26/10/14


ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Ο ψυχολογικός πόλεμος

      Pin It

Γράφει ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου*

 

Εχουν περάσει τρία χρόνια από την επιβολή του πρώτου Mνημονίου, και ενώ διανύουμε την περίοδο του τρίτου Mνημονίου, λίγο πριν από την επιβολή του τετάρτου και ο διάχυτος θυμός γίνεται όλο και πιο πολύς, την ίδια στιγμή που η σύγχυση, η οποία καλλιεργείται από τους κυβερνώντες, τα ΜΜΕ και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η έλλειψη μιας αξιόπιστης ορατής κοινωνικής διεξόδου, διαιωνίζει το μούδιασμα και την «παθητική» στάση.

 

Ολόκληρη η κοινωνία ζει, όλο αυτό το διάστημα, μέσα σε μια κατάσταση «σοκ και δέους» διαρκείας, σε μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» που διαρκώς ανανεώνεται και γίνεται όλο και πιο «έκτακτη» και πιο αυταρχική, καθώς, με διαδικασίες τροπολογιών σε νομοσχέδια της μίας μέρας, δημιουργείται το κατάλληλο νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο, έτσι ώστε τίποτα στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών να μη θυμίζει αυτό που η σημερινή γενιά, οι προηγούμενες από αυτή, αλλά και η νέα γενιά, γνώρισαν, βίωσαν, πάλεψαν, έλπισαν: το «θολό» μετατρέπεται σε «μαύρο» και οι δύσβατες διαδρομές του χθες βλέπουν σήμερα να ορθώνεται ένα αδιαπέραστο τείχος.

 

Δύσκολο να δεχτεί κανείς -εξίσου δύσκολο και το να αποδεχτεί και το να αντιδράσει δεόντως- ότι ένας ολόκληρος τρόπος ύπαρξης, κοινωνικός και ατομικός, που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καταρρέει στα εξ ων συνετέθη. Οτι, π.χ., το «Δημόσιο», με ό,τι αυτό σήμαινε για το σύστημα των προσδοκιών, αλλά και των αξιών χιλιάδων οικογενειών, έχει τελειώσει. Οτι δεν θα υπάρχει παρά μια μικρή σύνταξη σε πολύ προχωρημένη ηλικία, που ακόμα και αυτή δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να δοθεί. Οτι η αγορά εργασίας ανατρέπεται εκ θεμελίων, μετατρεπόμενη στο βασίλειο της θεσμοθετημένης, πλέον, ελαστικότητας, της αβεβαιότητας και της επισφάλειας, με την ανεργία να καλπάζει σε πρωτοφανή ύψη και τους λίγους που θα διατηρήσουν μια θέση εργασίας, έρμαια στις αδηφάγες ορέξεις των εργοδοτών για διαρκή μείωση του κόστους εργασίας, ν΄ αποτελούν την τάξη των «φτωχών εργαζόμενων», που το εισόδημά τους δεν θα φτάνει ούτε για να πληρώσουν το νοίκι. Οτι θα πρέπει να πληρώνουν για να εξεταστούν στα (πρώην;) δημόσια νοσοκομεία κοκ.

 

Η οικονομική κρίση ακουμπάει, έτσι, παράλληλα με τη δυνατότητα της καθαυτό επιβίωσης, την ίδια την έννοια του νοήματος της ζωής – γίνεται κρίση προοπτικών, που βιώνουν πρωτίστως οι νέοι. Η προοπτική μιας «εργασιακής καριέρας», βασικό στοιχείο που δομεί και νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη, γίνεται απλώς μια ανάμνηση από το παρελθόν. Και η οικογένεια, στην οποία κανείς επιστρέφει διωγμένος από της αγορά εργασίας, δεν είναι η «παλιά» οικογένεια που κρατούσε και υποστήριζε τα μέλη της μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Είναι μια οικογένεια σε κρίση, οδύνη, κατακερματισμό, διάλυση. Η απουσία διεξόδου προς την κοινωνική δράση λειτουργεί με τρόπο ώστε πίσω από και διαμέσου μιας εξωτερικά «παθητικής» στάσης ν΄ «απορροφάται», αλλά και να υποβόσκει, πολλή ψυχική δυσφορία, θυμός και πόνος. Ενας πόνος, και ένας θυμός, πολλές φορές ανέκφραστος, την ίδια στιγμή που, πίσω από την έξωθεν «παθητικότητα», προετοιμάζεται η «ξαφνική», χωρίς καμιά προειδοποίηση, βία κατά του εαυτού, ή κατά άλλων… συνήθως, όμως, κατά του εαυτού…

 

