27/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η καλόγρια και ο Τσε

      Pin It

Του Πέτρου Μανταίου

 

Βροχερό πρωινό, ώρα οχτώ-οχτώ και δέκα, δάσος Πανεπιστημιούπολης, επιστροφή από Υμηττό. Παρατηρώ από απόσταση μια μαύρη σιλουέτα που ανηφορίζει. Τι να ’ναι; Αναρωτιέμαι, καθώς η σιλουέτα με πήγαινε προς παπά ή καλόγερο. Μίκρυνε η απόσταση. Εν τέλει ήταν καλόγρια∙ νέα, βραχύσωμη, με γυαλάκια μυωπίας∙ πιθανότατα φοιτήτρια. Κεφάλι γερτό και ύφος, από το λίγο που ξεχώρισα, σε δευτερόλεπτα, κάτι σαν συλλογισμένο προς αφηρημένο.

 

Ακριβώς από πίσω της κατάπινε την απόσταση καλπάζοντας νεαρός Απόλλωνας: ψηλός, αθλητικός, μαλλί ξανθό, άφθονο, χυμένο πίσω, σορτσάκι, σακίδιο ελαφρύ, του τρεξίματος, στην πλάτη και… φανελάκι μακό, πράσινο ανοιχτό, με αποτυπωμένη στο στήθος την ιχνογραφημένη στάμπα του Τσε με τον μαύρο μπερέ του κομαντάντε!

 

Τη στιγμή που πήγαινα να διασταυρωθώ με τη νεαρή καλόγρια, την ίδια στιγμή, ο νεαρός… έφιππος πάνω στα νιάτα του, την προσπερνούσε.

 

Δεν πρόλαβα να καταλάβω αν αυτό που είδα, αυτός ο απίθανος συνδυασμός, ήταν όνειρο, όραμα ή μία… παραλλαγή της πραγματικότητας∙ γιατί να ήταν σκέτη, γυμνή, ορφανή πραγματικότητα, αποκλείεται. Δύο νέοι άνθρωποι, που ο χρόνος, σε μια υποδιαίρεση στιγμής, τους απαθανάτισε ζευγάρι (με «φωτογράφο» εκτελεστή και μάρτυρα μοναδικό τον επιγραφόμενο). Τη γυναίκα, το κορίτσι, στο σχήμα του μοναχισμού και τον άντρα, το αγόρι, στην έπαρση και τον καλπασμό της νιότης, κάτι πολύ κοντά στην επανάσταση.

 

Εν τέλει, καθένας με την ελπίδα του, σκέφτηκα. Οποια έννοια και να δίνει στην ελπίδα∙ επουράνια ή γήινη∙ και να την τοποθετεί στο εκείθεν ή στο ενταύθα. Θυμήθηκα ότι τέτοια εποχή, Οκτώβριο, 9/10 Οκτωβρίου τού ’67, σκότωσαν τον Τσε. Ξυριζόμουν, θυμάμαι, στους λουτήρες των φυλακών Αβέρωφ (σήμερα Δικαστικό Μέγαρο) στην Αλεξάνδρας, όταν μου το ανακοίνωσε βουρκωμένος ο συγκρατούμενος, φίλος από την εφηβεία, Ανέστης Σουβατζόγλου. Αφιερωμένο εξαιρετικά στην αυριανή 74η επέτειο του «Οχι», μοναδική περίοδο στην πρόσφατη Ιστορία μας που ήμασταν μονοιασμένοι!

 

Scroll to top