26/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η μαχητική αισιοδοξία της Μεταπολίτευσης

Αγγέλα Καστρινάκη «Και βέβαια αλλάζει!» Αφήγημα για τη Μεταπολίτευση. Κίχλη, 2014, σελ. .
      Pin It

Αγγέλα Καστρινάκη
«Και βέβαια αλλάζει!»
Αφήγημα για τη Μεταπολίτευση. Κίχλη, 2014, σελ. 258

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Το αφήγημα «Αριστερά» στην Ελλάδα κλείνει οσονούπω έναν αιώνα με κείμενα, λογοτεχνικά και μη, που διαμόρφωσαν την αριστερή μυθολογία. Και δεν αναφέρομαι στις μαρξιστικές και κομμουνιστικές ιδέες, αλλά στον τρόπο με τον οποίο αριστεροί αρθρογράφοι και συγγραφείς είδαν τον εαυτό τους, διάβασαν την πολιτική, επιχείρησαν να δώσουν το στίγμα τους μέσα στον 20ό αιώνα.

 

Παραμέτρους αυτής της αφήγησης αποτελούν η οργάνωση της παράταξης, οι εσωτερικές ζυμώσεις, η δογματική γραμμή και οι παρεκκλίσεις, οι διώξεις επί Μεταξά και η στάση των κομμουνιστών στον Μεσοπόλεμο, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, η Ηττα και οι μεταπολεμικές κακουχίες, η σκληραγώγηση στα ερημονήσια και η σχέση με τη Σοβιετική μητέρα, ο σταλινισμός, ο τροτσκισμός και η Δεξιά, η δράση μέσα στην επταετή δικτατορία, η μεταπολιτευτική ανασυγκρότηση και η κοινοβουλευτική πορεία, η θέση της Αριστεράς στην Ελλάδα και την Ευρώπη…

 

Το αφήγημα «Αριστερά» και η αυτοεικόνα των αριστερών είναι ένα κάδρο εν εξελίξει, που συμπληρώνεται και επεκτείνεται όσο συγγραφείς και αγωνιστές, αρθρογράφοι και πολιτικοί προβάλλουν το παρελθόν, προσπαθώντας να ορίσουν το συνεχές του και να προσδιορίσουν το στίγμα του.

 

Σε αυτό το εκτενές άνυσμα εμφανίστηκαν κείμενα, άρθρα, μαρτυρίες, ποιήματα, άλλα ορθόδοξα κι άλλα αιρετικά, άλλα δογματικά κι άλλα αναθεωρητικά, που διαπλάθουν ένα αέναα επανακαθοριζόμενο πρόσωπο. Στη Μεταπολίτευση θυμίζω ενδεικτικά την «Αρχαία σκουριά» (1979) της Μάρως Δούκα, τα βιβλία του Χρόνη Μίσσιου, την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» (1985) της Αλκης Ζέη, ποικίλα χρονικά και απομνημονεύματα κ.λπ. Θα άξιζε να γραφεί κάποια στιγμή η Ιστορία του μύθου της Αριστεράς.

 

Η Αγγέλα Καστρινάκη εισχωρεί σ’ αυτό το ποτάμι με τις δικές της εμπειρίες και οπτικές γωνίες, με τα δικά της βιώματα και ωραιοποιήσεις. Το κείμενό της κινείται ανάμεσα στο μυθιστόρημα, με ηρωίδα την Ειρήνη, ένα εμφανές alter ego της ίδιας της συγγραφέως, και στην αυτοβιογραφία με ημερολογιακούς τόνους. Διατηρεί έτσι, αφενός, την υποκειμενικότητα της συνείδησης που έζησε την έξοδο από τη χούντα και τον μεταπολιτευτικό οργασμό και, αφετέρου, την απόσταση της ώριμης, μετά τριακονταπενταετία, ματιάς, που ξαναδιαβάζει τον εαυτό της και το παρελθόν.

 

Κατά βάση μιλάμε για τη δεκαετία του ’70, όταν η δικτατορία πνέει τα λοίσθια, το Πολυτεχνείο φλέγεται, η Δημοκρατία έρχεται να αλλάξει την Ιστορία, το ΚΚΕ, εσωτερικού και εξωτερικού, νομιμοποιείται και αισιοδοξεί για την κοινωνική ανατροπή.

 

Η Ειρήνη, μαθήτρια πλέον του Γυμνασίου, μεγαλώνει σ’ αυτό το έντονα πολιτικό περιβάλλον, εντάσσεται στους μηχανισμούς του ΚΚΕ (εσ.), ωριμάζει μαθαίνοντας τη μαρξιστική ιδεολογία και δρώντας μέσα στη Δημοκρατική Μαθητική Κίνηση, το όργανο του κόμματος στη μαθητιώσα νεολαία.

 

Παράλληλα και σε αγαστό συμφυρμό με τα κομματικά μεγαλώνει και η κοπέλα μέσα της, μια κοπέλα που αγωνιά για την οικογένεια, τη φιλία, τον έρωτα, γαλουχείται μέσα στη θεωρία και τη δράση, περνά το κατώφλι της σεξουαλικής αφύπνισης, μεταμορφώνεται σταδιακά σε γυναίκα.

 

Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα μαθητείας, αλλά για μια μαρτυρία όπου το ατομικό πάντα συνδέεται με το συλλογικό και η προσωπική ωρίμανση συνάπτεται με την ενηλικίωση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

 

Φυσικά το κείμενο λέει «ψέματα». Ως ημερολόγιο λειτουργεί υπό το παραμορφωτικό πρίσμα της μνήμης, καθώς το πρόσωπο που ανακαλεί και αποτυπώνει τα γεγονότα στο χαρτί συμμετέχει ενεργά στη συλλογική περιπέτεια. Ενώ ως αυτοβιογραφία έρχεται, χρόνια μετά, να εξωραΐσει σκιές, να λειάνει αιχμές και να στρογγυλέψει ό,τι τώρα πλέον φαίνεται άτοπο και αφύσικο. Τέλος, ως μυθιστόρημα επινοεί την πραγματικότητα της εποχής κι έτσι δεν δεσμεύεται να καταγράψει με ιστορική ακρίβεια τα συμβάντα, ειδικά όσα συνδέονται με την προσωπική μικρο-ιστορία.

 

Η μία γραφή ελέγχει την άλλη, και όλες οι άλλες φωνές ―που προσδίδουν πολυφωνικότητα στο κείμενο― μιλάνε για τη μαχητική αισιοδοξία της Μεταπολίτευσης, για τη μειοψηφία μέσα στην Αριστερά που αγωνιζόταν κατά των καθεστωτικών πλειοψηφιών (κι αλίμονο σε όσους έγιναν τότε ή αργότερα κατεστημένο), για την αλήθεια του νέου που θέλει να δοθεί σε ουτοπίες και να παλέψει ―μέσω της άτρωτης βεβαιότητας και ορμής του― να τις υλοποιήσει.

 

Scroll to top