διαρκής καλλιέργεια του φόβου μέσα από την, με ποικίλους τρόπους, άσκηση μιας μαζικής και καθημερινής τρομοκρατίας είναι ο τρόπος της διακυβέρνησης του σήμερα. Οπως συμβουλεύουν οι μέντορες της σχολής του Σικάγου, με την παράλληλη μεταφορά από άλλα πεδία όπου αποτελεί κομβικό στοιχείο η παράλυση των αντιστάσεων, όπως ήταν η εισβολή στο Ιράκ: «Η δύναμη επιβολής πρέπει «να αποκτά τον έλεγχο του περιβάλλοντος και να παραλύει ή να επιβαρύνει τον τρόπο με τον οποίο ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται και κατανοεί τα γεγονότα, έτσι ώστε ο εχθρός να είναι ανίκανος ν΄ αντισταθεί».

 

Το οικονομικό σοκ λειτουργεί με βάση μια παρόμοια θεωρία: την εικασία ότι οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν αντίσταση σε τμηματικές αλλαγές (την περικοπή ενός προγράμματος υγείας ή μια εμπορική συμφωνία), αλλά αν συμβούν ταυτόχρονα δεκάδες αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, τότε εδραιώνεται ένα αίσθημα ματαιότητας και ο πληθυσμός περιέρχεται σε κατάσταση αδράνειας».

 

Δύο είναι τα κύρια μοτίβα που χρησιμοποιεί στην Ελλάδα η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού, με κύριο εργαλείο τους τα ΜΜΕ, για να καλλιεργεί τον φόβο και να παραλύει την όποια αντίδραση:

 

ο πρώτο είναι η συλλογική ενοχοποίηση, ότι «όλοι φταίμε» για την κρίση, με κύρια θέματα εκάστοτε, ανάλογα με τα μέτρα που επίκειται να παρθούν (και ποιοι είναι πιο βολικό να στοχοποιηθούν, προκειμένου να κατασκευαστεί και να προβληθεί ένας «φταίχτης». Πρόκειται για έναν από τους βασικούς μηχανισμούς δημιουργίας ποικίλων στοχοποιήσεων και αντιπαράθεσης των διαφόρων, εξίσου χτυπημένων από την κρίση, κοινωνικών στρωμάτων μεταξύ τους για να εμποδίζεται και να παραλύει η όποια συλλογική αντίδραση και αντίσταση.

 

Το δεύτερο βασικό μοτίβο είναι ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση». Το Mνημόνιο, από ενσάρκωση της χρεοκοπίας, παρουσιάζεται ως το μοναδικό μέσο για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Χωρίς αυτό θα βουλιάξουμε στα χειρότερα, θα πάμε στην «άτακτη χρεοκοπία», ενώ τώρα βαδίζουμε προς την τακτική και υπολογισμένη καταστροφή των πάντων… Από τρίμηνο σε τρίμηνο και από δόση σε δόση, ο ίδιος εκβιασμός: υπακοή σε ό,τι απαιτήσουν οι δανειστές γιατί «δεν υπάρχει άλλη λύση». Μια σειρά από αφηγήσεις που υφαίνουν έναν τρομοκρατικό καμβά για το «τι θα γινόταν αν δεν παίρναμε τη δόση» (θα μέναμε χωρίς μισθούς, δεν θα παίρναμε ούτε τις περικομμένες συντάξεις, χώρια που θα κινδύνευαν και οι καταθέσεις μας στις τράπεζες κ.λπ., κ.λπ.), διαχέουν το φόβο σε διαρκή βάση και παραλύουν την όποια αντίσταση.

 

Ο τρόμος που προκαλούν τα μέτρα, καθώς και αυτό το «χειρότερο» που μας επιφυλάσσεται αν αυτά δεν παρθούν και επιβληθούν, η αίσθηση που η όλη κατάσταση καλλιεργεί ότι «δεν υπάρχει μέλλον», περιέχει, εν δυνάμει, μια στάση ζωής που υποκύπτει και προσαρμόζεται παθητικά στην ανάδυση των καθημερινών αναγκών της επιβίωσης ως του ορίζοντα της δράσης του υποκειμένου, με την εμφάνιση εγωιστικών/ατομικιστικών συμπεριφορών, μια στάση που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια «των ποικίλων κατακτήσεων και των απείρων προσδιορισμών που περικλείνονται στην έννοια του ανθρώπινου».

 

Αυτή η στάση συνδέεται, επομένως, με την παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, ως μιας κατάστασης στην οποία ο καθένας είναι μόνος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αλλάξει. Πρέπει να βρει μόνος πώς θα πορευτεί και θα επιβιώσει μέσα σ΄ αυτήν. Υπάρχει εδώ η αποδοχή της πραγματικότητας μέσα στην οποία, όμως, βουλιάζει κανείς και την υφίσταται ως «αντικείμενο» – πονάει, υποφέρει, θυμώνει μ΄ αυτήν, αλλά δεν στέκεται απέναντί της και δεν την αντιμετωπίζει ως υποκείμενο.

