητέρα του Γερμανίδα και ο ίδιος γεννήθηκε το 1933 στη Ζυρίχη, όπου και σπούδασε Εφαρμοσμένες Τέχνες, για να επιλέξει τελικά τη φωτογραφία, το διαβατήριό του για να «ξεφύγει από τα ελβετικά βουνά».

 

René Burri/ Magnum Photos

René Burri/ Magnum Photos

Είχε πολλές ιδιαιτερότητες στο στιλ του. «Είμαι ο πιο γρήγορος… αργός φωτογράφος», έλεγε. «Παιδί, τρελαινόμουν να φυλακίζω μύγες μέσα στις παλάμες μου: εφτά ήταν το ρεκόρ μου». Οντως ο Ρενέ Μπουρί, σε αντίθεση για παράδειγμα με τον φίλο του, Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, δεν ενδιαφερόταν να συλλάβει «την αποφασιστική στιγμή» του θέματός του, αλλά με τεράστια ταχύτητα τραβούσε μια σειρά από φωτογραφίες ψάχνοντας, όπως έλεγε, «αυτή τη στιγμή έντασης που διαρκεί και διαρκεί μέχρι να γεννήσει μια ολόκληρη σεκάνς». Δείτε τη σειρά φωτογραφιών που τράβηξε στον Τσε με το πούρο – είναι η καλύτερη απόδειξη της μεθόδου του. «Οι φωτογραφίες είναι σαν τα ταξί τις ώρες αιχμής: αν δεν είσαι πολύ γρήγορος, κάποιος άλλος θα σ’ το πάρει».

 

Ενιωθε άνετα παντού: στο Μπρούκλιν, στα γυρίσματα ταινιών του Ρενουάρ, δίπλα στον Βραζιλιάνο φίλο του μέγα αρχιτέκτονα Οσκαρ Νιμάγερ, αλλά και στον Τζιακομέτι. Γνώρισε και φωτογράφισε τον Πικάσο όταν ήταν μόλις 24 χρόνων. Φωτογράφισε την Ιταλία, το Πακιστάν, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα. Ξεμονάχιασε τον Νίξον και τον Σαντάτ μπροστά στις πυραμίδες της Γκίζας. Πέτυχε τον Νάσερ μέσα σε ένα ασανσέρ. Εστίασε στα πόδια τού Νουρέγεφ. Συνάντησε τον Ναγκίμπ Μαχφούζ. Αποφάσισε να… μη φωτογραφίσει την Γκρέτα Γκάρμπο. Και κινηματογράφησε τον Ζαν Τινγκελί.

 

Διότι το μεγάλο όνειρό του ήταν να γίνει σκηνοθέτης. «Ολοι οι φωτογράφοι σκέφτονται ότι είναι κινηματογραφιστές που πήγαν χαμένοι», είχε εξομολογηθεί στη «Liberation», «και όλοι οι σκηνοθέτες ονειρεύονται να βλέπουν τις φωτογραφίες των ταινιών τους στους τοίχους. Δεν πειράζει, σημασία έχει να πιστεύεις στη φωτογραφία, όσο κι αν αυτή αποσταθεροποιήθηκε τον τελευταίο καιρό».

 

Η περιέργειά του ήταν παροιμιώδης. Και ποτέ δεν νοιάστηκε να σοκάρει, να δημιουργήσει έντονα συναισθήματα στον θεατή του. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν φωτογράφισε ποτέ ούτε έναν νεκρό. Τον ένοιαζε κυρίως η γέννηση ενός βλέμματος, «η μελωδία τού ανθρώπινου παλμού». «Πολλές φορές ο φωτογράφος νιώθει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί την ανθρώπινη ζωή με την οποία έρχεται αντιμέτωπος, όλη αυτή την ανισότητα» είχε πει. «Αλλά πολύ γρήγορα είπα στον εαυτό μου: Μπουρί, δεν μπορείς να τα αλλάξεις όλα, λοιπόν μάθε να ζεις μαζί τους».

 

Επιμ. Β. Γεωργ.

 

Scroll to top