 

Και είναι σ΄ αυτό ακριβώς το στοιχείο μιας κατάστασης που εγκυμονεί και ευοδώνει την «απώλεια του ανθρώπινου στον άνθρωπο», μιας κατάστασης απότομης διάρρηξης και κατάρρευσης του κοινωνικού ιστού στην Ελλάδα, με την εκτεταμένη πτωχοποίηση, την κυριολεκτική κονιορτοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και την καταστροφή της εργατικής τάξης, με την απόγνωση και την έλλειψη προοπτικής για ένα ορατό μέλλον, ιδιαίτερα για τους νέους -μαζί με την έλλειψη, προς το παρόν, μιας δημιουργικής, ελπιδοφόρας και πραγματικά εναλλακτικής πολιτικής λύσης- στο οποίο έρχεται να αγκυροβολήσει και ν΄ απλώσει ρίζες το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής, βαθύτατα ρατσιστικό και δολοφονικό, που, όπως οι πρόγονοί του στη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 30, είναι, μεταξύ άλλων, και υπέρ της στείρωσης και της ευθανασίας των ψυχικά πασχόντων, των πασχόντων από διάφορες μορφές αναπηρίας κ.λπ.

 

Οπως τόνιζε ο E. Levinas, την επαύριο (1934) της επικράτησης του ναζισμού στη Γερμανία, «…εδώ δεν διακυβεύεται αυτό ή εκείνο το δόγμα της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού, του δικτατορικού καθεστώτος ή της θρησκευτικής πολιτικής. Διακυβεύεται η ίδια η ανθρωπινότητα του ανθρώπου». Και έχει σημασία, ιδιαίτερα η ψυχιατρική να δώσει την δέουσα προσοχή σ΄ αυτή την άνοδο και στα κελεύσματα του νεοναζισμού, περί στείρωσης, ευθανασίας κ.λπ. Είναι σίγουρο, ωστόσο, ότι σ΄ αυτή τη διαδικασία παλινδρόμησης του υποκειμένου (μια διαδικασία με βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα), είναι σύμφυτη και μια άλλη δυνατότητα, σε αντίθετη κατεύθυνση, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της ως ενεργό υποκείμενο, σε μια προσπάθεια να κυριαρχήσει πάνω της, πάνω σ΄ αυτό που θεωρείται «μοίρα», «αναπόφευκτο», σ΄ αυτό που σήμερα πλασάρεται με τη φράση «δεν υπάρχει άλλη λύση» – και όχι να κυριαρχηθεί από αυτήν.

 

άνω σ΄ αυτήν είναι που βασίζεται αυτό που είχε αποκληθεί «ψυχολογία της αντίστασης». Οταν, δηλαδή, «η δυσάρεστη, αγχώδης και οξεία συγκινησιακή ένταση του ατόμου μειώνεται μέσω της μεταμόρφωσής της σε γνωστικό όρο της συνείδησης και σε συνειδητή δράση με την ένταξη στην «ψυχολογία της ομάδας» που μάχεται για να επιβιώσει μπροστά στο κίνδυνο του αφανισμού» και που, σε αντίθεση με την παλινδρομική πορεία της απώλειας του «ανθρώπινου στον άνθρωπο», αποτελεί την πεμπτουσία της «ανθρωποποίησης του ανθρώπου», αυτή που τον κάνει δημιουργό και όχι υποχείριο της μοίρας του, ικανό ν΄ αντιμετωπίζει, να κυριαρχεί και να ξεπερνά τις αντιφάσεις που τον απανθρωποποιούν και τον εξοντώνουν.

 

«Ψυχολογία της αντίστασης» σημαίνει μιαν εγνωσμένη αποδοχή της συγκεκριμένης πραγματικότητας, όχι για να υποταχτεί κανείς σ΄ αυτήν και να την υποστεί, αλλά για να συγκρουστεί μαζί της και να την ανατρέψει.

 

Το «νόημα» και το «μέλλον» μπορεί πια να υπάρξουν μόνο στην ενεργητική συμμετοχή στις διαδικασίες που ανατρέπουν την υπάρχουσα «τάξη πραγμάτων», η συνέχιση της ύπαρξης της οποίας είναι συνυφασμένη με την καταστροφή κάθε «νοήματος» και κάθε «μέλλοντος».

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Ψυχίατρος, διευθυντής της 9ης Ψυχιατρικής Κλινικής του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής «Δαφνί»

 

Scroll to top